Τόσο ο Καζαντζάκης όσο ο Πρεβελάκης συνταύτισαν την αποστολή τους ως συγγραφείς με την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας καθιστώντας την καθρέπτη της πνευματικής τους περιπέτειας, γιατί την εξέλαβαν όχι μόνο ως μέσο έκφρασης, αλλά πολύ περισσότερο ως φανέρωση της ηθικής ελευθερίας του ανθρώπου, γνώρισμα πνευματικό της γλώσσας που επισημαίνεται στην θαυμάσια μελέτη Γλώσσα και Λογοτεχνική Κριτική (Αθήνα 2002, σ. 178) του εξέχοντα καθηγητή και ακαδημαϊκού Χριστόφορου Χαραλαμπάκη. Τούτη είναι η συνισταμένη της συγγραφικής δημιουργίας των δύο κορυφαίων Κρητικών συγγραφέων, και θα πρέπει να κατευθύνει τη σκέψη μας κάθε φορά που προσεγγίζουμε το έργο τους.
Πρόκειται για αρετή δυσεύρετη στις μέρες μας, αφού καθένας που αραδιάζει μια ιστορία σε ακατέργαστη γλώσσα, συχνά πενιχρής παιδείας και γλωσσικής αισθαντικότητας, αυτοστεφανώνεται με τον κότινο του συγγραφέα, και η σύγχρονη πνευματική ένδεια των Μέσων Ενημέρωσης και της αδόκιμης κριτικής, επιβεβαιώνουν δυστυχώς τον τίτλο. Η μορφή όμως ενός λογοτεχνικού έργου – το λεκτικό ένδυμα που υπαγορεύει το ύφος του λογοτεχνικού κειμένου – ήταν κάποτε ίσης σημασίας με το περιεχόμενό του, και η μορφή είχε ιδιαίτερα απασχολήσει όλους τους κορυφαίους λογοτέχνες από τον Gustave Flaubert ως τον Ezra Pound, και τον T.S. Eliot.
Με την καλλιέργεια της μητρικής και δημοτικής γλώσσας σχετίζεται άμεσα η διαδικασία της μετάφρασης ως σημαντικής πτυχής του συγγραφικού έργου τόσο του Καζαντζάκη, όσο και του Πρεβελάκη. Το μεταφραστικό έργο του τελευταίου υπήρξε το αντικείμενο του βιβλίου που εκδώσαμε το 2014, μιας μελέτης που είχε διαφύγει ως τότε της νεοελληνικής και φιλολογικής κριτικής.
Στην μελέτη εκείνη έγινε φανερό ότι δια μέσου πλήθους μεταφράσεων οι δύο κρητικοί συγγραφείς καλλιέργησαν την γλώσσα, ως κύριο όργανο της τέχνης τους, και μελέτησαν τις ιδέες του ευρωπαϊκού πολιτισμού που θα τροφοδοτούσαν το πνεύμα τους, και θα καθόριζαν τις μυθοπλασίες τους. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να αναφερθώ στην περίφημη «πενταετή κοινοπραξία» τους που άρχισε το 1933, και περιελάμβανε κυρίως μεταφράσεις θεατρικών έργων της ξένης γραμματείας. Ο αναγνώστης θα βρει εκτιμήσεις για το θέμα αυτό στην έκδοση που προαναφέραμε.
Πρόκειται αναμφίβολα για την στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο δημιουργών, που επισφράγισε την αδελφική τους συμπόρευση στο χώρο της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής γραμματείας από τα πρώτα χρόνια της φιλίας τους. Αυτό συνάγεται από τις επιστολές της δεκαετίας του 1930, που αντάλλαξαν οι δύο συγγραφείς, δημοσιευμένες στα Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, καθώς και στις επιστολές του νεαρού Πρεβελάκη στον Καζαντζάκη που φυλάσσονται, ανέκδοτες ακόμα, στο αρχείο του Ιδρύματος και Μουσείου “Ν. Καζαντζάκη”.
