Η αυριανή Κυριακή, η 17η Μαρτίου για φέτος, λέγεται, φίλε αναγνώστη, Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, γιατί είναι η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τη λέμε και Πρωτοκύριακο και Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γιατί; Θα δούμε πιο κάτω.

Ας δούμε πρώτα τι σημαίνει η λέξη “Ορθοδοξία”. Σημαίνει ορθή δόξα ή ορθή δοξασία, τουτέστιν ορθή, σωστή γνώμη, ορθή πίστη. Και μια και το θέμα μας είναι θρησκευτικό, ορθοδοξία σημαίνει την ορθή πίστη στην αληθινή υπόσταση και ουσία του Θεού και στα δόγματα της Εκκλησίας μας όπως μας παραδόθηκαν από την Αγία Γραφή, τους Αγίους Αποστόλους και τις Οικουμενικές Συνόδους των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Κατ’ επέκταση λέμε, ότι την Ορθοδοξία αποτελούν οι ανήκοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστοί, το Ορθόδοξο χριστιανικό πλήρωμα.

Όλα, που πιο πάνω αναφέραμε, είναι βέβαια σε όλους γνωστά, όπως και τα παρακάτω, που απλώς υπενθυμίζουμε, προσθέτοντας κάποιες σημαντικές ή ασήμαντες λεμπτομέρειες. Λέμε λοιπόν:

Η αυριανή Κυριακή, σαν εορτή, καθιερώθηκε, για να γιορτάζουμε, κάθε χρόνο, τον τερματισμό ενός θρησκευτικού διχασμού που ταλαιπώρησε αφάνταστα την Εκκλησία μας, πάνω από εκατό χρόνια, κατά τη βυζαντινή εποχή.

Ο θρησκευτικός αυτός διχασμός που ονομάστηκε “Εικονομαχία”, δηλαδή πόλεμος (μάχη) κατά των Αγίων Εικόνων, ξεκίνησε  στις αρχές του 8ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στο Βυζάντιο έγινε ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Ο αυτοκράτορας αυτός ήταν ομολογουμένως ικανός, γιατί προσπάθησε και κατάφερε να βάλει τάξη και να δώσει λύσεις στα πολιτικά προβλήματα της αυτοκρατορίας που ήσαν και πολλά και δυσεπύλιτα, όταν ανέλαβε την εξουσία, κάνοντας αξιόλογες μεταρρυθμίσεις στα οικονομικά, στη διοίκηση, στο στρατό, στην παιδεία κ.λπ. Όμως, στον θρησκευτικό τομέα, που εκείνη την εποχή είχε ομολογουμένως ξεφύγει από τη σωστή του πορεία, δεν τα κατάφερε καθόλου καλά, καθώς δεν έδειξε την απαιτούμενη ευστροφία και ωριμότητα, ώστε να διαφωτίσει πρώτα το λαό και ύστερα να προχωρήσει και να διορθώσει και της Εκκλησίας τα κακώς κείμενα. Προτίμησε, επηρεαζόμενος και από τους αιρετικούς κατά της Εκκλησίας, όπως οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίτες και άλλοι, να συγκρουστεί με τη μεγάλη και αγράμματη πλειοψηφία ενός παθιασμένου θρησκευτικά λαού, εκδίδοντας και εφαρμόζοντας, σαν στυγνός δικτάτορας, αυστηρότατα εναντίον της διατάγματα. Αλλά τι συνέβαινε μ’ αυτή την παθιασμένη θρησκευτική πλειοψηφία; Ποια ήσαν τα αρνητικά της χαρακτηριστικά που έπρεπε να διορθωθούν έστω και δια της βίας; Θα περιοριστούμε σ’ ένα από τα πολλά, που έγινε η αιτία να ξεκινήσει το κακό. Ο χώρος μας, άλλωστε, είναι περιορισμένος.

Ο λαός, λοιπόν, ο Βυζαντινός λαός, που είπαμε πως κατά το μέγιστο ποσοστό του ήταν αγράμματος, είχε ξεφύγει κι αυτός από τα όρια της αληθινής, της  ορθής και σωστής θρησκευτικής συμπεριφοράς σε πολλά ζητήματα. Είχε λ.χ. λίγο ή πολύ θεοποιήσει και τις άγιες εικόνες, τις οποίες κυριολεκτικά λάτρευε και η όλη κατάσταση και συμπεριφορά των πιστών απέναντί τους θύμιζε ειδωλολατρεία και δημιουργούσε έθιμα χριστιανικώς απαράδεκτα. Είχαν φτάσει στο σημείο, όπως γράφει κάποιος ιστορικός, οι πιστοί να χρησιμοποιούν ξυσίματα από τις εικόνες ως φάρμακα ή αντί της Θείας Ευχαριστίας. Πολλοί, βλέποντας την κατάσταση αυτή,  αντιδρούσαν έντονα και ζητούσαν από τον αυτοκράτορα να βάλει τέρμα στην απαράδεκτη αυτή ειδωλολατρεία, όπως την χαρακτήριζαν. Κι εκείνος, αντί να διαφωτίσει το λαό, αφενός, για το διακοσμητικό ρόλο του που πρέπει να έχουν οι εικόνες στους ναούς και να διακηρύξει, αφετέρου ότι είναι επιβεβλημένος ένας μεγάλος σεβασμός προς τις άγιες εικόνες, εξαιτίας των αγίων προσώπων που εικονίζουν, αλλα όχι και η λατρεία τους, που στην ουσία είναι ειδωλολατρεία, τι έκαμε; To 726 μ.Χ. υπέγραψε διάταγμα που διέτασσε οι εικόνες στους ναούς να τοποθετούνται ψηλά, για να μην τις φτάνουν οι πιστοί και τις προσκυνούν.

