Περάσανε τα χρόνια και ήρθε καιρός που η Ιωάννα και ο Λεωνίδας γέρασαν πια και μείνανε μόνοι. Και όταν μείνανε μόνοι – χωρίς δουλειά, συνταξιούχοι – καταθλιπτικά ήταν τα χειμωνιάτικα απογεύματα, χωρίς παρέα μέσα στο βουβό και άδειο σπίτι. Οι γονείς τους είχαν πεθάνει χρόνια πριν.

Παιδιά κι εγγόνια παντρεύτηκαν και έφυγαν κι αυτά. Μόνοι τους στο σπίτι τα βράδια άκουγαν τις ειδήσεις  από την τηλεόραση, για να περάσει η ώρα μέχρι να πλαγιάσουνε για ύπνο. Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια από την αρχή, μονότονα, ανιαρά, χωρίς χαρά, θλιμμένα… Αλήθεια, η χαρά… Πώς δημιουργείται αυτό το αίσθημα μέσα μας; Από τι ξεκινάει; Ποιο είναι το έναυσμα, το αίτιό της;

Μείνανε οι δυο τους. Τουλάχιστον είχαν ακόμη κάποια παρέα για παρηγοριά: ο ένας τον άλλον. Κάτι ήταν κι αυτό. Τότε ο Λεωνίδας κοίταξε προσεκτικότερα την σύζυγό του. Καιρό είχε να την δει προσεκτικά. Πρόσεξε τα άσπρα μαλλιά της, που όταν την πρωτογνώρισε είχαν χρώμα χρυσόξανθο. Τι όμορφη που ήταν τότε! Πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της! Με τα χρόνια ο έρωτας ξεθύμανε. Έγινε απλή αγάπη. Και ύστερα σεβασμός και συνήθεια. Όλοι  μας επιθυμούμε να ζήσουμε χρόνια πολλά. Κανείς όμως δεν θέλει να τα ζήσει γέρος.

– Θες να κλείσουμε ραντεβού για κομμωτήριο αύριο;  την ρώτησε.   Εκείνη με λόγια δεν απάντησε, μόνο του έκανε νόημα κουνώντας το κεφάλι: «Όχι».

– Γιατί;  την ρώτησε. Κι εκείνη, αντί για απάντηση, δάκρυσε. Όρεξη δεν είχε. Την λυπήθηκε ο Λεωνίδας. Άπλωσε και της έπιασε το χέρι. Του ήρθε να κλάψει και ο ίδιος, όμως συγκρατήθηκε.

«Πού είναι η χαρά;» ξανασκέφτηκε. «Γιατί δεν χαιρόμαστε πια; Μείναμε μόνοι. Τι περιμένουμε από  ‘δώ και πέρα;  Τι;  Έλειψαν πια για μας οι ελπίδες. Καλύτερα άσ’  το. Ας μη το σκεφτόμαστε αυτό».

Πέρασε και αυτή η μέρα. Βράδιασε. Ούτε ένα τηλεφώνημα από κανέναν. Τους ξέχασαν όλοι. Κι  έκανε τόση ψύχρα απόψε…