Επιβάλλεται ωστόσο να επισημάνουμε ότι στον Πρεβελάκη η μετάφραση έργων ξένης λογοτεχνίας αναδεικνύεται τόσο ως κύριο στάδιο της προπαρασκευής του ως συγγραφέα, ποιητή και δραματουργό, όσο και ως μαρτυρία της πορείας του πνεύματός του, που τον ωθούσε να εξασκίσει την δημοτική γλώσσα σε έργα του κλασικού ευρωπαϊκού δραματολογίου, αλλά και να σταθεί δίπλα στους δραματουργούς του Κρητικού Αναγεννησιακού Θεάτρου, όπως ομολογεί ο ίδιος στο ‘Επίμετρο’ της 3ης έκδοσης της μετάφρασης του έργου του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα Η ζωή είναι όνειρο (1975). Το εγχείρημα φανερώνει, εκτός των άλλων, την προσήλωση του Πρεβελάκη στην παιδευτική αξία και αποστολή της τέχνης, την οποία διακήρυξε και σεβάστηκε περισσότερο από τον Καζαντζάκη, σε όλα τα λογοτεχνικά είδη που διακόνησε.
Πέρα όμως από το βιβλίο μας για το μεταφραστικό έργο του Πρεβελάκη, που τιμήθηκε από την έντιμη κριτική κορυφαίων συναδέλφων όπως του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη (Νέα Εστία, τόμ. 1877, Ιούνιος 2018, σελ. 175/183) και του Βάλτερ Πούχνερ (Παράβασις, τόμ. 15, τέυχ. 2, 2017, σελ. 282/286), ο καθένας από εμάς που έχει οξυμένη την συνείδηση από τη μελέτη μέρους, ή του συνόλου του έργου των δύο Κρητικών συγγραφέων που μνημονεύουμε, θα έθετε τα εύλογα ερωτήματα: Τι θα μπορούσε σήμερα να μας προσφέρει η σκέψη τους; Ποιές απαντήσεις θα είχε να δώσει το έργο τους στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας; Ποιούς δρόμους λύτρωσης μπορούν να μας δείξουν;
Δυστυχώς θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η παρακμή του δοκιμιακού λόγου στις μέρες μας, όπου η επιστημονική μέθοδος και η ακρίβεια του λόγου συνεπικουρεί και αναδεικνύει τον βαθύ λογισμό, η σπανιότητα μελετητών ευρείας ευρωπαϊκής μόρφωσης, ακόμα και η ευτέλεια των συναισθημάτων, δεν μας βοηθούν να εισέλθουμε στο οικοδόμημα της σκέψης των μεγάλων αυτών δημιουργών, και να συνομιλήσουμε νοερά μαζί τους, καθώς έκανε ο Καζαντζάκης με τον Θεοτοκόπουλο.
Πολλοί παραμένουμε στον πρόναο, αλλά τα μυστικά της δημιουργίας τους βρίσκονται στο άβατο, και εδώ χρειάζεται προετοιμασία όχι μόνο δια μέσου της κοινής γνώσης της λογοτεχνικής κριτικής ή της αισθητικής παιδείας, αλλά κυρίως δια μέσου των προσωπικών πνευματικών εμπειριών και αγωνισμάτων, που θα μας καταστήσουν άξιους να «μυρίσουμε το άριστον», όπως ποθούσε ο Ελύτης, να συναισθανθούμε δηλαδή εκ των έσω τον αγώνα τους, και να αξιοποιήσουμε τα πνευματικά τους επιτεύγματα, αναζητώντας απαντήσεις από το έργο και τη σκέψη τους.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω ένα παράδειγμα, μαζί με το δίδαγμα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε, από τον γενναίο λόγο που ο Καζαντζάκης άρθρωσε στο τέλος του βίου του, και σε πλήρη πνευματική ωριμότητα, όταν στις 28 Ιουνίου 1956 παρέλαβε το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη. «Η ελευθερία και η ειρήνη», είπε τότε, «είναι […] έξω από τα πλαίσια του υλικού κόσμου […]. Είναι θυγατέρες κι οι δυό του ανθρώπου, που τις γέννησε με ιδρώτα και με δάκρυα», εννοώντας ασφαλώς όχι μόνο την πολιτική, αλλά και την ηθική ελευθερία, που μαζί με την ειρήνη της συνείδησης των δικαίων αποτελούν αγαθά, που μπορεί να κατακτήσει ο πνευματικός άνθρωπος μόνο όταν πορεύεται σύμφωνα με τους νόμους της ηθικής, καθιστώντας την στοιχείο αναμέτρησης, καθώς υπαγόρευσε ο Αριστοτέλης.
