Πάμε να θυμηθούμε τη σφαγή του Μεγάλου Κάστρου… Να ανάψουμε ένα κεράκι στον Άγιο Τίτο…
Πάμε να δούμε γιατί την οδό της Πλάνης την λέμε με μια ημερομηνία σήμερα…
Πάμε να περπατήσουμε και πάλι στην Ιστορία…
Να νιώσουμε για λίγο την ατμόσφαιρα του πολέμου, του μακελειού, της αδικίας, της δυστυχίας, της ήττας και της νίκης που συχνά είναι σφιχταγκαλιασμένες…
Τα΄χω γράψει πια και με την δική μου την πένα σε ένα βιβλίο όλα τούτα τα απίθανα που συνέβησαν εκείνη την Τρίτη στις 25 Αυγούστου του 1898. Σαν μια από τις διαδρομές στην Ιστορία με ένα ποδήλατο του σήμερα…
Όμως κάθε χρόνο σαν τάμα, σαν μνημόσυνο στη μνήμη τόσων αθώων ανθρώπων, ψάχνω τα κιτάπια μου, τις γραφές των σημαντικών ανθρώπων της πόλης, τις παλιές εφημερίδες κι αναθυμούμαι…
Πάντα κάτι καινούργιο, πάντα μια μικρή λεπτομέρεια είναι αρκετή και κάτι μέσα μου φουντώνει και γίνεται θεριό και ζωντανεύει και το μοιράζομαι…
Γεγονότα, ονόματα, καπνοί, φωτιά και σπαραγμός μπερδεύονται. Το μαύρο με το κόκκινο χρώμα αντάμα δίνουν χώρο στο χρυσό να γράψει τα ονόματα όλων εκείνων που κανείς μας μπορεί και να μην έχει δει ποτέ, ούτε καν σε φωτογραφίες…
Στις μάνες τις χαροκαμένες θα σταματήσω σήμερα. Εκείνες που είδαν με τα μάτια τους το θάνατο των παιδιών τους λίγο πριν ξεψυχήσουν οι ίδιες. Και τις άλλες που τα μυαλά τους αρρώστησαν τόσο πολύ απ’ όλο αυτό το μακελειό που πια δεν τις λογάριαζες για ζωντανές. Εκείνες που πουλήθηκαν όσο όσο στα σκλαβοπάζαρα των Τούρκων κι άλλες που λένε οι θρύλοι πως τις στρίμωξαν στα χαρέμια του σουλτάνου κι αδύνατο να τις ανεγογυρέψει Γραικός…
Την ανήφορα πήρα του λιμανιού, το δρόμο μας τον πολύπαθο, έχοντας πίσω μου τον «Άρχοντα» μου και τη θάλασσα και σταμάτησα μπροστά στο εγκαταλελειμμένο και σκεπασμένο κι αυτό με τα πράσινα δίχτυα της Ιστορίας Μέγαρο Κοθρή.
«Δεξιά να πάω για αριστερά;» μονολόγησα στον εαυτό μου κι έμεινα ακούνητη κρατώντας το τιμόνι του ποδηλάτου μου να φαντάζομαι το σκηνικό του απόλυτου χάους εκείνου του μεσημεριού…
Και ζωντάνεψε με μιάς η ιστορία της Σταματάκαινας. Λέξη λέξη τα γραφούμενα του Λευτέρη Αλεξίου. Σιγά σιγά ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια μου όλα τα παράλογα, όλος ο θρήνος, όλη η βαριά κληρονομιά που μας άφησαν οι άνθρωποι εκείνη την ημέρα. Κι ας μου ρχονταν δάκρυα από την πόνο και τον καπνό. Σαν αθέατος θεατής ζούσα κι εγώ την αποκοτιά:
«…Οι Τούρκοι, λίγα βήματα παρέκει, (κοντά στο σπίτι του Αμάπιλε Ιττάρ) μέσα στα στενοσόκακα, είχανε δώσει φωτιά στο σπίτι του γέρου δασκάλου Πατερόπουλου που ήταν μέσα κλεισμένος, διπλαμπαρωμένος με τη γριά γυναίκα του και το μοναχογιό του. Άμα οι καπνοί αρχίζανε να τους πλαντάζουνε κι οι φλόγες να τσουρουφλίζουνε τα μαλλιά τους, εβγήκαν έξω οι κακόμοιροι κι οι Τούρκοι του έπιασαν κι έναν έναν του ξέκαμαν… Ως φεύγαν οι φονιάδες από του Πατερόπουλου τραβούσαν απάνω έξαλλοι, άνοιξε μια πόρτα. Κάποια άθλια γριά Τούρκισσα επρόβαλε από μέσα κι έδειξε το σπίτι του Σταματάκη, κάνοντας μαθιά με σημασία.
