Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, που συνιστά αναδρομικό σχόλιο στο προηγούμενο έργο, η Ρέα Γαλανάκη αποκαλύπτει: «Γράφω λοιπόν με λέξεις χειροποίητες». Ο λόγος για το Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Είναι οι «γνωστοί άγνωστοι» γεννήτορες της συγγραφέως που κοσμούν το εξώφυλλο του βιβλίου και διαβαίνουν, χάρη στη δύναμη της γραφής, το φως της ομίχλης. Μορφές που ανασαίνουν αναγεννημένες στο λογοτεχνικό πεδίο. που αποκτούν ορατότητα, φωνή, δικαίωση και αιώνια ζωτικότητα, χάρη στην υλικότητα της γραφής.
Ακολουθώ τα νήματα της ανάγνωσης που χαράσσει η συγγραφέας στο εργόχειρο αυτό της μνήμης. Παρατηρώ πόσο ευλαβικά ξεκλειδώνει το ντουλάπι του παρελθόντος και γεμίζει τον τακτοποιημένο χρόνο των απόντων, «με λέξεις, κίνηση, πνοή». Αφήνομαι στη γοητεία της γραφής και συγκινούμαι ως αναγνώστης.
Έχω μπροστά μου μια τέχνη με ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά, ένα μυθιστόρημα που συνυφαίνει μύθο και Ιστορία. Ένα παραμύθι που δεν είναι παραμύθι, με τα λόγια της Γαλανάκη, και δεν είναι απλώς ένας καθρέφτης της πραγματικότητας. Eίναι μια ερμηνεία της. Μετέχω από την αρχή στο παραμύθι, στο γοητευτικό αναγνωστικό ταξίδι.
Η συγγραφέας πορεύεται με τη μνήμη, μ’ αυτό το μάτι της ψυχής. Δηλώνει ρητά την πρόθεσή της: «τον εαυτό μου θέλω να μάθω». Στην πορεία αυτογνωσίας δεν φαίνεται να είναι εύκολη η ανασκαφή: αναζητά τεκμήρια (φωτογραφίες, έγγραφα, αφηγήσεις, ιστορικές μελέτες), «αμφιβάλλει», «διορθώνει», «υποθέτει», «υπολογίζει». Ανακατεύει τα χώματα του χρόνου και του χώρου.
Συναντά πολλές μικρές ιστορίες. Από αυτές συγκροτεί τη μεγάλη Ιστορία. Περιπλανάται στους τόπους και σπρώχνει το χρόνο κατά βούληση. Μυθοποιεί και απομυθοποιεί το παιδικό βίωμα. Μέσα από ψηφίδες συμπληρώνει το μωσαϊκό της γονεϊκής ζωής, παρακολουθώντας διακριτικά τους γονείς στους ιστορικούς δαιδάλους της εποχής: από τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τον Εμφύλιο και τη δικτατορία.
Στο ιστορικό αυτό πανόραμα παρεισφρέουν θέματα πολλά: Οι προπάτορες. Η σκληρή ζωή στο Οροπέδιο Λασιθίου. Η αφήγηση της θείας που φαίνεται να έχει θητεύσει στον θείο Βιζυηνό. Η γιαγιά Ολυμπιάδα, «μια πέρδικα που χόρευε και χαμηλοπετούσε». Ο προπάππους Αμβρόσιος. Η γιαγιά Μαριγώ. Ο σιωπηλός κόσμος των γυναικών. Η αξιοσύνη και ο αγώνας τους για ισότητα. Το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και οι ωμότητες των Γερμανών. Το Ηράκλειο. Το Αρκαλοχώρι. Ο Σκινιάς. Οι Βρυξέλλες. Η Βιέννη. Το Μπορντώ της Γαλλίας. Και μέσα στο χωροχρονικό αυτό πλαίσιο η πολυταξιδεμένη, σπουδαγμένη στη Βιέννη και πρωτοπόρος στην εποχή της μητέρα. O επιφανής γιατρός, ο πολιτευτής και αγωνιστής πατέρας. Ο Εμμανουήλ κι η Αικατερίνη.
Αν αυτό είναι το «τι», ο μύθος που με συναρπάζει, νιώθω να ασκεί μέσα μου γοητεία το «πώς»: πώς συναρθρώνονται όλα αυτά σε ενιαία αφήγηση; Πώς τα ιστορικά πρόσωπα μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά; Πώς η συγγραφέας σέβεται τους κανόνες του βιογραφικού παιχνιδιού για να κάνει θεαματικότερη την ανατροπή τους; Πώς κατοπτεύει το παρελθόν ως μύθο και ως ιστορία; Πώς παίζει με την πραγματικότητα και τη φαντασία. πώς διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, τη μικροϊστορία στη μεγάλη Ιστορία.
