Άλλο ένα θύμα γυναικοκτονίας προσμετράται στον απολογισμό της φετινής χρονιάς έως αυτή τη στιγμή. Είναι η έκτη για το 2024. Ο ζοφερός κατάλογος των θυμάτων συνεχίζεται παρόλες τις επισημάνσεις, τις καταγγελίες, τις τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα, προκαλώντας εύλογα την ερώτηση για την δυνατότητα τελικώς να ξεφύγει μια γυναίκα από τη “σκιά“ που την καταδιώκει, άπαξ και πέσει σε κακοποιητικό σύζυγο, σύντροφο, πατέρα ή γιο.
Τελικά πώς να γλιτώσουν αυτές οι γυναίκες; Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) μία από τις κύριες αιτίες θανάτου των γυναικών ηλικίας 16 έως 44 ετών, διεθνώς, είναι η δολοφονία από κάποιο οικείο πρόσωπο. Το 2012, ο Π.Ο.Υ. όρισε τη γυναικοκτονία ως φόνο εκ προθέσεως εξαιτίας του φύλου της, δηλαδή επειδή απλώς είναι γυναίκα.
Με τη Διακήρυξη της Βιέννης για τις γυναικοκτονίες ο Ο.Η.Ε. ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε διαφορετικά είδη γυναικοκτονίας: για λόγους τιμής, σε ένοπλες συγκρούσεις, εξαιτίας ταυτότητας φύλου, ως βρεφοκτονία επί τη βάσει φύλου, ως αποτέλεσμα ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων.
Στη δική μας κοινωνία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίαρχη αναδεικνύεται η γυναικοκτονία που προέρχεται από τη συντροφική βία. Τον Απρίλιο του 2018 το Ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης (γνωστή ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.
Σε αυτήν περιλαμβάνονται όλες οι μορφές βίας: σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική, καθώς και οι απειλές τέλεσης τέτοιων πράξεων, ο εξαναγκασμός ή η στέρηση της ελευθερίας. Κανένας ειρμός και μοτίβο δεν φαίνεται να υπάρχει πίσω από αυτά τα εγκλήματα, η γυναικοκτονία αφορά όλες τις ηλικίες, ποικίλες συνθήκες και διαφοροποιημένο κοινωνικό υπόβαθρο, αναδεικνύοντας την καθολικότητα του φαινομένου.
Καμία γυναίκα δεν είναι ασφαλής λόγω χρήματος, μόρφωσης, τάξης ή επαγγελματικής ανεξαρτησίας. Είναι αποδεκτό ότι οι γυναικοκτόνοι έχουν συχνά παρελθόν βιαιοπραγίας. Το θηρίο τρέφεται επί μακρόν. Δεν είναι νομοτελειακό να υπάρχει ειδική ανάγκη, έλλειψη, ελάττωμα ή ψυχικός ζόφος για να προβεί κάποιος σε πράξεις που επίκεντρο έχουν την επιβολή εξουσίας.
Εξουσία που ο γυναικοκτόνος ασκεί πάνω στο κορμί, στην ψυχή, ακόμη και στα παιδιά της, γεννημένα ή αγέννητα. Άλλωστε η θεωρητική βάση της γυναικοκτονίας είναι ότι ο δολοφόνος θεωρεί τη γυναίκα κτήμα του, ότι του ανήκει και δεν μπορεί να διανοηθεί ότι έχει δικαίωμα να τον χωρίσει.
Το 2012 μία στις 4 Ελληνίδες άνω των 15 ετών που ρωτήθηκε απαντούσε “Ναι” σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για βία εναντίον της από σύντροφο ή μη σύντροφο. Παράλληλα, η διευρυμένη χρήση του διαδικτύου και η αύξηση της διαδικτυακής κακοποίησης (revenge porn και διαδικτυακή χειραγώγηση), οδήγησαν σε διπλασιασμό των θυμάτων ψυχολογικής βίας στη χώρα το 2021.
Ταυτόχρονα αύξηση παρατηρείται στους δείκτες βίας μεταξύ ανηλίκων, με καθημερινές συμπλοκές που αναμεταδίδονται και στα ειδησεογραφικά δελτία. Η περίοδος της πανδημίας φαίνεται να υπήρξε κομβική για την Ελλάδα καταγράφοντας μεγάλη αύξηση στις γυναικοκτονίες το 2021 (από 19 περιστατικά το 2020 σε 31 το 2021).
Στην πραγματικότητα σύμφωνα με το Ελληνικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (E.O.F. / femicide.gr) δεν γνωρίζουμε αν οι γυναικοκτονίες έχουν αυξηθεί γιατί δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα συγκρίσιμα στοιχεία, πιθανά δηλαδή να είναι πολύ περισσότερα.
Τελικά πού βρισκόμαστε σήμερα; Μοιάζει η ίδια η κοινωνία να είναι εχθρική απέναντι στην γυναικεία ζωή συντελώντας από χίλιες πλευρές στην συνέχιση του φαινομένου και τούτο επειδή έχει εμπεδωμένη την αντίληψη της γυναικείας κατωτερότητας και επομένως η γυναίκα αξίζει τα χειρότερα.
Η έμφυλη βία κι η γυναικοκτονία απορρέουν από αυτήν την αντίληψη. Η ανεκτικότητα της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας, η αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ και η διάχυση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν βοηθάει. Όταν τα ίδια τα θύματα κατηγορούνται («σκέψου όμως τι θα του έκανε!») ή ανακυκλώνονται τίτλοι όπως «έγκλημα ερωτικής αντιζηλίας» στοιχιζόμαστε ουσιαστικά με τη μεριά του δράστη.
Είναι αλήθεια ότι κάτι φαίνεται πλέον να αλλάζει: η κοινωνία αφυπνίζεται και οι κρατικοί θεσμοί δείχνουν σημεία εγρήγορσης, αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει είναι ο βαθμός αφύπνισης και επίγνωσης, καθώς και το ότι η χρήση του όρου γυναικοκτονία συμβάλλει στην ανάγκη ανάδειξης, διερεύνησης, κατανόησης και πρόληψης.
Σε ένα ζήτημα με ρίζες κοινωνικές δεν αρκεί η θεσμική αντιμετώπιση. Πρέπει να ανατρέξουμε στις ρίζες της ίδιας της κοινωνίας, στο πώς αναθρέφουμε τα αγόρια μας.
Ο Στάθης Δημητριάδης είναι Md, PhD, γενικός χειρουργός, επιμελητής Α’ Χειρουργικής Κλινικής Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου