Τούτος ο δρόμος έχει μια κίνηση τα χαράματα αλλιώτικη  μιας και ξεφορτώνουν φορτηγά με πραμάτειες, ψάρια και λογιώ λογιώ, μεζέδες της θάλασσας που νομίζεις πως η ζωή εδώ δεν σταματά ποτέ. Μια πεταλιά είναι με το ποδήλατο από τη μια μεριά του ίσαμε την άλλη. Πάροδος του Αγά Τσαρσί τον λέγανε, οδός Καρτερού είναι στις μέρες μας και πιο γνωστός σαν «Τα Ψαράδικα» θα τον βρεις…

Πήγαινα αργά σήμερα το πρωί, ψάχνοντας τα απομεινάρια της ιστορίας…

Λιοντάρια στην τουρκοκρατία
Το Καφέ Σαντάν ήθελα να βρω, εκεί στο Καινούργιο Τσαρσί, αξημέρωτα, πριν ακόμα λαλήσουν τα κοκόρια. Κι άκουσα για μια στιγμή μια φασαρία, σαματά μεγάλο, που ‘βαλα το ποδήλατο στην άκρη, να μην με πάρουν μυρουδιά οι παλιοί Καστρινοί και φοβηθούν και σκορπίσουνε…  Δυο τρεις ήταν οι παρέες αλλόκοτες, ανάκατες, με γέλια, με πειράγματα, παραπατήματα, σπρωξιές κι αγκαλιάσματα. Φέσια κατακόκκινα και μαύρα σαν τη νυχτιά κουνιούνταν πέρα δώθε κι ένα δυο φράγκικα καπέλα κάτασπρα ξεχώριζαν μέσα στο χάραμα της μέρας.

«Αδύνατον», σκέφτηκα, «… αν κάποιοι μαρτυρήσουν στον Πασά πως οι Χριστιανοί ήταν μέσα στο Καφέ Σαντάν, θα΄χαμε σίγουρα κρεμάλες στην πλατεία των Λιονταριών τ’ απόβραδο».

Το φιρμάνι ήταν ξεκάθαρο. «Απαγορεύεται η είσοδος στους Ρωμιούς». Κι όμως εκείνοι το ‘χαν αψηφήσει, μόνο και μόνο για τα μάτια και τη γλύκα του τραγουδιού της Ρόζας, που αναστάτωνε κάθε βράδυ όλους τους μαχαλάδες και τις σκέψεις των αρσενικών. Το πιο δυνατό γέλιο που ακουγόταν ήταν αυτής της παμπόνηρης Φραντζέσκας Πριμαντόνας, που ‘χε έρθει από την Πόλη με το συγκρότημά της εκείνον τον καιρό και στέναζαν ίσαμε κι οι πέτρες από τον μακρόσυρτο, καλοτραγουδισμένο αμανέ της. Στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μπεγλέρι με χάντρες θαλασσιές που ξεχώριζε το χρώμα τους από πολύ μακριά. Το άλλο ακουμπούσε με μοναδική χάρη τη μέση που λικνιζόταν καθώς περπατούσε με περισσά κουνήματα σκορπώντας τα σκέρτσα και τις ομορφιές του κορμιού της, κάνοντας όλους όσους την συνόδευαν να ανάβουν από πόθο…

 

Τους ακολούθησα κι εγώ σιωπηλά…

Οδός Καρτερού
Οδός Καρτερού

Η δική τους φασαρία ξεσήκωνε τους παραγιούς στα ντουκιάνια, να δουν τι κακό τους είχε βρει πρωί πρωί, μπας και προλάβαιναν τα νέα πριν αρχίσει η φωνή του ντελάλη να γιομίζει το πρωινό του Κάστρου.

Γρήγορα χώνονταν μέσα στην πιο βαθιά γωνιά του μικρομάγαζου, βλέποντας τούτη την εικόνα, που προμηνούσε …προβλήματα.

Ίσαμε το Μεϊντάνι φτάξανε, να πιουν ένα σερμπέτι από το μαγαζάκι του Χασάν Αγά που ΄χε ανοίξει και μοσχομύριζε ο τόπος αρώματα γεμάτα «ζάχαρη».

Πρόβαλε στη στιγμή κι ο παμπόνηρος Γκιαουρογιάννης απ’ το μανάβικό του, με την ξεβαμμένη βράκα του και τις στραβοπατημένες παντούφλες του που αφήναν να φαίνονται τα λασπωμένα δάκτυλα κι ευθύς χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε τα πειράγματα, αψηφώντας όλους τους νταήδες, που το ποτό τους είχε κάνει «νερουλούς» κι η γοητεία της Ρόζας αδύναμους…

Όμορφη ήτανε τούτη η κυρά. Μαύρα τα μάτια τεράστια κάτω από δυο καλοσχηματισμένα και πυκνά φρύδια, με βλεφαρίδες χιλιόμακρες και χείλια βαμμένα κατακόκκινα που έσταζαν ηδονή και υποσχέσεις.

