Στα ανοιξιάτικα πρωινά εδώ στην Κρήτη, λέγεται ότι συνωστίζονται τα όνειρα. Όνειρα που μπερδεύονται με την πραγματικότητα και τους μύθους, ή ίσως και μύθοι που συνωστίζονται με την πραγματικότητα. Σε τούτο το πρωινό θολό τοπίο όπου τα όνειρα μπαινόβγαιναν από την πραγματικότητα και η πραγματικότητα από τα όνειρα, εκτυλίχτηκε και το παρακάτω απρόσμενο όνειρο, που στο βάθος του παραμόνευαν υπαινιγμοί και υπονοούμενα μιας πραγματικής ζωής:

Ο έφηβος Αλέξιος ήταν λέει, ένα ανήσυχο πνεύμα. Από μικρό παιδί δεν ησύχαζε μέσα του, μέρα και νύχτα. Το μυαλό του γεννούσε συνέχεια ιδέες από μια φαντασία που δανειζόταν συνεχώς από τους άλλους. Όταν για λίγα μόρια έχασε την εισαγωγή του στο ελληνικό Πολυτεχνείο, χωρίς να το πολυσκεφτεί διάλεξε να εκπατριστεί για το χατίρι της γνώσης. Στα χνάρια του πολυμήχανου Οδυσσέα.

Εκεί κατά τη φορά της άρκτου, κίνησε λέει κατά τις χώρες του βορά που ανθούσαν οι φαντασιώσεις των αγιοποιημένων μουμιών της Οκτωβριανής Ιδέας. Του άρεσε και τον συγκινούσε αυτό, παρότι στις μητροπόλεις της, μόλις είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται τα γερασμένα της είδωλα. Στο αίμα του όμως έβραζαν οι ιδέες της λεηλάτησης του αστικού κατεστημένου στη χώρα του  και σαν ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής που ήτανε, έβαλε πλώρη ξανά κατά το νότο, για να μεταγραφεί στο πιο διάσημο Πολυτεχνείο που απέτυχε να διαβεί το κατώφλι του.

Αργότερα και αφού πρώτα είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή στη μπαχαλοποίηση, τον ακτιβισμό και τον αριστερόστροφο οπορτουνισμό, εκεί στας Αθήνας έκανε κι ένα μεταπτυχιακό στις επιστήμες οργάνωσης του Χώρου. Συμπτωματικά, θα του χρειαζόταν αργότερα ένας (πολιτικός) Χώρος για να τον καπηλευτεί και να τον διαπομπεύσει. Τούτη όμως η τεχνική γνώση του, ποτέ δεν έγινε προκεχωρημένος προβληματισμός του. Ανήσυχος από μικρός καθώς ήτανε, ήδη από το δεκαπενταμελές, άλλα ζητούσε η ψυχή του, γι’ άλλα έκλαιγε: Τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε που λέγανε κι οι Αλεξανδρινοί.

Καμιά φορά, όταν του έμενε καιρός από την επαναστατική γυμναστική και το χαβαλέ της σιγουράντζας του σαλονιού, στη χάση και τη φέξη, άνοιγε και κανένα βιβλίο. Από κείνα τα ανατρεπτικά, που στο περιθώριο των σελίδων τους χώραγε όλο το περιθώριο της δικής του ζωής.  Ακόμη κι αργότερα, όταν θα δήλωνε σε μια συνέντευξή του «άθεος», του άρεσε να διαβάζει αποσπάσματα από τις Γραφές. Κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη, το κεφάλαιο της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας.

Τον συνέπαιρνε αφάνταστα εκείνη η Ιστορία που η μορφή του προφητάνακτα Μωυσή άνοιξε με το ραβδί του τα νερά για να περάσει μέσα της ο καταδιωκόμενος λαός του Ισραήλ και με μια άλλη κίνησή του τα ξανάσμιξε για να πνίξουν τους διώκτες του Φαραώ.  Αυθόρμητα χαμογελούσε κι ονειροπολούσε μέσα του, να γίνει κι εκείνος λέει μια μέρα σαν τον προφητάνακτα Μωυσή: Να οδηγήσει τους Ρωμιούς, σαν ένας άλλος προφήτης και αρχηγός σε μια καινούργια Γη της Επαγγελίας. Ανατρίχιαζε στη σκέψη αν με τα σταλινικομαρξιστικά τσιτάτα του και τα περιθωριακά ευαγγέλια των μετασχηματισμών που πίστευε, θα μπορούσε να επαναλάβει τούτο το μεγάλο βιβλικό κατόρθωμα!

