Δευτέρα, στον συνήθη τόπο ανακοινώσεων, διάβασα την είδηση- ο παμπάλαιος φίλος, που συναντούσα στην οδό Οδηγητρίας (με τον ευγενικό βοηθό του), έφυγε ξαφνικά – ανέβηκε (πέρασε) βιαστικά τη σανίδα, στη βάρκα σκοτεινού κωπηλάτη, κρατώντας το νόμισμα στα χείλη.
Δεν καλοδιάβασα το κείμενο στο μαύρο τυπογραφικό κάδρο, πήρα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι έτρεξα στον τόπο της εκκλησίας της Αναστάσεως στα νταμάρια- στον αφιλόξενο τόπο -“κρανίου τόπο” κατά πολλούς.
Όταν κατάφερα να ξετρυπήσω, αφού γύρισα μπρος πίσω την λεωφόρο Κνωσού, κατάλαβα ότι έγινε κάποιο λάθος ο ιερωμένος του ναού με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμιά εκδήλωση την Δευτέρα.
Κατάλαβα αργά ότι διάβασα λάθος, τσαγκαροδευτέρα, Τρίτη έγραφε η ανακοίνωση και ξεκίνησα πολύ προσεκτικά την επομένη.
Ο Γιώργος Ξυλούρης, στην μέση της μοντέρνας εκκλησίας, με υποδέχτηκε ασυνήθιστα σιωπηλός. Όλοι γύρω ήταν συνοφρυωμένοι, γνώρισα κάποιους κοινούς φίλους.
Δυο κληρικοί έψαλαν σωστά την “εξόδιο” ακολουθία, ο γνωστός κριτικός Γεωργουσόπουλος έγραφε προχτές ότι είναι ποιητικό αριστούργημα, θα του άρεσε του Γ.Ξ.
Σκέφτηκα, τον κοίταξα φευγαλέα, σαν να αχνογέλασε μια στιγμή.
Η αίθουσα ξερή, γεωμετρική, κρύα, με απωθούσε…
Τι γυρεύουμε εδώ; Εύκολα μεταφερθήκαμε στην Αγία Παρασκευή, τη γειτονιά του, του άρεσε, ξέρω πως θα ‘ λεγε: “μπράβο που με καταλαβαίνεις, όπως ο Μύρων” θα συμπλήρωνε μέσα απ’ τα δόντια του, να μην ακουστεί. Θυμήθηκα τον καθηγητή μου στην Τρίτη Τάξη, που μου έμαθε γράμματα ελληνικά, μου έδειξε πώς να φτιάξω μια βάση για την σκέψη και την έκφρασή μου από το ετερόκλητο πλήθος των υλικών που μάζευα με μανία.
Ακόμα, να βλέπω κάτω από την επιφάνεια, την εξυπνάδα, την ικανότητα και τα αισθήματα των λαϊκών ανθρώπων.
Όταν το βλέμμα μου γύριζε στο ημίφως στις ζωγραφιές του Μιχάλη Βασιλάκη, έφτασα στην γωνιά της κολόνας της εισόδου, νομίζω τον διέκρινα αχνά, κόντρα στο φως της εισόδου, ο ίδιος όπως τον είχα σχεδιάσει όταν ήμουν 14- 15 χρόνων.
Ο Μύρων Μιχαηλίδης λίγο αδύνατος, με πιο βαθιές χαρακιές, κάθετες κι οριζόντιες στο πρόσωπό του. Τότε (ως καθηγητής μου) με πρόσεχε χωρίς να το καταλαβαίνω, δεν μ’ άγγιζε το βλέμμα του, που έκρυβαν τα πάντα τα σκοτεινά γυαλιά του, μα επηρέαζε τα βήματά μου, χωρίς διορθώσεις – από γνώση ή ένστικτο του ιδανικού οδηγού: δεν δείχνει: σε κάνει να σκεφτείς – να βρεις το δικό σου δρόμο. Συγκεντρώθηκα στην τελετή, στις περίεργες λέξεις “εμείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι…”.
Ο Γιώργος Ξυλούρης σαραντάρης κι εγώ πολύ νέος, φωτογράφος και αρχιτέκτων της ανασκαφής του Ζάκρου αντίστοιχα, σε ένα απάτητο (τότε) ιδανικό ακρογιάλι, με το ζεύγος Σακελλαράκη (που έκανε τον μήνα του μέλιτος), τον σοφότατο και γραφικότατο Νικόλαο Πλάτωνα, με τη Σωσώ, την παχουλή νέα του σύζυγο κι ένα νήπιο τέκνο…
Κι ένα ζωηρό συνεργείο εργατών και τεχνιτών δημιουργούσε ένα πολύβουο μελίσσι που απομονωμένο από τον άλλο κόσμο, έψαχνε θησαυρούς άγνωστους.
Η ιεραρχία ήταν καθορισμένη, τα καταλύματα ανάλογα, ο πρίγκιπας (Πλάτων), οι υπουργοί κι οι βαλέδες του… ένα σπίτι για τον πρώτο, μερικά ξύλο-παραπήγματα για τους δεύτερους και σκηνές του στρατού για εργαζόμενους πληβείους.
Ο Leon και η Harriet Pomerance, το ζεύγος των χρηματοδοτών, τακτοποιήθηκε όταν ήρθε, είχε γίνει κάποια πρόβλεψη.
