Δεν είναι λίγοι στις ημέρες μας όσοι ισχυρίζονται ότι το λεξιλόγιο της νεας γενιάς είναι πολύ φτωχό. Λένε δηλαδή, μεταξύ άλλων, ότι οι νέοι της εποχής μας χρησιμοποιούν λιγότερες λέξεις από τις μεγαλύτερες αυτών γενιές για να εκφραστούν, και μάλιστα μεταχειρίζονται πολλά ξενόφερτα γλωσσικά «δάνεια».

Όλοι θα συμφωνήσουμε ότι ο λόγος είναι το βασικότερο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Ταυτόχρονα δε,  θεωρείται και ο κυριότερος τρόπος έκφρασης των σκέψεων και των ιδεών τους και των συναισθημάτων τους.

Είναι ευνόητο ότι κάθε κοινωνική ομάδα ή τάξη χρησιμοποιεί, προκειμένου να συνεννοούνται καλύτερα και δίχως πρόβλημα τα μέλη της, το δικό της ξεχωριστό λεξιλόγιο, το οποίο μπορεί να συμπορεύεται με εκείνο ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου στο οποίο υπάγεται η ομάδα ή να αποκλίνει απ’ αυτό.

Το λεξιλόγιο, τόσο των διαφόρων κοινωνικών ομάδων όσο και της κοινωνίας τους, δύναται να υποστεί, στο πέρασμα των χρόνων, αλλαγές ή διαφοροποιήσεις, με εισχωρήσεις νέων λέξεων ή τυχόν εγκατάλειψη παλαιότερων. Ας δεχτούμε ότι οι κάθε φορά νέες λέξεις εισάγονται για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες ανάγκες της εποχής τους. Συχνά, είναι ξενόφερτα «δάνεια» και προσκολλώνται στο υπάρχον λεξιλόγιο με τις ανθρώπινες συναναστροφές ή από την ανάγκη να αποδοθεί ολοκληρωμένη παρουσίαση ή περιγραφή και το πλήρες νόημα μιας νέας έννοιας, κατάστασης. Και καθώς η νέα γενιά είναι που έχει τις περισσότερες συναναστροφές, είναι λογικό να γίνεται, ενίοτε και ανεξέλεγκτα, «και δέκτης και αναμεταδότης» και στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας των γλωσσικών αυτών «δανείων».

Αρκετοί, όμως,  διατυπώνουν την άποψη ότι τη στιγμή που η εκμάθηση μιας γλώσσας  – ακόμη και της μητρικής στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης – σχετίζεται με τις ανάγκες της «αγοράς», η γλώσσα συρρικνώνεται και φτωχαίνει. Φυσικά και δεν είναι κακό να μεταχειριζόμαστε νέες λέξεις στην καθημερινότητά μας, αρκεί να ξέρουμε το πραγματικό τους νόημα και την αληθινή και όχι φαινομενική τους σημασία και να προσέχουμε πώς τις χρησιμοποιούμε και ποιος είναι ο αποδέκτης τους.

Είναι φως φανερό ότι η διαχρονική παρουσία και η ενεργός συμμετοχή της ελληνικής παιδείας στην ανθρώπινη ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό μπορεί να διασωθεί, μονάχα αν η ελληνική γλώσσα διατηρηθεί και αναπτυχθεί χωρίς ν’ αλλοιωθεί από εξωγενή στοιχεία.

Δεν υπάρχει, λοιπόν,  άνθρωπος στην πατρίδα μας ή στον υπόλοιπο κόσμο που να πιστεύει ότι η γλώσσα που μιλάμε στην Ελλάδα σήμερα είναι ίδια ακριβώς η γλώσσα των τραγικών ποιητών, του Ομήρου, του Θουκυδίδη, του Λυσία, του Δημοσθένη π.χ. από τους παλιούς ή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, του Μιχαήλ Ψελλού, του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος και του Βιτσέντζου Κορνάρου από τα κατοπινά χρόνια, αλλά όλοι τη λογαριάζουν και οφείλουν να τη σέβονται ως εμφανές και πασιφανές αποτέλεσμα εξέλιξής της, δεχόμενο κάθε είδους επιρροές από το χρόνο, τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τη συνάντηση – βίαιη ή ειρηνική – με διάφορους λαούς που είχαν διαφορετική γλωσσική από εμάς παιδεία και κουλτούρα.

Συνεπώς, με δεδομένο ότι το σέβας στη γλωσσική παράδοση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεβασμού στον πατροπαράδοτο λαϊκό πολιτισμό, ας συμφωνήσουμε, κλείνοντας, ότι εάν  είναι βλαβερή η επίπτωση της άκριτης ξενομανίας και στη χρήση των λέξεων της καθημερινής ζωής, εξίσου επιζήμια είναι και η εμμονή σε απαρχαιωμένους τύπους, που, ούτως ή άλλως, είναι και δυσνόητοι από πλήθος συγκαιρινών μας.