 

Οδός Καρτερού
Οδός Καρτερού

Ένα κουσούρι είχε μόνο τα καθάριο πρόσωπο, τη μύτη της, που ΄ταν λίγο αταίριαστη με όλα τ΄ άλλα αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά της. Ωστόσο της έδινε κι αυτή μια γοητεία ξέχωρη.

Ακόμα κι ο Νουρήμπεης, ο πιο δυνατός Τούρκος του Κάστρου, παράβλεπε τούτη την «λεπτομέρεια» κι έλεγε πως την ήθελε μόνο για πάρτη του, αυτήν την πλανεύτρα Πολίτισσα, κι όλοι σκιάζονταν μην το συναπαντήσουν πουθενά..

Ο Γκιαουρογιάννης, που δεν τον ένοιαζε ό,τι κι αν του ‘σουρναν Τούρκοι και Ρωμιοί, την είχε έτοιμη τη μαντινάδα, μόλις είδε το ανάκατο τσούρμο να κατηφορίζει προς την πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού, κι άρχισε να τη σιγοτραγουδά με σκυμμένο το κεφάλι, θέλοντας να προκαλέσει την όμορφη κυρά με τον δικό του τρόπο.

Λέγαν πως ήταν από τους ιδιαίτερους και γραφικούς τύπους του Μεγαλόκαστρου, εκείνος όμως δεν έδινε σημασία κι όλοι γελούσαν με τα πειράγματα του, γιατί στην πραγματικότητα αυτός ήταν η ψυχή όλων των παράξενων στην πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού.

 

 

« -Ωραία είναι η Ρόζα μας, δε θέλει παρασόλι.

Ο ασκιανός τση μύτης της, τηνε σκεπάζει όλη»

Έφτασε στα αυτιά της όμορφης Πριμαντόνα, τούτη η ρίμα, που προσπάθησε με τα σπαστά Ρωμαίικά της να της να την επαναλάβει, κι όλοι γελάσανε δυνατά με τα λεγόμενα και την ίδια στιγμή παγώσανε στο άκουσμα των λόγων του αξύριστου και κακοβαλμένου μανάβη.

Γύρισε η Ρόζα, και τους κοίταξε όλους να δει τις εκφράσεις των προσώπων τους και με ένα νεύμα του χεριού της σαν να τους πρόσταξε να διαλυθούν, να σωπάσουν. Έριξε ύστερα ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση τον Γκιαουρογιάννη και με ακόμα πιο πολύ νάζι και κουνήματα έφυγε βιαστικά να επιστρέψει στο Καφέ Σαντάν …

Οδός Καρτερού
Οδός Καρτερού

Ένα περιστέρι που πέταξε ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου με ξανάφερε στο σήμερα. Είχα φτάσει κι εγώ στην πλατεία των Λιονταριών, χωρίς να το καταλάβω. Ο θόρυβος από το νερό που έτρεχε από τα στόματα των λιονταριών με έκανε να κοιτάξω έκπληκτη γύρω μου. Κουρνιαχτός είχε σηκωθεί στο σταυροδρόμι Τζουλάκη, Καντανολέοντος και Χάνδακα. Θύμηση ήτανε, όραμα, εικόνα της φαντασίας κι ας ήξερα πως κάποτε είχε στ΄ αλήθεια συμβεί σε τούτο τον τόπο.

Καλημέρα με χαμόγελα πολλά μου είπανε τα παιδιά από το Κιρκόρ και τις Φυλλο…σοφίες που ανοίγανε τα γνωστά στέκια πρωί πρωί…

Χαμογέλασα κι εγώ, ξανακοίταξα ίσα πάνω στο Μεϊντάνι. Απόλυτη σιωπή, καμιά κίνηση…. Όνειρο θα ΄τανε!

 

ΠΗΓΕΣ:

*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου!

Κρητικά Χρονικά

Απ όσα θυμούμαι,το παλιό Κάστρο, Μανόλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκη

(Κι όμως η ιστορία λέει πως ήταν αιτία τούτη η μαντινάδα κι η Ρόζα εγκατέλειψε το Κάστρο τις επόμενες μέρες, αφήνοντας μόνο εικόνες, αναμνήσεις κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις στα αρσενικά της πόλης, που λιώνανε για χατίρι της! )

*Ζητούνται Αναγνώστες!   –     http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/