Φαντάζομαι να έχεις φτάσει εκεί πάνω και ελπίζω να μη σε διακόπτω από μια πατρική αγκαλιά στον Αριστοτέλη. Εξάλλου ο χρόνος πλέον είναι αιώνιος και δικός σας. Θα σε βάλει στο ποδήλατό του για ατέλειωτες βόλτες, που θα σταματούν για λίγο μόνο όταν ο μεγάλος σου γιος αφήνει το πετάλι για ν’ απαθανατίσει με τον φωτογραφικό φακό του, ένα αφαιρετικό τοπίο ή μια λεπτομέρεια που θα του υποδείξεις εσύ.

Θέλω τώρα που έχουμε μια απόσταση ασφαλείας- και δεν φοβάμαι να μην με καταχερίσεις!- να θυμηθούμε δυο τρία πράγματα. Και επίτρεψέ μου τον ενικό, μετά από τόσα κύριε (ελέησον) που άκουσες όχι μόνο στη διάρκεια του βίου σου, μα και στην εξόδιο ακολουθία σου.

Αφήνω κατά μέρος τις υπερβολές και τις μεγαλοστομίες, με τις οποίες είχες τις χειρότερες σχέσεις και αποφεύγω τις επαναλήψεις που πάντα βαριόσουν αφόρητα.

Όταν σε συνάντησα για πρώτη φορά, ήσουν στα 52 κι εγώ είχα κλείσει μερικούς μήνες τα 23! Το γραφείο σου εκεί στο βάθος αριστερά της «Μεσογείου», δεν με εντυπωσίασε μόνο, αλλά λειτούργησε και ως μέσο αποφόρτισης για την κουβέντα που θα κάναμε και αφορούσε στην πρόσληψή μου. Ένα γραφείο, γεμάτο θάλασσες και καράβια. Γκραβούρες,

ελαιογραφίες, ξυλόγλυπτα και μεταλλικές κατασκευές, κοσμούσαν κάθε γωνιά του, τόσο που έκαναν τις φωτογραφίες που είχες με τους πολιτικούς, ασημαντότητες στο μεγάλο κάδρο. Δεν μπήκα και πολλές φορές στο γραφείο σου, δεν χρειαζόταν εξάλλου, αφού εσύ ερχόσουν στα δικά μας, όταν δεν έκανες αέναο κάστινγκ για γραμματέα. Αλλά θυμάμαι μια φορά που με φώναξες, ύστερα από ένα χριστουγεννιάτικο φύλλο εμπλουτισμένο με κείμενα για τις γιορτές, για να μου πεις ότι οι ιστορίες που έγραφα για τις εορταστικές εκδόσεις παραπέμπουν σε… Παπαδιαμάντη!

Πόσο ντράπηκα… Αν και δεν κατάλαβα ποτέ, αν μου το είπες για να με εμψυχώσεις ή για να με πειράξεις. Άλλη μια φορά που ήρθα να σε βρω έψηνες παραδίπλα με καμινέτο και οινόπνευμα μια ρέγκα που είχες τυλίξει σε εφημερίδα, γιατί ήθελες μερακλίδικο ψήσιμο, όπως ήταν και τα κείμενά σου.

Με τους τόνους τους, τα πνεύματά τους και εκείνες τις λέξεις που σε ταξίδευαν από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη, οριζοντίως και καθέτως και με όλες τις ευωδιές της Κρήτης, μέσα. Και μια που πιάσαμε τη γραμματική, να σου αποκαλύψω ένα μυστικό. Όταν έλεγες ότι το ελαφρύτερο γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου είναι το τρίτο, το Γ (γάμα) δηλαδή, που κάποιοι δυσκολεύονται να προφέρουν και πολλοί δεν σε καταλάβαιναν, εγώ μονολογούσα: «ω, άρχισε πάλι τις προστακτικές»!

Προφανώς και σου είχα πει και διά ζώσης αυτό που θαύμαζα σ’ εσένα, εκτός των πολλών άλλων. Αν και στήριζες με συνέπεια τη ΝΔ, ουδέποτε προσκολλήθηκες στην εξουσία της, ενώ οι περισσότεροι φίλοι σου ήταν από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που με έκανε να σε πειράζω με κάθε ευκαιρία, αλλά και να σου δηλώνω ευγνώμων που ποτέ δεν μας έδινες αυτό που λέμε «γραμμή» και ας γράφονταν τόσα στην εφημερίδα ιδιαιτέρως άβολα για τη Δεξιά.

Όμως για σένα καμία συζήτηση και κανένα ρεπορτάζ δεν ήταν άβολο. Έχω λοιπόν να σου εξομολογηθώ ότι για μένα, τώρα που έφυγες εσύ με το λιγοστό οξυγόνο και το ακριβοθώρητο θαλασσινό ιώδιο, κλείνει ο βιολογικός κύκλος της «Μεσογείου», ενώ η ανάβαση και η κατάβαση της Χάνδακος γίνονται ακόμα πιο δύσκολες, όπως ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων.

Το άλλο κλείσιμο, το καλοκαίρι του 2011, ήταν μια εικονική πραγματικότητα. Μια πλάνη, που συντελέστηκε στην ομώνυμη οδό του Μεγάλου Κάστρου. Εξάλλου δεν θα ήταν πρέπον για την ίδια την εφημερίδα, να γράφεται ο επίλογός της με μια μελανή παρένθεση (όρα Ζαγοριανίτης)».

Ώρα καλή σου Κώστα μας!