Για τη δεύτερη κυβερνητική θητεία γράφτηκαν πολλά και σχολιάστηκαν δυσμενώς όσα έπραξε ή πιο σωστά όσα δεν πραγματοποίησε, ενώ υποσχέθηκε προεκλογικά, η ΝΔ και η κυβέρνησή της. Τα βήματά της πάνω σε όλα τα κρίσιμα και ουσιώδη ζητήματα, μπορούν να χαρακτηριστούν, με απλά λόγια, ως δειλά, φοβικά και άτολμα, σε σχέση με τη σοβαρότητα η οποία τα χαρακτηρίζει. Ένα από αυτά, ήταν αναμφίβολα και το επίμαχο θέμα των σχολών παραρτημάτων μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών, ή ιδιωτικών, στην πραγματικότητα, πανεπιστημίων.
Μια λέξη όμως την οποία δεν τολμούσαν ούτε καν να προφέρουν και να χρησιμοποιήσουν τα καθ’ ύλην αρμόδια στελέχη του υπουργείου Παιδείας, για ευνόητους λόγους. Όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν επιπόλαιο να το αναμένει κανείς, αφού όλοι οι οργανισμοί προσδοκούν μικρό ή μεγαλύτερο κέρδος από την όποια ενέργειά τους. Δεδομένης της πλειοψηφίας των κυβερνητικών βουλευτών, αναμενόμενο και λογικό ήταν ότι ψηφίστηκε χωρίς πολλές και σοβαρές αναταράξεις, όχι τόσο από τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, αλλά παραδόξως και από την ίδια την κοινωνία η οποία σε γενόμενες, εκείνο το χρονικό διάστημα, δημοκοπήσεις ήταν υπέρ όλων αυτών στη χώρα μας.
Σε φοιτητικό επίπεδο, υπήρξαν δηλώσεις, διαδηλώσεις, κάποιες μικρής έκτασης και εύκολες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών και όλα τα γνωστά ψηφίσματα κατά του νομοσχεδίου, κυρίως από το ΚΚΕ, αφού η παρουσία των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι ισχνή και αμελητέα στους φοιτητικούς συλλόγους, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η ιστορία αυτή αποτελεί πλέον επίσημο νόμο του κράτους. Έτσι σήμερα φαίνεται ότι ένα ακόμα ιδεολογικό, περισσότερο, παρωχημένο κάστρο, γκρεμίστηκε και μάλλον χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό κόστος για την κυβερνώσα παράταξη.
Για τη χρησιμότητα των μη κρατικών Πανεπιστημίων, γράφτηκαν και ειπώθηκαν δημόσια πολλά όλο αυτόν τον καιρό. Οι περισσότεροι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η παρουσία αυτών των παραρτημάτων θα είναι χρήσιμη ποικιλοτρόπως για τη χώρα, αφού θα συμβάλλει σε ένα βαθμό στην ανάπτυξή της με νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν, μειωμένη μετανάστευση των νέων μας, παλινόστηση κάποιων από τους ξενιτεμένους επιστήμονες που θα φέρουν νέα αντικείμενα εκπαίδευσης στα οποία διακρίθηκαν ή ανέπτυξαν εκεί που βρίσκονταν, και ίσως αποτελέσει ακόμα και υπόδειγμα για την σωστότερη λειτουργία και διαχείριση των δικών μας πανεπιστημιακών σχολών. Όμως, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι το κέντρο βάρους και η αιχμή του δόρατος μιας χώρας, στο συγκεκριμένο πεδίο, αποτελούν τα κρατικά ή δημόσια πανεπιστήμια.
Στα καθ’ ημάς, τώρα, όλα αυτά παρουσιάζουν χρόνιες δυστοκίες σε πολλά ζητήματα της καθημερινότητας που μάλλον δεν εξαρτώνται μόνον από την όποια κεντρική χρηματοδότηση. Γνωρίζουμε για σχολές σε ακριτικές περιοχές με πρόσχημα την θωράκισή τους για εθνικούς λόγους, αλλά και για άλλες που βρίσκονται σπαρμένες σε μικρές πόλεις και κωμοπόλεις της χώρας μακρυά από τα γεωγραφικά σύνορα, για λόγους πίεσης είτε από πολιτικούς της περιοχής, είτε απαίτησης από την ίδια την κοινωνία για οικονομικούς λόγους, κυρίως ανάπτυξης.
Τι σοβαρότητα, λοιπόν, πανεπιστημιακής σχολής θα ανέμενε ακόμα και ο πιο φιλότιμος παρατηρητής, σε μια μικρή πόλη όταν οι φοιτητές δεν βρίσκουν σπίτι και οι καθηγητές τους έρχονται, διδάσκουν ένα μάθημα λίγες ώρες και φεύγουν την ίδια μέρα, χωρίς να παραμένουν στις θέσεις τους; Στα δικά μου αυτιά, ακόμα βουίζει το σύνθημα των συνταγματαρχών και του αρμόδιου υπουργού αθλητισμού της επταετούς χούντας, όταν περιφερόταν δεξιά και αριστερά λέγοντας ‘κάθε πόλις και στάδιο κάθε χωριό και γυμναστήριο’, ή αργότερα με την δημιουργία σε μικρές κοινωνίες κέντρων εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων στρατιωτών!
Και ναι μεν καλά είναι αυτά, δεν διαφωνεί κανείς, αλλά είναι εφικτή η κατασκευή και κυρίως η λειτουργία όλων αυτών ανά την επικράτεια; Την ίδια στιγμή δεν παραβλέπεται το γεγονός της άγριας κομματικοποίησης στο χώρο των δημόσιων πανεπιστημίων μας σε επίπεδο όχι μόνο φοιτητών, αλλά και διδασκόντων. Καταλήψεις, προωθήσεις ημετέρων, άγριος νεποτισμός ειδικά σε συγκεκριμένα τμήματα και σχολές, είναι γνωστά σε όλους και είδαν το φως της δημοσιότητας από τους ίδιους.
Αυτά και πολλά άλλα, φυσικά, θα συνεχίσουν βεβαίως να υφίστανται και μετά την ψήφιση του προαναφερθέντος νομοσχεδίου. Έτσι ο νόμος αυτός δεν διορθώνει σε ικανό βαθμό τις όποιες σημερινές αστοχίες και παραλείψεις των δημόσιων πανεπιστημίων μας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, αποτελεί ένα μικρό έστω βήμα για παραπέρα σκέψη και δράση όλων. Κυρίως της κατ’ όνομα ‘Αριστεράς’, η οποία απώλεσε αψυχολόγητα μια μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό της ως έναν πολιτικό οργανισμό με δημιουργικά οράματα για το μέλλον και όχι για την αέναη παραμονή της σε παρωχημένες, συντηρητικές και καταδικασμένες από την ιστορία απόψεις, συμπεριφορές και ενέργειες.
*Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι δ/ντής
Χειρουργικής-συγγραφέας