-Παππού, τι θα πει ευήθης; ρώτησε ο Γιωργάκης, μαθητής πρώτης γυμνασίου.

-Ευήθης, Γεώργιε, αρχικώς, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης (ευ+ήθος), σημαίνει «αυτός που έχει καλό ήθος», δηλαδή ηθικός άνθρωπος. Όμως, πολύ παράξενα, η σημασία της λέξης με τον καιρό έπαθε φθορά. Και σήμερα σημαίνει βλάκας, αυτός που εύκολα μπορείς να τον ξεγελάσεις, αγαθιάρης. Τέτοια χειροτέρευση της σημασίας, που δηλώνει κακία, παρατηρείται και σε άλλες λέξεις. Ιδίως σε λέξεις που σημαίνουν εργατικός, προκομμένος. Π.χ. πανούργος (παν+έργον) αρχικώς σήμαινε «αυτός που είναι ικανός για κάθε έργο, για κάθε τέχνη». Ας πούμε, αυτός που μπορεί να κάνει τον χτίστη, τον μαραγκό, τον γεωργό… Συνεπώς μπορεί να κάνει και το κακό, το έγκλημα.

Τέτοια χειροτέρευση του νοήματος παρατηρούμε και σε άλλες λέξεις, παρόμοιας σημασίας. Π.χ. πονηρός (στα αρχαία πόνος= κόπος) αρχικώς σήμαινε αυτός που κοπιάζει, εργατικός.

Εξάλλου φιλόπονος σήμερα σημαίνει φίλος της εργασίας, εργατικός.  Επίσης η λέξη μοχθηρός (από το μόχθος) δήλωνε αυτόν που μοχθεί, που εργάζεται σκληρά.

Από την άλλη μεριά, στα βυζαντινά χρόνια, συνέβη μια αλλαγή στην μορφή πολλών λέξεων, που, αντιθέτως, δηλώνει στοργή, αγάπη. Πολλά αντικείμενα παρουσιάζονται στον λόγο μικρούλικα και αγαπημένα.

Μιλούσαν γι’ αυτά με συμπάθεια. Έτσι η τράπεζα έγινε τραπέζιον (=τραπεζάκι), ύστερα πήρε την μορφή τραπέζιν και τελικά έγινε τραπέζι, όπως το λέμε εμείς σήμερα, χωρίς την έννοια του υποκορισμού. Με παρόμοιο τρόπο έγιναν ποταμός>ποτάμιον>ποτάμιν>ποτάμι.

Η κεφαλή έγινε το κεφάλι, ο παις (γενική:παιδός) έγινε το παιδί, ο πους (γεν. ποδός} έγινε το πόδι… Και άλλα πάρα πολλά. Και γέμισε η γλώσσα μας με πάρα πολλά ουδέτερα σε-ι (παλαιότερα δεν είχαμε τέτοια κατηγορία ονομάτων), που με τον καιρό έχασαν την υποκοριστική τους σημασία.

Έπαψαν δηλαδή να δηλώνουν το μικρούλικο. Και τότε χρειάστηκε νέα κατάληξη υποκορισμού για να δηλώνεται το μικρούλικο: κεφαλ-άκι, παιδ-άκι, ποταμ-άκι…

Να προσθέσω ακόμη ότι σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, που η λέξη άρχιζε με όμικρον άτονο, χάθηκε αυτό το αρκτικό όμικρον κατά τον εξής τρόπο: ο οδούς (γεν. οδόντος)> το οδόντιον> τ’ οδόντιν> το δόντι.

Παρομοίως και το όμμα> τ’ ομμάτιν> το μάτι, η οφρύς> τ’ οφρύδιν> το φρύδι, ο όφις> το οφίδιον> τ’οφίδιν> το φίδι, ο όνυξ> το ονύχιον> τ’ ονύχιν> το νύχι, το όξος> το οξίδιον> τ’ οξίδιν> το ξίδι κτλ. Δηλαδή από τα δύο όμικρον που συναντιόνταν επικράτησε το όμικρον του άρθρου και το άλλο χάθηκε.

Ο Γιωργάκης, που είχε γλωσσικά ενδιαφέροντα, άκουγε προσεκτικά.

-Η λέξη το όνομα, γιατί δεν έχασε το αρκτικό της όμικρον;

-Διότι το αρκτικό όμικρον τονίζεται σ’ αυτή την λέξη. Αλλά αρκετά για σήμερα.