Στην παλιά Αθήνα, με τις γραφικές παραδόσεις και τα όμορφα έθιμα, κάθε νοικοκυρά ετοίμαζε από τα χαράματα την λαμπάδα που θα χρησιμοποιούσε το βράδυ και ζύμωνε το «χριστόψωμο», την Χριστουγεννιάτικη πίττα δηλαδή, που την έφτιαχνε με σταρίσιο αλεύρι, σταφίδες και καρύδια.
Την ίδια μέρα, στα πιο πολλά σπίτια γινόταν μια γιορτή που άνοιγε στους μικρούς Αθηναίους την περίοδο της εφηβικής τους ηλικίας.
Το αγόρι έπρεπε να κουβαλήσει απ΄ την αποθήκη δύο καλοδεμένα δεμάτια σανό, που το καθένα ζύγιζε δώδεκα οκάδες, το ένα πάνω στο άλλο. Αν κατάφερνε λοιπόν να τα σηκώσει και να τα μεταφέρει σε μια απόσταση είκοσι μέτρων χωρίς να λυγίσει ή να τα πετάξει χάμω, έδειχνε φανερά ότι ήταν χειροδύναμος και ότι έπρεπε από εκείνη τη μέρα να τον θεωρούν παλληκάρι.
Έτσι όταν ο μικρός Αθηναίος ακουμπούσε τα δέματα μέσα στον σταύλο, δύο τον αριθμό, οι γονείς τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν, δίνοντάς του την ευχή: «όπως σήκωσες τα δεμάτια, έτσι να σηκώνεις πάνω σου την χαρά και την ευτυχία»!
Έπειτα όλες οι γυναίκες τους σπιτιού έπεφταν στη δουλειά με τα μούτρα, συγύριζαν τις κάμερες, στόλιζαν την τραπεζαρία και ετοίμαζαν διάφορα γλυκά, όπως: Μελόπιττες, σουσαμόπιττες, κουρκουμπίνια, κουραμπιέδες και ένα σωρό άλλα. Άλλες πάλι αφοσιώνονταν στο μαγείρεμα φτιάχνοντας διαφόρων ειδών φαγητά, καθώς και την πατροπαράδοτη γεμιστή χήνα ή πάπια για το βραδινό τραπέζι.
Τη νύχτα το στενόμακρο αυτό τραπέζι, έμπαινε στη μέση της τραπεζαρίας και χανόταν σχεδόν κάτω από τις στοίβες των γλυκών, τους δίσκους με τα φαγητά και τις κανάτες με το κόκκινο κρασί. Ολη όμως αυτή η ομορφοστολισμένη τραπεζαρία δεν φωτιζόταν παρά από ένα μονάχα κερί, στηριγμένος το τοίχο, πάνω από το πλουσιοπάροχο τραπέζι.
Απέναντι από το κερί, στεκόταν ο αρχηγός της οικογένειας ο οποίος αφού έκανε την προσευχή, ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Στο τραπέζι έτρωγε η οικογένεια μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού που και αυτοί θεωρούνταν μέλη.
Μόλις αποτέλειωσαν το φαγητό έκοβαν το «χριστόψωμο» σε τρία κομμάτια, για τον Χριστό, για την Παναγία και για τον Ιωσήφ. Από τις τρεις μερίδες, κόβονταν κατόπιν οι υπόλοιπες φέτες για τα πρόσωπα του σπιτιού.
Οι παλιοί Αθηναίοι αγαπούσαν το μέλι σαν… τις αρκούδες και γι αυτό έτρωγαν το κομμάτι την πίττα τους με έναν πολύ περίεργο τρόπο:
Ο οικοδεσπότης έπαιρνε τον δίσκο με τις κερήθρες (απαραίτητο για κάθε τραπέζι χριστουγεννιάτικο), έκοβε μια γωνία, το έβαζε μέσα σ΄ένα πιάτο και άρχιζε να το λιώνει με τη βοήθεια λίγου γάλακτος, για να χωρίσει το μέλι από το κερί. Έπειτα έσπρωχνε στην άκρη του πιάτου το κερί και έβαζε μέσα σ’ αυτό λίγη πίττα για να φάει με βουλιμία βουτώντας την στο μέλι.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι τέλειωνε με ξηρούς καρπούς. Μετά το φαγητό η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο μεγάλο χαγιάτι του σπιτιού, όπου έκαιγε το τζάκι. Εκεί μια υπηρέτρια, η πιο γερόντισσα, αν υπήρχαν και άλλες, έφερνε μέσα σε κούπες διάφορα σερμπέτια και το απαραίτητο σαλέπι, που το έπιναν συνήθως μόνο οι γεροντότεροι, επειδή έκανε καλό στα βρογχικά.
Αν εκείνο το βράδυ υπήρχαν καλεσμένους το σπιτικό τους, ο οικοδεσπότης και η γυναίκα του έπρεπε να μείνουν ξάγρυπνοι μέχρι να κοιμηθούν οι μουσαφιραίοι. Τους έστρωναν στο δικό τους κρεβάτι με ό,τι καλύτερο υφαντό διέθεταν και αυτοί πήγαιναν να κοιμηθούν σε κάποιο δωμάτιο των παιδιών τους. Το πρωί σηκώνονταν πάλι για να πάνε στην εκκλησία.
Αφού άκουγαν την λειτουργία με πολλή κατάνυξη, έβγαιναν όλοι μαζί για να γυρίσουν στο σπίτι και να πιουν το «χριστουγεννιάτικο γάλα», άβραστο αλλά ζεστό όπως ήταν, κατευθείαν από το άρμεγμα.
Πάντα σε γιορτινή ατμόσφαιρα, φρόντιζαν να γλεντήσουν και να περάσουν την μεγάλη αυτή γιορτή μέσα σε κλίμα χαράς, τραγουδώντας, γελώντας και μοιράζοντας ευχές ο ένας στον άλλο!
Αλλοι καιροί… άλλα ήθη!