Η δεύτερη κατηγορία ενώθηκε και οργανώθηκε αμέσως, συνεργάστηκε συντροφικά, με την προλεταριακή, η εποχή ευνοούσε αγώνες και… πάλη ταξική, για να λύσουμε το θέμα τροφής και διαλειμμάτων… και κάποιας διασκέδασης.
Κι έγιναν τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο, έναν μήνα όλον όλον. Αποκαλύφθηκε μέσα από τα χώματα το χρηματοκιβώτιο, μην φανταστείτε φλουριά και χρυσάφια…
Ούτε κάσα και αρχαία κλειδιά, μα δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή χωρίς σπουδαία ευρήματα: πέτρινα, μαρμάρινα, χάλκινα, πήλινα, από ορεινά κρύσταλλο… ήταν, όπως έλεγαν οι ντόπιοι, πατωσές πατωσές. Το «πλατωνικό όνειρο» είχε πάρει σάρκα και οστά, το πέμπτο μινωικό ανάκτορο ήταν μπροστά μας.
Οι δυσκολίες είχαν ξεχαστεί, το όνειρο μιας τηγανιτής πατάτας, ενός ζεστού μπάνιου…
Και δέθηκαν φιλίες που κράτησαν μια ζωή με τους Σακελλαράκηδες και τον Γιώργο Ξυλούρη…
Κι η ζωή συνεχίστηκε, πέρασαν χρόνια και χρόνια… κάθε ένας «εφ’ ω ετάχθη»
Στο επάγγελμα, τις σχέσεις του, τη ζωή του.
Ο φωτογράφος, στην καρδιά της πόλης μας είχε δημιουργήσει ένα στέκι ευχάριστο.
Από χρόνια συνέχισε την πιο δημιουργική δουλειά του στο Μουσείο Ηρακλείου, που κάποτε βρέθηκε και ο επιστήθιος φίλος του Μύρων Μιχαηλίδης, που από τα καθήκοντα του επαρχιακού δασκάλου προτίμησε την βυζαντινή αρχαιολογία στην οποία διέπρεψε, εξαντλώντας τίτλους και διακρίσεις και την υπαλληλική ιεραρχία της.
Οι δυο φίλοι, αν και απομακρύνθηκαν πολύ, ο ένας στο Βορά κι ο άλλος στον Νότο, διατήρησαν μέχρι τέλους την στενή φιλία τους.
Ευγενικός, καλλιεργημένος, προσηνής, ευπροσήγορος, ο φωτογράφος βελτίωσε την τεχνική, συμπλήρωσε και τα απαραίτητα ακριβά εργαλεία του και αναδείχθηκε ως φωτογράφος αρχαίων θεμάτων, χωρών, αντικειμένων κλπ – κρατώντας βέβαια την αναπτυγμένη καλλιτεχνική πλευρά της εργασίας του.
Άργησα να εκτιμήσω την ποιότητα της φωτογραφίας του Γ. Ξ., η ανάγκη της καθημερινής δουλειάς και το μεροκάματο, οι υπάρχοντες επαγγελματίες, που ασκούσαν φιλότιμα το έργο τους δεν άφηναν περιθώρια καλλιτεχνικών επιδιώξεων.
Όμως όταν στα πρώτα φοιτητικά χρόνια συνάντησα τον γεωπόνο φωτογράφο Κώστα Φλέγκα, συνεργάτη του Τσαρούχη, καλλιτέχνη χωρίς αμφιβολία, έμαθα και είδα τι μπορεί να ‘ναι μια απλή εκτύπωση μιας εικόνας.
Και τότε «είδα» ξανά δυο φωτογραφίες που είχα του Γ.Ξ. Κατανόησα ό,τι κρυβόταν, στο ασπρόμαυρο φόντο, ότι μπορεί να αποτυπώσει ο φακός, όταν τον χρησιμοποιεί ένας φωτισμένος καλλιτέχνης.
Μετά την Μεταπολίτευση δημιουργήθηκε η πρώτη κρατική σχολή φωτογραφίας, μάθαμε πως από πολλά χρόνια λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη πανεπιστημιακές σχολές, με μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα.
Πάντα τον δρόμο τον ανοίγουν ιδιώτες στη χώρα μας, αλλά οι αγκυλώσεις δεν χάνονται, κι επειδή τώρα και με την ψηφιακή εξέλιξη, ο φακός είναι στα χέρια των πάντων, υποβαθμίζουμε πάλι αυτήν την εικαστική τέχνη.
Κι όμως δεν διαφέρει από τις άλλες, απλώς θέλει λιγότερο κόπο, όλοι μπορούμε να σχεδιάσουμε, να μάθουμε δυο νότες, ένα όργανο, να συνθέσουμε έναν στίχο (μια μαντινάδα) να παίξουμε στο ερασιτεχνικό θέατρο, όμως δεν ασκούμε καμία τέχνη κι οι περισσότεροι διακοσμούμε μόνοι μας τους χώρους μας.
Ο Γ.Ξ. είναι ο δεύτερος στην πόλη μας που άσκησε την τέχνη της φωτογραφίας, ο πρώτος ο μουσουλμάνος Μπεχαεντίν, πριν έναν αιώνα, δεν είναι γνωστό το όνομα τόσο, αλλά τα έργα του κοσμούν όλα σχεδόν τα καφενεία και τις ταβέρνες μας. Ο Γιώργος Ξ. πιο γνωστός, μα τα σημαντικά έργα του κρύβονται σε επιστημονικές μελέτες, σε βιβλία ειδικά, στα αρχεία των μουσείων, είναι εν πολλοίς άγνωστο το έργο του.