Τον δε επόμενο χρόνο μ’ ένα αυστηρότατο, παντελώς αψυχολόγητο και απαράδεκτο διάταγμα διέτασσε να καταστραφούν και να εξαφανιστούν από τους ναούς οι άγιες εικόνες. Το ποτήρι της ανοχής ξεχείλισε και οδήγησε σ’ ένα επάρατο θρησκευτικό διχασμό του λαού που βάσταξε πάνω από εκατό χρόνια, μέχρι το 843 μ.Χ. και ονομάστηκε εικονομαχία. Οι οπαδοί της (εχθροί των εικόνων) ονομάστηκαν εικονομάχοι, οι δε αντίπαλοί της (φίλοι των εικόνων) εικονόφιλοι ή εικονολάτρες.

Οι εικονομάχοι έδειξαν απαράδεκτο φανατισμό και εφάρμοζαν με μανία τα εικονομαχικά διατάγματα. Κατέστρεψαν εικόνες μεγάλης αξίας, έκαψαν χειρόγραφα σπάνια, επειδή είχαν στο περιθώριό τους μικρές εικόνες, βεβήλωναν τα ιερά λείψανα των Αγίων και χρησιμοποιούσαν συχνά βία και απαράδεκτη συμπεριφορά κατά των αντιπάλων τους. Να σημειωθεί εδώ ότι με τους εικονομάχους είχαν συνταχθεί και πολλοί εκπρόσωποι του ανωτέρου κλήρου, όπως επίσκοποι και άλλοι.

Αλλά και η συμπεριφορά των εικονολατρών προς τους εικονομάχους δεν ήταν καθόλου καλύτερη, όταν ο αυτοκράτορας ήταν φίλα προσκείμενος σ’ αυτούς.

Να πούμε ακόμη ότι φανατικότεροι εικονομάχοι αυτοκράτορες ήσαν ο γιος του Λέοντα Γ’ Κωνσταντίνος ο Ε’, ο Λέων ο Ε’ και τελευταία ο Θεόφιλος. Ενώ φανατικοί εικονολάτρες υπήρξαν ο θεολόγος των Ιεροσολύμων Ιωάννης Δαμασκηνός που δίδασκε πως οι εικόνες αποτελούν τα βιβλία των αγραμμάτων και ο μοναχός Θεόδωρος Στουδίτης, ηγούμενος της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη.

Στην εικονομαχία έβαλε οριστικό τέλος η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, γυναίκα του εικονομάχου Θεόφιλου και επίτροπος του ανήλικου γιου τους και διαδόχου Μιχαήλ. Αυτή, κρυφή εικονολάτρισσα, μόλις πέθανε ο Θεόφιλος, εκμεταλλευόμενη το μακροχρόνιο κάματο και την εκ τούτου προκληθείσα πλέον αδιαφορία των εικονομάχων, κατήργησε όλα τα εναντίον της εικονολατρείας διατάγματα, επικαλούμενη ητ θρησκευτική συμφιλίωση, για να επέλθει, καθώς διεκήρυττε η γαλήνη στους κόλπους της Εκκλησίας. Όλα τελικά ηρέμησαν. Το δε 843μ.Χ. συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη Σύνοδο, η οποία κήρυξε υποχρεωτικές για όλους τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, που είχε συνέλθει στη Νίκαια το 787μ.Χ. για την καταδίκη της εικονομαχίας. Μάλιστα, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του ίδου έτους (843) οι εικόνες μεταφέρθηκαν και πάλι στους ιερούς ναούς με κάθε επισημότητα κι έτσι η Εκκλησία μας ξαναβρήκε όχι μόνο τον ιερό διάκοσμο στους ναούς της αλλά και τη γαλήνη της. Οι δε πιστοί έμαθαν κα γνωρίζουν πλέον ότι τιμούν και προσκυνούν τις άγιες εικόνες από  αγάπη και σεβασμό στα πρόσωπα που εικονίζουν και όχι από πίστη ότι τα πρόσωπα των εικόνων είναι και τα πραγματικά, τα ζωντανά.

Από τότε και κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής τη γιορτάζουμε πανηγυρικά και την ονομάζουμε Κυριακή της Ορθοδοξίας. Την ίδια μέρα, τιμούμε και τις άγιες εικόνες, τη δε επαναφορά τους στους ιερούς ναούς την ονομάζουμε “Αναστήλωση των Αγίων Εικόνων”. Στους ναούς μας, την Κυριακή αυτή, ακούμε και το υπέροχο σε ήχο δεύτερο τροπάριο “Την άχραντον εικόνα Σου προσκυνούμεν Αγαθέ…”.

 

*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός  και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος  Πολιτικών Επιστημών