Κάθε γλώσσα έχει μια λόγια παγιωμένη μορφή,  και μια λαϊκότερη μορφή στην οποία συμβαίνουν οι αλλαγές και οι εξελίξεις. Όσο περνούν τα χρόνια, η λόγια παγιωμένη μορφή γίνεται όλο και πιο απόμακρη, λιγότερο εύχρηστη, λιγότερο κατανοητή. Μέχρι που καταντά μορφή αρχαία που οι σύγχρονοι δεν την κατανοούν πια και δεν την χρησιμοποιούν καθόλου. Διότι η λαϊκή γλώσσα, με την συνεχή εξέλιξή της, παίρνει τελικώς πολύ διαφορετική μορφή. Αυτό συνέβη με τα αρχαία ελληνικά και με τα λατινικά.

Και η γλώσσα μας έχει σήμερα αυτές τις δύο μορφές: την λογιότερη γλώσσα των γραμμάτων και των επιστημών, και την λαϊκότερη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας  και της λογοτεχνίας. Είναι βέβαια η γλώσσα μας πλουσιότατη και ευέλικτη. Έχει όμως  και τα προβλήματά της. Π. χ. άντε να κλίνεις στον παρατατικό το ρήμα επιτίθεμαι ή το ρήμα απατώμαι ή να πεις τις λέξεις λάσπη ή βάρκα στην γενική πληθυντικού.

Εδώ  θα ασχοληθούμε με το πρόβλημα ορισμένων σύνθετων ρημάτων της, πάντοτε πειθαρχώντας στους θεσπισμένους κανόνες της νεοελληνικής. Γιατί π. χ. κάποιοι νεότεροι μελετητές απειθαρχώντας ξεχώνουν ετυμολογίες, που ήταν βέβαια γνωστές από παλιά, και δημιουργούν αναστατώσεις στην ορθογραφία μας. Φέρνω ένα παράδειγμα. Ξέρουμε ότι η λέξη κτίριο προέρχεται από την βυζαντινή φράση ευκτήριος οίκος ή ευκτήριον οίκημα: ευκτήριον>κτήριο. Επειδή όμως η λέξη παρετυμολογήθηκε και συσχετίστηκε με το ρήμα κτίζω, συμφωνήσαμε να την γράφουμε με γιώτα: κτίριο. Και έτσι ορθογραφημένη θα την βρείτε στα λεξικά της νεοελληνικής. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την λέξη παλικάρι. Παράγεται βέβαια από την αρχαία λέξη πάλληξ, αλλά επικράτησε η απλή γραφή με γιώτα και ένα λ. Αυτά παρενθετικώς.

Στην νεοελληνική έχομε πολλά διπλόμορφα ρήματα, με μία λόγια (αρχαία) μορφή, και με μια λαϊκή μορφή: δεικνύω- δείχνω, διώκω- διώχνω, θάπτω- θάβω, κλέπτω- κλέβω, λέγω- λέω, λύω- λύνω, ρίπτω- ρίχνω, φέρω- φέρνω κτλ. Γενικώς τα ρήματα της γλώσσας μας σε σύνθεση με προθέσεις κρατούν την αρχαία τους μορφή και ορθογραφούνται σύμφωνα με τους αρχαίους κανόνες της γραμματικής: ρίχνω, αόριστος έριξα, αλλά καταρρίπτω, αόρ. κατέρριψα, με αρχαία ορθογραφία. Έτσι και κόβω αλλά διακόπτω, πέφτω αλλά επιπίπτω (αόρ. επέπεσα, με εσωτερική αύξηση), αλλάζω αλλά μεταλλάσσω, ράβω αλλά συρράπτω,  στέλνω αλλά αποστέλλω, λέω αλλά προλέγω (= προφητεύω)(1), φέρνω αλλά συμφέρει (αόρ. συνέφερε, με εσωτερική αύξηση) κτλ. Σύνθετα ρήματα στην λαϊκή τους μορφή βρίσκομε μόνο με τα εξής καθαρώς λαϊκά ρηματικά προθέματα ξε- (που δηλώνει ότι κάποιος κάνει το αντίθετο από εκείνο που δηλώνει το ρήμα), ξανα- , κατα- (με την έννοια του «εντελώς»), και παρα- (με την έννοια του «υπερβολικά»): ξεθάβω, ξαναπέφτω, ξαναδείχνω, κατακλέβω, καταφέρνω (με διαφορετική σημασία από το καταφέρω, π. χ. κατέφερε πλήγμα), παραλέω κτλ. Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε στις γλώσσες, υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις, π.χ. «προκόβω», ενώ μάλλον θα περιμέναμε «προκόπτω», όπως π. χ. το  «προκύπτω».

Αν έχομε υπόψη μας αυτά, που η γραμματική μας δεν τα αναφέρει, μπορούμε να λύσομε κάποια προβλήματα ορθογραφίας που συχνά συναντούμε όταν γράφομε την γλώσσα μας.

Σημείωση 1.Μερικοί, στον προφορικό τους ιδίως λόγο, μπερδεύονται και λένε «προείπα» που σημαίνει «μάντευσα», ενώ θέλουν να πουν «προανέφερα».