Με τα δύο σχεδόν χρόνια πείρας από την πανδημία και συμβίωσης με τα διάφορα στελέχη του κορονοϊού, το θέμα των γιατρών, των νοσηλευτών και του αριθμού τους ήρθε πολλάκις στην επικαιρότητα, όχι μόνο στο τόπο μας, αλλά και διεθνώς.
Ας εστιασθούμε όμως στα ημέτερα. Απόδειξη περί αυτού, η εναγώνια αναζήτηση γιατρών και νοσηλευτών για να στελεχώσουν αίθουσες επειγόντων περιστατικών, μονάδες εντατικής θεραπείας και άλλα κρίσιμα τμήματα των νοσοκομείων μας.
Έγιναν και συνεχίζονται συζητήσεις σε εφημερίδες, ομιλίες, γράφτηκαν άρθρα, και ακόμα ειπώθηκαν αρκετά και σε δραματικό τόνο, κατ’ επανάληψιν στη Βουλή. Παρακάμπτοντας την επιθυμία και την δυνατότητα ή όχι των όποιων κυβερνώντων, διαχρονικά, όσον αφορά την στελέχωση των τμημάτων αυτών, ας δούμε την κατάσταση λίγο πιο αναλυτικά.
Ένα βασικό ερώτημα που βασανίζει και πρέπει να απασχολεί συνεχώς, είναι που οφείλεται η συγκεκριμένη έλλειψη υγειονομικού προσωπικού κυρίως στο δημόσιο σύστημα υγείας, γιατί στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν κάποιες διακριτές διαφορές. Με δεδομένο τον αριθμό ιατρικών σχολών, επτά για την ώρα στη χώρα μας, και με τον αριθμό των γιατρών που αποφοιτούν ετησίως δεν θα έπρεπε να υφίσταται τέτοιο πρόβλημα.
Ο απόφοιτος της ιατρικής σχολής έχει υποχρέωση να υπηρετήσει σε ένα αγροτικό ιατρείο, μόνος, παρέα με την όποια ανεπάρκειά του και την παντελή έλλειψη βοήθειας, ώστε το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι η διακομιδή του σοβαρού περιστατικού σε πλησιέστερο κέντρο υγείας ή νοσοκομείο, με την προϋπόθεση πως υπάρχει διαθέσιμο και κατάλληλο μέσο για αυτή τη διαδικασία.
Το δυστύχημα είναι πως η υποχρέωση υπηρεσίας εκεί, δεν είναι δεδομένη αφού κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζει η σχετική νομοθεσία. Έτσι για μερικούς είναι υποχρεωτική, για άλλους αφού τελειώσουν την ειδικότητά τους, για άλλους απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στη χώρα, κοκ. Προχωρώντας ηλικιακά, ο γιατρός οφείλει να ειδικευτεί σε κάποιο τομέα ιατρικής της αρεσκείας του.
Με τον σημερινό νόμο πρέπει να αναμείνει τη σειρά του μόνο για συγκεκριμένες ειδικότητες, ενώ σε αρκετές υπάρχει προκλητική απροθυμία. Και ενώ παλιότερα, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ήταν απασχολούμενος σε άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες, σήμερα προτιμάει τον ξενιτεμό του. Πρώτος μισθός στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., σχεδόν τετραπλάσιος του δικού μας, με κόστος ζωής κάπου διπλάσιο του ελληνικού.
Έτσι σήμερα παρά τις διάπλατα άδειες θέσεις για ειδίκευση, οι περισσότερες μένουν αδειανές, ενώ σε ορισμένες απαιτητικές ειδικότητες, όπως για παράδειγμα την Αναισθησιολογία, παρατηρούνται δραματικές ελλείψεις και μάλιστα σε επικίνδυνο βαθμό. Πέρα από την οικονομική παράμετρο, κρίσιμης σημασίας θέμα είναι η επαγγελματική ανέλιξη και αποκατάσταση των γιατρών.
