Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με αρκετή πειθώ ή ακρίβεια τον λόγο που βρισκόμαστε εδώ.

Υπάρχουν σαφέστατα οι υλικές και κοινωνικές καθημερινές επιταγές, όμως πέρα από το σημείο όπου σταματά η καθαρή λειτουργία των ενστίκτων ή ακόμη και της ίδιας της πνευματικότητας του ανθρώπου, αναβλύζει μία ηθικότητα τέτοια ώστε να μεταμορφώνει τη ζωή μας σχεδόν σε φαινόμενο υπερβατικό από μία σκοπιά.

Δηλαδή, και σύμφωνα με τον ορισμό του, υπερβατικός είναι ένας κόσμος σχετικός με τον υπεραισθητό ή μεταφυσικό κόσμο, με τον κόσμο που δεν γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις.

«Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης».

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΑΚΗΣ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ

Αλλά η καθημερινότητά μας, κάθε άλλο παρά υπερβατική είναι – κι αυτό το γνωρίζουμε και το βιώνουμε σαν απόλυτη πραγματικότητα.

Παρόλο όμως που δεν δρούμε με βάση μόνο τα ένστικτά μας μέσα σ’ αυτήν, αλλά και μέσα από μία εσωτερική αναγκαιότητα που διαχωρίζει το ηθικό από το αντίθετό του, αντιλαμβανόμαστε εδώ ότι οι πράξεις μας εμπεριέχουν μια εσωτερική νομοτέλεια, ότι κάποιος ηθικός νόμος τις εμποτίζει.

Κι αυτό το γεγονός, οδηγεί στο υπερβατικό κατ’ απόλυτη σχεδόν αναγκαιότητα.

Πώς όμως επισυμβαίνει αυτό το άλμα από τα ένστικτα στο υπερβατικό; Ας σκεφτούμε μία εικόνα του σύμπαντος, οσοδήποτε υποκειμενική και να είναι αυτή.

Οφείλουμε εδώ να μην υπερβούμε τα όρια των δεδομένων της εμπειρίας και να συγκρατήσουμε με κάποιους φραγμούς αυτή την εικόνα, με κόπο ίσως και κάποια επιστημονική διδαχή.

Σ’ αυτό το τελευταίο μας προτρέπει ο Καντ, στο έργο του «Προλεγόμενα σε κάθε Μελλοντική Μεταφυσική» ( μτφ. Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, 1982 ).

Η όποια ηθικότητα σ’ αυτό το συμβάν που επιφέρεται από τη σύλληψη αυτής της εικόνας, έγκειται τόσο στον τρόπο που την αφήνουμε να επενεργήσει μέσα μας, όσο και στον τρόπο εκφοράς της προς τους άλλους.

Ο άνθρωπος είναι εφοδιασμένος με ελεύθερη ίσως βούληση και με μία αναπόσπαστη από αυτήν, προδιάθεση προς το καλό.

Αυτό ίσως πάλι είναι εύκολο να το εννοήσουμε μέσα σε εποχές ειρήνης και ευνομίας.

Το Σύμπαν απλώς μας επιτρέπει να ζούμε εντός του: είμαστε, ο καθένας μας, ένα όριο του Σύμπαντος όπου μας διακατέχει η γλώσσα. Η γλώσσα ρυθμίζει τη σκέψη μας, συνεπώς και τη συμπεριφορά μας.

«Μήπως έχω και τίποτ’ άλλο [μέσα μου] πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» -αναρωτιέται ο Διονύσιος Σολωμός. Κι ο νους, μέσα από τη γλώσσα διαλογίζεται. Οι αισθήσεις εποπτεύουν.

Κι αν «η καρδιά αγριεύει», αν αυτή «δεν βολεύεται», είναι γιατί δεν επιδέχεται φραγμούς, όρια: οφείλει να εξακοντιστεί προς την οσοδήποτε φαινομενική απεραντοσύνη ενός τεράστιου σε μέγεθος Σύμπαντος.

Και οφείλει να επιστρέψει στον εαυτό της την εμπειρία της, όσο και στην κοινότητα- μέσα από την επαφή. Κι αυτή η επαφή, ολοκληρώνεται από την κίνηση της καρδιάς που «χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης».

Γιατί είναι ανάγκη η επαφή – ανάγκη, αναγκαιότητα, μονόδρομος δηλαδή, του καθενός ανθρώπινου Είναι, του «ριγμένου μέσα στον Κόσμο» και ταυτόχρονα «έξω από αυτόν».

Η γλώσσα κινεί τα υπόλοιπα νήματα. Από την εγγενή δραστηριότητα της σκέψης μέχρι την συνεύρεση. Μέχρι την οικοδόμηση κάθε φιλίας, κάθε σχέσης κάτω από το φως.

Και το Σύμπαν ολόκληρο, μπορούμε ίσως να το δούμε σαν μια υπόσχεση. Μια υπόσχεση ευδαιμονίας. Οσοδήποτε μικρής, όσο τα ανθρώπινα ποιήματα, και οσοδήποτε μεγάλης, όπως μια μορφή διαλόγου με τη θεϊκή μακαριότητα, την μακαριότητα του Όντος.

Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας