Ο Γιώργος Πλατανάκης στην πρώτη του ποιητική συλλογή “Ηράκλειο του πελάγους”, που τρέφεται από μνήμες της γενέθλιας πόλης, είχε εντυπωσιάσει με την ωριμότητα της σύλληψης και την επίμονη επεξεργασία της μορφής.

Ο ποιητής, ψηλαφώντας στη συλλογή εκείνη τα πολλαπλά ιστορικά ρήγματα του μικρού τόπου, αποκαλύπτει την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και πραγματώνει μια επιδέξια διαπίδυση από τον εξωτερικό στον εσωτερικό χώρο, στο χώρο της συνείδησης, την οποία έχει συγκλονίσει βαθύτατα η επίγνωση του κακού. Με τολμηρές λεκτικές και νοηματικές συζεύξεις, με ύφος και ήθος κρυσταλλωμένο, με έναν μετρημένο λυρισμό, μια υπόγεια ειρωνεία κι έναν πικρό σαρκασμό, ο ποιητής εκφράζει την αλήθεια του σε μια ποίηση σεμνού αλλά υψηλού στοχασμού.

Τον υψηλό αυτό στοχασμό αναγνωρίζουμε και στην δεύτερη ποιητική συλλογή του με τον σεμνό τίτλο Επιτάφιος Ψίθυρος από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η συλλογή συγκροτείται από δύο ενότητες: την «Πύλη της άμμου» και τα «Χάρτινα φαγιούμ». Και στις δύο ο ποιητής συνεχίζει να εγκιβωτίζει σπαράγματα μνήμης, να αντιμάχεται τη σκληρότητα του καιρού. Συνδέεται ξανά με την παράκτια πόλη με την πλούσια ιστορία και τους πολλούς θρύλους. Εισέρχεται σ’ αυτήν από την αφανή πλέον «Πύλη της άμμου», συνοδοιπορεί με τους αγίους της, που γυρνούν τις νύχτες απ’ τα πέλαγα «κι αθόρυβα ανεβαίνουν στα ξωκλήσια», με τους νεκρούς της που «περπατούν πάνω στα τείχη», με τις ψυχές που «αφρίζουνε κάτω στην τάφρο». Κι από το παρελθόν στο παρόν: στην ανοιξιάτικη πασχαλιά που «ανακαινίζει τα ερειπωμένα τείχη», στα λαμπερά χαμόγελα που «κρέμονται στην κουπαστή του μεθυσμένου πλοίου», στο πουλί που «ψαλιδίζει τον ορίζοντα κάθε δειλινό» και η θάλασσα «πέφτει από τον ουρανό».
Ο ποιητής ανοίγεται ακολούθως στο πέλαγος, στις πόλεις-βράχια που μοιράστηκαν τη ζωή του και που «λικνίζουν την ανίατη νοσταλγία του». Με την ανάδρομη ορμή ενός ονείρου παιδικού, επιχειρεί να ενώσει τα σκορπισμένα κομμάτια της ψυχής του. Αντιπαλεύει με την τέχνη του τη σκληρότητα του καιρού, συνοδοιπορεί «με τον γέροντα που μάχεται καρτερικά», γαληνεύει για λίγο πλάι στο μικρό παιδί και συνεχίζει να παίζει με την κιθάρα του μια «μπαλάντα παράφωνη».

Στη καρυωτακική μπαλάντα του χωρεί η μελαγχολία του απογεύματος με το βασίλεμα στον ουρανό, καθώς «ο πατέρας βασιλεμένος κι αυτός», η περιδιάβαση στην πόλη που «γέρνει προς το βράδυ» κι όπου αναζητά «έναν τοίχο ανάγκης», η επιγραφή του συνοικιακού φροντιστηρίου που «σηκώνει όλη τη θλίψη για το μέλλον», τα μικρά φώτα των σπιτιών που φτάνουν ώς τη θάλασσα «λιτανεύοντας κάποιες ελπίδες».