Εν προκειμένω, βασικής σημασίας είναι η δυνατότητα μιας Κλινικής να χορηγεί τίτλο ειδικότητας, χωρίς τα απαραίτητα εχέγγυα, στοιχειώδες πρόγραμμα εκπαίδευσης, συνεχή αξιολόγηση και έλεγχο από ιατρικούς και κρατικούς φορείς, και το σπουδαιότερο χωρίς δικαίωμα πρόσληψης των καλύτερων και απομάκρυνσης των ανεπαρκών για την συγκεκριμένη ειδικότητα γιατρών. Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά, αλλά εκείνα μάλλον αφορούν κάποιο άλλο άρθρο και κοινό.
Συνεχίζοντας, ποιος άραγε ειδικευμένος γιατρός δέχεται ετήσιες συμβάσεις με ανύπαρκτο μέλλον και επαγγελματική ανέλιξη; Έτσι οι όποιες ανανεώσεις των συμβάσεων, κοινώς παρατάσεις, με τις χρονοβόρες συνήθως διαδικασίες, μερικώς μόνο καλύπτουν τις απαραίτητες ανάγκες του συστήματος, όπως διαπιστώσαμε άπαντες την τελευταία χρονική περίοδο. Αν μεταφέρουμε τη συζήτηση στις πανεπιστημιακές κλινικές και στις προκηρύξεις νέων θέσεων μελών ΔΕΠ, τα πράγματα είναι απείρως χειρότερα.
Εκεί τις δεκαετίες που πέρασαν είδαμε προκηρύξεις με έναν μόνον υποψήφιο (!) και σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, τη στιγμή που στο ΕΣΥ για μια θέση νοσοκομειακού γιατρού υπήρχαν πολλαπλάσιες αιτήσεις. Γιατί άραγε; Ο νεποτισμός και η προτίμηση ημετέρων αποτελεί συχνά τον κανόνα, σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις και την αρθρογραφία πολλών εξ’ αυτών. Πως θα επαναπατρισθεί λοιπόν ο ξενιτεμένος μας γιατρός; Με φωτογραφικές προκηρύξεις θέσεων; Φυσικά όχι!
Αυτά έχουμε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία μέσα στην ιατρική κοινότητα και εύλογο και επιτακτικό το ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι. Μα μετά απ’ όλα αυτά, η απάντηση είναι δεδομένη και εύκολη, αρκεί να υπάρχει θέληση των υπεύθυνων φορέων και κυρίως του επίσημου κράτους. Η τελευταία περιπέτεια με την πανδημία, έφερε επιτακτικά μπροστά το θέμα των γιατρών μας και αν η πολιτεία δεν αρχίσει σοβαρά να ασχολείται με το ζήτημα αυτό, στο μέλλον θα εισπράξουμε άπαντες τα αποτελέσματα της αδιαφορίας μας.
Απαιτείται νέο προσωπικό στα νοσοκομεία μας, με αρκετό προσδόκιμο χρόνο εργασίας μπροστά του και διαδικασία κυλιόμενης γνώσης, εκπαίδευσης και συνεχούς μετάδοσης πείρας από τους παλιότερους στους νεότερους. Δεν απαξιώνουμε ούτε και παρακάμπτουμε το ρόλο των νοσηλευτών μας στα νοσοκομεία. Και γι’ αυτούς ισχύουν τα ίδια και απαράλλαχτα με κάποιες βέβαια μικρές συντεχνιακές, ως επί το πλείστον διαφορές, εξοντωτικά κυκλικά και επικίνδυνα για τη ζωή τους ωράρια, και μισθούς οι οποίοι προσεγγίζουν εκείνους του ταμείου ανεργίας.
Παρ’ όλα αυτά τα κακά το νυν υπάρχον σύστημα υγείας της χώρας μας, καταφέρνει ακόμα και εκπαιδεύει γιατρούς τους οποίους δυστυχώς κερδίζει κάποιο άλλο κράτος, συνήθως της Ευρώπης. Κάποιες αλήθειες πρέπει να λέγονται σε συνεχόμενη βάση, με την προσδοκία κάποτε να βρουν τη σωστή τους θέση. Γιατί οι σχετικές στρεβλώσεις είναι πολλές και σοβαρές, αλλά γνωστές στους περισσότερους. Αλλά η πραγματικότητα, διαχρονικά, ζοφερή!