Κι ακόμη: πώς ανακρίνει το παρελθόν; Πώς σέβεται τις σιωπές των προσώπων; Πώς διαβάζει πίσω απ’ τις σιωπές; Πώς «ανακατεύει τον τακτοποιημένο χρόνο των απόντων», χωρίς να ταράζει τη μακάρια γαλήνη τους; Πώς ανασταίνει τους τελευταίους με λέξεις; Πώς με δομικά υλικά συνειρμούς, «εικότα» και «σημεία» και τα εναπομείναντα τεκμήρια οργανώνει τη γραφή.Εν τέλει, πώς ζωντανεύει τις σκιές; Με το μαγικό ραβδί της τέχνης θα έλεγα. Η, καλύτερα, μέσα από την επίμοχθη διεργασία να μεταπλαστεί το βίωμα σε τέχνη. Για το σκοπό αυτό η συγγραφέας αξιοποιεί κάθε τεκμήριο. Μνείες μικρές κι ασήμαντες. Κυρίως, παλιές φωτογραφίες. Περιπλανώμενη στο ασπρόμαυρο μωσαϊκό τους συμπληρώνει τα κενά της μνήμης. Βλέπει με τα μάτια των αγαπημένων της αλλά και πίσω από αυτά. Κινείται μεταξύ εικασίας και πραγματικότητας.
Περιστέλλοντας το συναίσθημα αντιμετωπίζει τις φωτογραφίες ως τεκμήρια αυθεντικότητας, ως πιστοποιητικά παρουσίας. Κατάστικτες από ευαίσθητα στίγματα. Πίσω από την τυχαιότητα της στιγμής συναντά τις επιθυμίες των προσώπων. Διαβάζει πάνω τους την αλήθεια τους, ακόμη και τη δική της ανυπαρξία στις μορφές των γονιών πριν γίνουν γονείς. Κρατά για πάντα το φέγγος των ερωτευμένων ματιών και με μια ιδιοφυή διεισδυτικότητα, αντικρύζει το μέλλον στο παρελθόν.
Στηρίζεται λοιπόν στην πραγματικότητα. Εκεί που η τελευταία λιγοστεύει αναδύεται η ποίηση. Εκεί η φαντασία έρχεται να πληρώσει τα κενά με εικασίες που συμπληρώνουν τις εκκωφαντικές σιωπές. Εδώ μιλάμε πλέον για τέχνη, για λογοτεχνία. Για το «πώς», τη μετάπλαση του πραγματικού που θα δώσει το διαβατήριο στη γραφή για των ιδεών την πόλη. Τί είναι το «πώς»;
Είναι η γλώσσα με τους πολλούς αναβαθμούς, είναι οι χειροποίητες (ή αχειροποίητες;) λέξεις, οι ένθεες, οι χωμάτινες, πίσω από τις οποίες μαντεύεται ο συγγραφικός μόχθος. Είναι η ποιητική ηθική: η μεγαθυμία, η εντιμότητα, η ενδιάθετη ευγένεια αλλά και η παρρησία της γραφής.
Είναι τα στοχευμένα σχήματα λόγου που παράγουν νόημα: η γιαγιά πέρδικα που χόρευε και χαμηλοπετούσε, ο Βαγγέλης, ο αρχάγγελος που κούτσαινε, τα βιαννίτικα σπίτια, με την αμφιθεατρική τους διάταξη, που εμψυχώνονται, γίνονται θεατές της ομορφιάς αλλά και του δράματος του τόπου.
Είναι οι μελετημένες τεχνικές, η πλοκή, η θεατρική σκηνή της μνήμης με τις πολλές οπτικές, ο τρόπος, κυρίως, με τον οποίο η συγγραφέας «σπρώχνει το χρόνο κατά βούληση».
Και είναι οι καθηλωτικές περιγραφές, όπως εκείνη του Εμμανουήλ, μέσα στο ιππήλατο λεωφορείο, μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρασία. Σε λίγες γραμμές και τρεις μόνο λέξεις («Εγώ είμαι Κρητικός») δίνεται ανάγλυφο το δράμα. Ή εκείνη του Σπιρτοκούτη (: Εμμανουήλ Παπαδάκη), του ανθρώπου που κατασκεύασε τον πρώτο ανεμόμυλο και άλλαξε τη ζωή και το πρόσωπο του Οροπεδίου. Που «εφονεύθη ηρωϊκότατα», μαχόμενος ως εθελοντής, στη Χειμάρα. Και που «οι Τουρκαλβανοί ηθέλησαν ν’ αρπάσωσι το πτώμα του» και «εγένετο πέριξ φοβερά πάλη» και όπου «γυνή εκ του χωρίου Πύλιουρι παραλαβούσα, έρριξεν αυτό επί των ώμων της και το μετέφερεν με πολλούς κόπους… και ήτις την επομένην ησθένησε».
