Ως απλός ακροατής παρακολούθησα τη συζήτηση της κυρίας Ειρήνης, με την κυρία Ελευθερία, για τα πολιτικά, σε κομμωτήριο. Η πρώτη, παλιά πασοκτσού και τώρα συριζαία. Η άλλη, φανατικιά νεοδημοκράτισσα από τα γεννοφάσκια της. Είχαν πλάκα. Την κυρία Ειρήνη την χτένιζαν κιόλας. Η κυρία Ελευθερία και η γυναίκα μου περιμένανε τη σειρά τους. Κι εγώ, εκεί στην άκρη, προσποιούμενος ότι διάβαζα ένα περιοδικό, περίμενα να τελειώσει η γυναίκα μου.

– Πολύ τους επαινείς τους δικούς σας, τους νεοδημοκράτες, Ελευθερία. Περίμενε να κυβερνήσουν λίγο καιρό. Να δούμε πώς θα τα καταφέρουν και αυτοί. Οι τζιτζιφιόγκοι, που μας κουβαλήθηκαν οικογενειακώς στολισμένοι στην ορκωμοσία της Βουλής… Μμμμ…

Τι ήθελαν να δείξουν μ’ αυτό; Γελάστηκες αν νομίζεις ότι, επειδή μας παρουσιάζονται πάντοτε φρεσκοξυρισμένοι, καλοντυμένοι, καλοχτενισμένοι, γραβατωμένοι, αρωματισμένοι… θα είναι και ικανοί να μας κυβερνήσουν σωστά και δίκαια… και να δούμε προκοπή απ’  αυτούς. Πασαρέλα την κατάντησαν τη Βουλή.

– Ειρηνούλα μου, τέσσερα χρόνια μας κυβέρνησαν οι δικοί σας ψεύτες και ατζαμήδες. Οι λέτσοι. Ανοργάνωτοι, ανεπρόκοποι, αχαΐρευτοι, τεμπέληδες… Μα και όταν άρχιζαν τάχα δουλειά, όλο γκάφες και κουτουράδες έκαναν. Και καλόπιαναν και τους αναρχικούς.

Και ούτε ένα σωστό έγγραφο δεν κατόρθωναν να συντάξουν. Όλο ελλείψεις και κενά παρουσίαζαν οι διαταγές τους. Και όλο διορθώσεις της τελευταίας στιγμής, συμπληρώσεις και τροποποιήσεις  χρειάζονταν. Και άφησαν προβλήματα άλυτα και δουλειές στη μέση… Και τη ΔΕΗ χρεοκοπημένη.

– Ο δικός  σας ο γουρσούζης… Μόλις έγινε πρωθυπουργός, τυφώνας έπεσε καλοκαιριάτικα στη Χαλκιδική και κατάστρεψε τα πάντα. Άνθρωποι τραυματίστηκαν, σκοτώθηκαν. Τυφώνες και καταιγίδες και καταστροφές  στην Πελοπόννησο. Καταστράφηκαν οι καλλιέργειες, ο τουρισμός μας. Σεισμός στην Αθήνα… Και ο πατέρας του, ο συγχωρεμένος, το ίδιο γκαντέμης και κατσικοπόδαρος ήτανε…

– Οι δικοί μας, μόλις έγιναν κυβέρνηση, αμέσως ανασκουμπώθηκαν και άρχισαν δουλειά. Δουλειά οργανωμένη και σωστή. Οι νεοδημοκράτες είναι άνθρωποι αξιοπρεπείς. Τους βλέπεις και τους χαίρεσαι. Ο λόγος τους έχει σύνεση. Ενώ οι δικοί σας ήταν αναξιοπρεπείς και ανάξιοι. Τους δικούς μας τους σέβονται οι ξένοι: Ευρωπαίοι και Αμερικανοί.

Φούντωσε στο μεταξύ η κυρία Ειρήνη.

– Είσαι άδικη! Έχεις μίσος! Τα παραλές!

– Αχ, κυρία Ειρήνη, μην κουνιέστε… Δυσκολεύομαι να σας χτενίσω… παρακαλούσε η κομμώτρια.

– Δεν μπορώ! Νευρίασα…

Τέλος πάντων, τελείωσε κάποια στιγμή το χτένισμα και πλήρωσε η κυρία Ειρήνη. Πήρε σειρά η κυρία Ελευθερία. Έξω όμως είχε αρχίσει να βρέχει. Παράξενος καιρός για καλοκαίρι στην Κρήτη.

– Αχ, να πάλι η γουρσουζιά τους… Πώς θα πάω στο σπίτι;

Και απευθυνόμενη προς την κομμώτρια είπε.

– Κυρία Ρούλα, κάλεσε, σε παρακαλώ, ένα ταξί. Το κινητό μου έχει μείνει από μπαταρία.

Το ταξί σε λίγο έφτασε και η κυρία Ειρήνη βγαίνοντας  από την πόρτα του κομμωτηρίου φώναξε.

– Ελευθερία, έλα, κοπέλα μου, το απόγευμα στο σπίτι μου να πιούμε έναν καφέ. Στο μπαλκόνι, αν δεν βρέχει.

– Θα έρθω, κατά τις έξι.

Παρά τις πολιτικές τους διαφορές, παρέμεναν φίλες.