Με τη μέθοδο των ελεύθερων συνειρμών ο ποιητής συνδέει το εξωτερικό τοπίο με την εσωτερική αγωνία και ο λόγος του βυθίζεται στα ανθρώπινα. Με διάθεση εμφανώς φιλοσοφική βλέπει στη μοίρα των σπιτιών την τύχη των ανθρώπων («οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών»), ψηλαφεί τη φθορά, διαβάζει τη ζωή μας στη ροή του Αλμυρού ποταμού «που κρύβει τις πηγές του», θρηνεί την απουσία στην εικόνα των απλωμένων ρούχων που δείχνουν «τις άδειες αγκαλιές τους».

Ο ποιητής θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, αγγίζει με ευαισθησία τις πληγές του καιρού μας. Σκιαγραφεί την τραγικότητα της μοναξιάς στο πρόσωπο του καθηλωμένου από ανίατη πάθηση ηλικιωμένου, που μιλά μόνος του για ώρες, που ανοίγει πρόθυμα την πόρτα, όταν χτυπούν, όταν, έστω για να εισπράξει τα κοινόχρηστα, ήρθε για λίγο κάποιος να τον δει και μέσα στην απάνθρωπη ερημιά του, για ένα χαμόγελο ζεστό, για μια κουβέντα, για λίγο ενδιαφέρον, έστω τυπικό, αισθάνεται πως πρέπει να πληρώσει.

Ο ποιητής πονά για τον ανεμοδαρμένο πρόσφυγα («σπασμένο φοινικόφυλλο / στο πέλαγος το Λιβυκό»), για το ξεπούλημα της ιστορίας και των αξιών μας στο βωμό της τουριστικής «αξιοποίησης», για την ανθρώπινη μωρία και την κενότητα, όπως εκφράζονται στις γιορτές μας, με «ουρές στις τράπεζες και στα μεγάλα εμπορικά». Συμπάσχει με τους σύγχρονους λεπρούς της οδού Σπιναλόγκας, μπαίνει στα χωρίς νερό και ρεύμα σπίτια τους, επισκέπτεται τον άστεγο στο χάλασμά του και στηλιτεύει τους «νέους αργυραμοιβούς» της παρακμασμένης εποχής μας.

Στα «Χάρτινα φαγιούμ» η φθορά και η απανθρωπιά αποκτά πρόσωπο συγκεκριμένο. Η με ειδικές ανάγκες Γεωργία Καϊσαρλή, αδύναμη να βαδίσει στον γεμάτο «εμπόδια κι αδύνατες προσβάσεις» κόσμο μας με την «κατειλημμένη ράμπα» του, οδεύει προς «τις ανοιχτές, ολόφωτες λεωφόρους, / αφήνοντας το κόκκινο αμαξίδιο», την αδιάφορη οδό Ικάρου και τον κόσμο της συντριβής.

Η νεαρή Χρύσα Δουλγεράκη αφήνει οριστικά πίσω της τον πικρό καημό («πόσα χεράκια τρυφερά θα σταυρωθούν / με τις βελόνες της μιας χρήσης»). Ο «συμπολίτης των πουλιών, ο τολμηρός ορειβάτης Θεόφιλος, «κλείστηκε» στο μόνιμο καταφύγιο της ανίατης αρρώστιας. Ο Μανώλης, ο αχθοφόρος «με τα γυριστά μπατζάκια, / με το καρότσι του γεμάτο / από τις αμαρτίες μας», μεταρσιώθηκε μαζί με το καρότσι του, χωρίς ν’ αφήσει ούτε τ’ όνομά του, αυτός που γλύτωσε παιδί απ’ του Μάλεμε τις φλόγες κι ήρθε στον Χάνδακα να ζήσει σαν χαμάλης μιαν υπερήφανη και άσπιλη ζωή, ο Μινωτάκης Εμμανουήλ του Παναγιώτη.