Και η Γαλανάκη σχολιάζει για κείνη την δίχως όνομα λεβέντισσα, που φορτώθηκε στους ώμους το σώμα του νεκρού μαχητή:
«Θα ήταν μια χωρική πολύ φτωχή -οι ευκατάστατες μάλλον δεν θα φορτωνόντουσαν νεκρούς στον ώμο τους. Και όπως θα έγερνε η άρρωστη ‘γυνή’ στο αχυρένιο στρώμα της πάνω στο χώμα του δαπέδου, έχω την αίσθηση ότι για μια στιγμή θα κόπασε ο αέρας στο Οροπέδιο, θα σταμάτησαν να γυρνούν οι φτερωτές με τα λευκά τριγωνικά πανιά, ενώ ένα πουλί, μαύρο πουλί, θα διαλαλούσε το μαντάτο για το θάνατο του ανδρείου Σπιρτοκούτη στη θέση Πύλιουρι Χειμάρας. Γη κι ουρανός χωρίστηκαν ακόμη μια φορά».
Με μαγεύει αυτή η γραφή που αφομοιώνει και υπογειώνει με μαστοριά απαράμιλλη τεχνικές. Η συγγραφέας που κατορθώνει να πορευτεί από το υπαρκτό στο φαντασιωτικό, από το καθημερινό στο συμβολικό και να μεταπλάσει τη βιογραφία δύο ανθρώπων σε τέχνη, σε ένα μυθιστόρημα, που σαγηνεύει και που χωρά τις ζωές όλων μας. Με γοητεύει η μυθοπλαστική ικανότητα που ενεργείται με την ελευθερία που παρέχει η τέχνη, με αίσθηση δικαίου και με την υπέροχη αρετή της επιείκειας.
Έτσι, με μια χειρονομία τιμής και μνήμης, η συγγραφέας ανασταίνει τους ‘γνωστούς-άγνωστους’ «ωραίους κι αισθηματικούς», δηλαδή άρτιους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, ταυτόχρονα όμως, με μια λοξή αναστοχαστική ματιά στα περασμένα, αντιτίθεται σε κάθε εξουσιασμό, κρίνει και επικρίνει επαχθείς παραδόσεις, όπως εκείνη του «αίματος».
Στην ανθηρή λοιπόν μνήμη της Γαλανάκη ανθούν και καρπίζουν ξανά τα παλιά. Σε μια άσκηση βαθιά και ευλαβική διασώζει ζωές, όπως εκείνη του γιατρού Ηγουμενίδη ή της φαρμακοποιού Κυριακής Παπαμαστοράκη. Αποδίδει δικαιοσύνη σε ψυχές, όπως στη «γεβεντισμένη» Όλγα. Σώζει μνήμες πολύτιμες από του χρόνου την καταδρομή. Και το κυριότερο, τα «βιογραφήματα» αυτά μεταπλάθονται σε τέχνη υψηλή. Γιατί η συγγραφέας δεν περιγράφει απλώς τα πράγματα. Τα [ξανα]δημιουργεί ονομάζοντάς τα. Τα επανερμηνεύει και επαναμαγεύει την πραγματικότητα.
Το «πώς», αυτό το άπιαστο κάτι, είναι που γεννά (άγνωστο πώς) τη συγκίνηση και την απόλαυση. Γιατί η συγγραφέας, σε μια θαρραλέα άσκηση μνήμης και αυτογνωσίας, ανασυγκροτεί, με ψυχή, ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου μέσα από «είδωλα μισοειδωμένα». Ένα νέο παραμύθι, που δεν είναι παραμύθι. Γιατί στη νοσταλγική, χωρίς κανένα μελοδραματισμό αυτή επιστροφή, γεύεται ξανά τον κόσμο, ανασταίνει μια Κρήτη γήινη, με το άρωμα των καρπών και του ψωμιού, με γεύση αρχέγονη, θεάται ποιητικά την ύπαρξη, «αιχμαλωτίζοντας δια παντός το αιώνιο μέσα από τις φευγαλέες όψεις του εφήμερου», όπως απαιτούσε ο Μπωντλέρ, μεγαλύνοντας το ατομικό, το ταπεινό και καθιστώντας το μόνιμο ένοικο του κόσμου της τέχνης.
Η συγγραφέας, με τον λογοτεχνικό της αυτό νόστο, μη προσδοκώντας, νομίζω, καμιά Ιθάκη, αποδίδει τα τροφεία στους γεννήτορες, παραχωρώντας τους μια δεύτερη ζωή και έναν δικό τους χώρο στα δώματα της λογοτεχνίας. Μεταπλάθει το ατομικό σε συλλογικό, το ιστορικό σε ανθρωπολογικό γεγονός και έτσι το παραμύθι της γίνεται παραμυθία για όλους, καλώντας μας να βγούμε από τον εαυτό μας, να γίνουμε «άλλοι». Να ταξιδέψουμε στην ανθρώπινη ψυχή.
Το «υβριδικό οικογενειακό αυτό μυθιστόρημα», όπως το χαρακτηρίζει η Ρέα Γαλανάκη, δεν είναι απλώς μια συνέχεια της λαμπρής λογοτεχνικής παρουσίας της. Είναι μια υποθήκη στην ιστορία του λόγου της τέχνης. Μια πολύτροπη γοητευτική αφήγηση με λέξεις χειροποίητες. Μια τέχνη με ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.