Του άρεσε λέει ακόμη να διαβάζει και ιστορίες της Ανατολής. Τον μάγευε κυρίως εκείνη η σοφή ιστορία «πως μια απόσταση μπορεί να μικραίνει».

Τη διάβαζε μεγαλόφωνα μέσα στο όνειρο αυτή την ιστορία, αφού τον εμπνέει ακόμη και σήμερα για να μεταμορφώνει πράγματα και καταστάσεις στη χώρα του. Τώρα που έχει γίνει κι εκείνος Προφητάνακτας, σαν τον Μωυσή:

Σε μια χώρα λέει, υπήρχε ένα χωριό που απείχε έξι χι­λιόμετρα από το παλάτι του βασιλιά. Το χωριό αυτό είχε θαυμάσια νερά από μια πηγή και ο βασιλιάς είχε προστάξει τους χωρικούς να του φέρνουν νερό κάθε μέρα. Οι χωρικοί όμως γρήγορα κουράστηκαν από το μακρινό πήγαινε-έλα και σκέφτηκαν να αφήσουν οριστικά το χωριό. Το ‘μαθε ο βασιλιάς, κι ευθύς παμπόνηρος καθώς ήταν, σκέφτηκε να βγάλει διάταγμα που θα λέει ότι από εδώ και μπρος η απόσταση ανάμεσα στο χωριό και στο παλάτι είναι …μόνο τρία χιλιόμετρα. Έτσι, το πήγαινε-έλα θα συντόμευε και οι χωρικοί δεν θα κουράζονταν τόσο πολύ!

-«Μα το ίδιο δεν έκανες κι εσύ Αλέξιε;» τον ρώτησε μέσα στο όνειρο, ένας από τους  παρακοιμώμενους ιπποκόμους του, ο θαλαμηπόλος και αυλοδίαιτος Παύλος, που μαζί είδαν το όραμα της Δαμασκού για τη διάσωση της χώρας, και που λιβάνιζε τριγύρω με λιβάνι από κόμμι και ρετσίνι από τους κέδρους της Γαύδου την επίχρυση λάρνακα που εκτίθενται τα αποκαΐδια του μνημονίου στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου της Ρωμαίικης Καγκελαρίας.

-«Έτσι ακριβώς κάναμε κι εμείς! Έβγαλες διάταγμα ότι η χώρα επέστρεψε στην κανονικότητα, ότι η οικονομία μπουμπουκιάζει κάθε μέρα στα διεθνή παζάρια!

Δεν άργησε να περάσει πολλή ώρα και μια φωνή που έβγαινε ξαφνικά μέσα από ένα στρόβιλο από καπνό, αυστηρή και προστακτική, καλούσε το νέο Προφητάνακτα να ανοίξει ένα βιβλίο που σαν τζίνι από παραμύθι της Ανατολής είχε έρθει μπροστά στα πόδια τους. Ήταν ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά. Τρομάξανε όλοι τους. Πέσανε καταγής σαν τους πρωτόπλαστους κατά την εξορία τους από την Εδέμ. Άνοιξε δειλά τα μάτιά του ο Μεγάλος Πορθητής της αδικίας στο Ρωμαίικο και απίθωσε με φόβο το χέρι του στο βιβλίο. Άνοιξε μια τυχαία σελίδα. Διάβασε μεγαλόφωνα για να τον ακούσουν όλοι οι θαλαμηπόλοι και αυλοδίαιτοι της ομήγυρης που καρτερούσανε με αγωνία:

«– Γύφτε λαέ, άκουσέ με· το πρωτόσταλτο είμαι

σημάδι από την πλάση που θα‘ρθει,

κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα!

Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.

Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε

προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα».

-«Αυτό ήταν»! είπε απευθυνόμενος στον επί των Γραμμάτων παρακοιμώμενο, που υπνηλατούσε στο θώκο του. «Το βρήκα! Είμαι όντως ο νέος Προφητάνακτας της Ρωμιοσύνης! Από αύριο ο Παλαμάς, να γίνει υποχρεωτικός σε όλα τα σχολεία της χώρας και εγώ κάθε φορά που θα βγαίνω στο μπαλκόνι και θα μιλώ στα πλήθη, έτσι θ’ αρχίζω: “Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα!”».