Αλώβητος πλέον ο Μανώλης (ο Μανώλας, όπως τον φωνάζαμε) στην αγκαλιά του Θεού. Η τέχνη θα ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό όλων μας θα τον απαθανατίσει και θα τον πενθήσει. Αλλά η τέχνη του Γιώργου Πλατανάκη, όσες κι αν είναι οι πληγές του κόσμου μας, δεν μένει στον οδυρμό. Μέσα από τις εικόνες της φθοράς ψάχνει επίμονα διόδους προς το φως. Γιατί η ποίηση, όπως ωραία είπε ο Χριστόφορος Λιοντάκης, «ματαιώνει το μάταιο».
Ο ποιητής νιώθει τώρα ασφάλεια κρατημένος από εκείνο «το χερουβικό χεράκι:

Κι ήταν σα να με σήκωσες εσύ
σα να με πήρες απ’ το φαγωμένο βράχο
και να με βάπτισες ξανά.

Γαληνεύει δίπλα στο μικρό παιδί, γιατί, όταν τα σύννεφα στον ουρανό πληθαίνουν, το παιδί «κοιτά μια ηλιαχτίδα που διέφυγε», και είναι έτοιμος για τη θυσία:

Με σένα που ζητάς γωνίτσα παραδείσου
στην αποψιλωμένη μαύρη γη,
που θα μπορούσα να διαλύσω βράχια ολόκληρα
για ένα λιθαράκι στη σφεντόνα σου,
που ζωγραφίζεις συνεχώς χαρούμενες καρδιές,
για την καρδιά μας που είναι λυπημένη.

Ο ποιητής αγωνιά για το παιδί. Σκέφτεται «τι τρικυμίες, τι φορτία θα σηκώσουν» οι μικροί ώμοι που έχει μπροστά του «και τι φριχτά μαχαίρια θα δεχτούν». Μα πάλι έχει την πικρή χαρά για το έργο του αυτό «των δώδεκα ετών», «που σύντομα θα παίζεται σε άλλη οθόνη, / πολύ πολύ μακριά». Δεν έχει άλλη ελπίδα να πιαστεί. Γιατί μόνο το παιδί τον αποσπά από την άφατη σκληρότητα του κόσμου μας, από τον ενδότατο πόνο, από το οδυνηρό ρίγος που τον διαπερνά. Γιατί μόνο το παιδί-ελπίδα του επιτρέπει να διασπάσει το κλίμα του ζόφου και να περάσει, όπως η τέχνη απαιτεί, στην κατακτημένη, μέσα από την πικρή άρνηση, κατάφαση της ζωής.

Η ποιητική αυτή πρόθεση υλοποιείται με ένα λόγο επίμονα λεπτουργημένο. Γιατί η γραφή λογοκρίνει δεξιοτεχνικά το συναίσθημα. Ο άλλοτε δραματικός και άλλοτε στωϊκός διαλογισμός και η αναμέτρηση με το κακό μετατρέπονται σε διαπάλη με μια γλώσσα που αντιστέκεται. Με έναν ανάλαφρο, χαριτωμένο λόγο που πηγάζει από πλούσιες συναισθηματικές πηγές και διαβάζεται απνευστί. Γιατί η ποίηση έχει τις ρίζες της στην καρδιά του ανθρώπου. Στην ανθρώπινη ανάσα, λέει ο Σεφέρης. Μια ανάσα όλο το βιβλίο του Γιώργου Πλατανάκη.

Ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό, όπως το θέλει ο Πλάτωνας.
Ποιήματα όμορφα, με ανανεωμένη εκφραστική, χαμηλούς τόνους, καινοφανή σύμβολα, αριστουργηματικές εικόνες (δείτε, για παράδειγμα, το ποίημα «Αλμυρός ποταμός»), έξυπνες επινοήσεις και πρωτοτυπία σύλληψης, πικρό χιούμορ και υπόρρητη ειρωνεία, που συνιστούν μια ποιητική φωνή εντελώς νέα: υποκειμενική, εσωτερική, μουσική. Μια ονειρική και πραγματική ταυτόχρονα ενατένιση των ανθρωπίνων ή, αλλιώς, μια σπουδή στην ανθρώπινη ευαισθησία.

 

* Κριτική φιλολόγου Αντωνίου Καρτσάκη, για την ποιητική συλλογή “Επιτάφιος Ψίθυρος”.