Έτσι πράγματι πορεύτηκε ο Καζαντζάκης, με υποδειγματική αφοσίωση και ευθύνη, δημιουργώντας το έργο του με υπεράνθρωπο μόχθο, και δείχνοντας μεγαλοψυχία σε εχθρούς και φίλους κρατώντας, με τον κανόνα αυτό, το πνεύμα του ψηλά από κάθε ανθρώπινη ευτέλεια. Η «κρητική ματιά» του, τολμώ να πω, αυτό το νόημα θα έκρυβε. Πρόκειται για κανόνα ζωής, έναν κανόνα που ενστερνίστηκε και ο Πρεβελάκης από την αρχή της πνευματικής του πορείας, όπως μου είχε πει ο ίδιος.
Οι σοφοί λόγοι των ερημητών Πατέρων, που ο Καζαντζάκης και ο Πρεβελάκης θα γνώριζαν από τα «Γεροντικά» της Ερήμου, θα μπορούσαν ίσως να μας οδηγήσουν στην κατανόηση αυτού του κανόνα ζωής, επειδή είναι καθαρά πνευματικοί, απαλλαγμένοι από μάταιους διαλογισμούς και ραθυμοτόκες μέριμνες που ταπεινώνουν στη γη τη ζωή, και προξενούν την ακηδία του πνεύματος, επιφέροντας τον πνευματικό μαρασμό που κατήγγειλε ο Πρεβελάκης στο έργο του, αντιτάσσοντάς τον με την ζωοποιό δύναμη του «ζωντανού χρόνου». Στις μέρες μας ο πνευματικός μαρασμός, παράγωγο του κατακερματισμού του ανθρωπίνου Προσώπου (που πραγματεύεται η σύγχρονη θεολογία), οδήγησαν τον άνθρωπο στον πνευματικό μηδενισμό, όπως ορθά αποφάνθηκε ο Κώστας Τσιρόπουλος στο δοκιμιακό έργο του.
Τούτες οι διαπιστώσεις κάνουν αδήριτη την ανάγκη να εγκύψουμε αμερόπληπτα στο έργο των δύο Κρητικών συγγραφέων. Η εμπιστοσύνη και η αγάπη που ο Καζαντζάκης έδειξε στον Πρεβελάκη από την πρώτη στιγμή, κάνοντάς τον κοινωνό του πνευματικού αγώνα και των τραγικών ταλαντεύσεών του, μας προϊδεάζουν να αναγνωρίσουμε ότι οι κρίσεις του τελευταίου στο δοκίμιο του Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας (1958), αλλά και οι ομιλίες του στην Ακαδημία Αθηνών παραμένουν, ως σήμερα, οι εγκυρότεροι υπομνηματισμοί στο έργο του ‘Γέροντά’ του.
Και η ανάγνωση των επιστολών του Πρεβελάκη, με τις οποίες απαντούσε στον Καζαντζάκη, έχουν ορθά θεωρηθεί από την ερευνήτρια του αρχείου του Ιδρύματος και Μουσείου ‘Ν. Καζαντζάκη’ Παρασκευή Βασιλειάδου, και άλλους κριτικούς, ως πηγή πολύτιμων πληροφοριών επειδή αποκαλύπτουν τις διαφορετικές κατευθύνσεις του πνεύματος του νέου επικού της Οδύσσειας. Είχε πράγματι την τύχη ο Καζαντζάκης να καθρεπτισθεί σε έναν αράγιστο καθρέπτη, και τούτος του επέστρεψε ακέραιο το πραγματικό είδωλό του! Ευχόμαστε σύντομα το Ίδρυμα να προβεί στην δημοσίευση των επιστολών του Πρεβελάκη στον ΄Γέροντά’ του.Ας γίνουν οι λίγες αυτές γραμμές, που σήμερα γράφουμε, τιμώντας την σεπτή μνήμη του μεγάλου τέκνου του Ρεθύμνου και πνευματικού δασκάλου μου, αφορμή για την επανεκτίμηση της πνευματικής προσφοράς τόσο του ίδιου όσο και του Καζαντζάκη στο έθνος, με γνώμονα την πνευματική μας ανάνηψη και την επιστροφή στις ρίζες μας, πριν το ηθικό κενό που μας έχει κατακλύσει (και όπου όλα επιτρέπονται καταλύοντας την ιστορία και τις χιλιόχρονες παραδόσεις), επιφέρει την οριστική εθνική και πνευματική μας αλλοτρίωση.
Υπό το φως αυτών των σκέψεων ας δούμε και το αίτημα της ευθύνης μας απέναντι στους δυό Κρητικούς συγγραφείς. Και ας αναλάβουμε την ευθύνη αυτή αρχίζοντας από την εμβάθυνση στη γλώσσα τους. Ας ψηλαφίσουμε τον ενδιάθετο λόγο τους πίσω από την γλωσσική έκφραση, γνωρίζοντας ότι τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο Πρεβελάκης δεν οικονόμησαν μόνο την εκφορά ιδεών και εικόνων δια μέσου της γλώσσας, αλλά πολύ περισσότερο αναζήτησαν στη γλώσσα την λύτρωσή τους και τη δικαίωση της ζωής τους δια της πίστης στο έργο τους, κατά την επαγγελία του Παύλου. Για τον σκοπό αυτό ο Καζαντζάκης μπήκε στις συμπληγάδες της Οδύσσειας, που θεώρησε ως κύριο έργο του, και ο συναθλητής του Πρεβελάκης συνάθροισε στον Νέο Ερωτόκριτο, την «κιβωτό της ζωής του», τα πνευματικά βιώματα ολόκληρης ζωής, για να μας τα προσφέρει ως φώτα πορείας:
Το ποίημα χτίζω, σα βουνό να κρίνει τους ανθρώπους
και την ψυχή τους να τραβά σε επουράνιους τόπους.
Ένα βουνό παντοτινό και δίχως ασκημάδι,
να το ανεβαίνουν οι γενιές, να λησμονούν τον Άδη.
Θα ήθελα λοιπόν να προτείνω να μελετηθεί συγκριτικά η γλώσσα των δύο μέγιστων έργων των Κßρητικών συγγραφέων, – η γλώσσα και τα νοήματα της Οδύσειας σε σύγκριση με τη γλώσσα και τις ιδέες του Νέου Ερωτόκριτου – , από φιλολόγους, όπως είναι ο έγκριτος γλωσσολόγος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης (άριστα εξοικειωμένος, ως Κρητικός, με την γλώσσα και τους ιδιωματισμούς των δύο συγγραφέων), αλλά και από άλλους μελετητές, που θα ήθελαν να αποδυθούν σε αυτό τον άθλο. Θα μπορούσε έτσι να εορτασθεί μεταξύ του 2026 και του 2027, με ένα συνέδριο αφιερωμένο στη γλώσσα των δύο μεγάλων δημιουργών, η επέτειος της συμπλήρωσης σαράντα χρόνων από την κοίμηση του Πρεβελάκη, και εβδομήντα χρόνων από την εκδημία του Καζαντζάκη. Θα γίνει τότε εμφανέστερη η μοναδική γλωσσική αισθαντικότητα που διέθεταν, και οι άθλοι τους για την δημιουργία ενός πληθωρικού ιδιώματος που υπακούει όμως σε κανόνες ρυθμού και μέτρου, τάλαντο θεϊκό της πατρίδας Κρήτης που τα τέκνα της πολλαπλασίασαν και δόξασαν, παρόλο τον διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό τους στα χρόνια της ωριμότητας.
* Η Χρύσα Δαμιανάκη είναι καθηγ. ιστορίας της τέχνης και ευρωπαϊκού πολιτισμού