Είχε ένα παιδί παραζούβαλο και τρελλό και η Σταματάκαινα* το έβγαζε έξω άμα τύχαινε βρίσκοντας ανοιχτή την πόρτα, να περάσει την αυλή της. Η μάνα του της κρατούσε της Σταματάκαινας καράζι. Έβρισκε τώρα την ευκαιρία να γδικιωθή και δε δίστασε να το κάμη… Άρχισαν οι Τούρκοι να πυροβολούνε στα κλειστά παράθυρα. Ο Σταματάκης επήγε να προβάλη από έναν φεγγίτη, μα τον εσημάδεψαν ευτύς από την ταράτσα γειτονικού σπιτιού και τον εκτυπήσανε στο μέτωπο. Έπεσε νεκρός χωρίς να βγάλει άχνα. Αρχίσανε τότες να βαράνε την πόρτα με πιστολιές και με ξύλα και με κοτρώνες.
Τα παιδιά απάνω, η μάννα τους και τα δυο κορίτσια αρχίσανε να σκληρίζουνε. Άμα εσπάσανε την Πόρτα, δεν είδανε ψυχή στη μεγάλη χοχλαδοστρωμένη αυλή. Κατεβήκανε στα ημιυπόγεια, ερημιά. Από πουθενά δεν ακουγόταν ούτε πνοή. Ανέβηκαν οι Τούρκοι στο πρώτο πάτωμα. Έψαξαν όλα τα δωμάτια.
Ανακάτωσαν τα τραπέζια και τους μπουφέδες και τις κονσόλες. Ξέστρωσαν κρεβάτια, ανακάτωσαν τις κασέλες… Γύρεψαν εδώ, γύρεψαν εκεί και κατόπι ξανοίξανε να φύγουνε. Τη δεύτερη στιγμή πρόσεξαν την πορτούλα, στο μεσοσκόταδο που ανοιγότανε σε μια σκαλίτσα όπου σαν πουλιά κυνηγημένα, είχανε καταφύγει τα κακόμοιρα πλάσματα. Η μάνα και τα τέσσερα παιδιά της. Χιμήξανε μέσα οι αγριεμένοι Τουρκοκρητικοί κι αρχίσανε να κτυπούν όλους στο σωρό, αδειάζοντας τα τουφέκια τους. Φωνάζανε τα παιδιά και σφιγγότανε στην αγκαλιά της μάνας τους κι οι σφαίρες από τις μπιστόλες κι από τα μαρτίνια και τους γκράδες, τα βρίσκαν από δω και κει και τα τρυπούσανε το ένα πίσω από τ’ άλλο, τ’ αποτελειώνανε… Φώναζε η Σταματάκαινα κι αγκάλιαζε τα παιδιά της και πάσκιζε να βάλη σκεπή το κορμί της και τα χέρια της…Χτυπούσαν εκεί με πείσμα ωσότου σάλευε κανένα χεράκι, ωσότου γρικιόντανε κανένα βουβό αναστέναγμα αυτών που ξεψυχούσανε…».**
Κι ύστερα θυμήθηκα και πάλι την άλλη μεγάλη μάνα την Ονωρίνη Συνιολάκη*, καθολική στο θρήσκευμα με καταγωγή από τη Σαντορίνη. Σας την έχω πει την ιστορία αλλά το θεωρώ μνημόσυνο να την αναφέρω και πάλι. Κάθε φορά νιώθω δέος και βαθιά μαχαιριά στην δική μου ψυχή, για το θάρρος, τη δύναμη και την αντοχή αυτής της μάνας.
Της σφάξανε μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα δυο της παιδιά, το ένα ήταν μωρό ακόμα. Την ίδια την μαχαίρωσαν σε πολλά σημεία του κορμιού της. Την πλήγωσαν στο κεφάλι με «κασατούρα», γιαταγάνι δηλαδή, και την άφησαν αιμόφυρτη αλλά ζωντανή!
«Ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του λιμεναρχείου. Ήταν ράκος υπάρξεως. Κι όμως ζούσε ακόμα. Από τα μάτια της ΄τρεχαν ακόμα τα δάκρυα. Τα χείλη της εσάλευαν ακόμα για να δώσουν διέξοδο στο βαθύ της αναστέναγμα και να ψιθυρήσουνε το συντομότερο, το σπαραχτικώτερο μοιρολόι… «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου». Πλατύς επίδεσμος εσκέπαζε την πληγή της κεφαλής της, απ΄ όπου πέρασε το τούρκικο γιαταγάνι .Και στο στήθος της, στην ποδιά της, στους ώμους της, παντού, το φτωχικό της φόρεμα ήτανε καταλερωμένο από πλήθος αίμα στεγνωμένο, ξερό, το αίμα των παιδιών της, που σφαχτήκανε στην αγκαλιά της…». **Κι η Σκεύω; Η μοναχοθυγατέρα του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού χάθηκε μαζί με το μωρό της. Μέσα από το ίδιο της το σπίτι που ‘χε θανατικό αλησμόνητο κι απίστευτο. Τριάντα νοματαίοι σφάχτηκαν εκεί κι εκείνης δεν βρήκανε τα ίχνη πουθενά. «Ήταν γυναίκα του Αντώνη Τζαγάκη, ονομαστή στην ομορφιά και στην καλοσύνη κι έγινε θρύλος η ιστορία της και λέγανε πως τέτοια ομορφιά δεν μπορεί να χάθηκε, κι ίσως οι Τούρκοι την πήραν και την πήγανε σε χαρέμι στην Πόλη. Και σαν ηρέμησαν τα πράγματα και γλίτωσε ο άνδρας της από τη σφαγή και πέρασε λίγος καιρός να φτάσει ίσαμε την Πόλη και τη Σμύρνη να ψάχνει τα χνάρια τους αλλά μάταια…».**
Πόσες και πόσοι ακόμα. Χρέος το νιώθω να ψάχνω να βρω ξεχασμένες ιστορίες και ψυχές κι ας λιγοστεύουν τα γραμμένα και ας είναι δύσκολη πολλή η έρευνά μου…
Τούτη η λίστα των αμάχων και θανάτων δεν έχει τελειωμό. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι χάθηκαν εκείνη την ημέρα της 25ης Αυγούστου του 1898 και τις δύο επόμενες.
Ένα ακόμη χρέος όλων μας είναι η ενθύμηση, έστω…
Όμως αυτήν την μέρα της σφαγής έχουμε και μια μεγάλη γιορτή στην Πόλη μας.Γιορτάζει ο Άγιος Τίτος μας, μια εκκλησιά που κι εκείνη βρίσκεται πάνω στον πολύπαθο δρόμο κι έχει μια Ιστορία πάνω από χιλιετηρίδας… *
Κι αυτήν την ξέρετε. Κι αυτή είναι καλά γραμμένη στα δικά μου κιτάπια*…
Γύρισα το ποδήλατο τώρα προς την κατηφόρα. Να γεμίσουν τα μάτια γαλάζιο τ΄ουρανού και της θάλασσας. Να ξεθολώσουν και να γεμίσει και πάλι χρώμα η ψυχή. Στη κάτω κάτω μεριά τράβηξα προς το μέρος που ήταν η Πύλη του Μόλου. Να την κλείσω θέλησα νοητά κι εγώ με όση δύναμη είχα, να προστατεύσω τη θύμηση, να την αμπαρώσω μέσα στα τείχη, να μην χαθεί ποτέ η θύμηση, όσο τραγική κι αν είναι!
25 Αυγούστου 1898 – 25 Αυγούστου 2022!
Εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια, πάνε πια!
Χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν, σήμερα…
Αθάνατη η μνήμη όσων χάθηκαν άδικα, σαν σήμερα!
ΠΗΓΕΣ:
*Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022
**Εφημερίδα Νέα Χρονικά, Λευτέρη Αλεξίου, Πενήντα χρόνια Πριν, 29/3/1948 – 28/11/1948