Συμπληρώθηκαν φέτος 2.500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, που καθόρισε την πορεία και την ιστορία όχι μόνο του αρχαίου ελληνικού κόσμου αλλά και του δυτικού. Ηρωική είναι και η μάχη των Θερμοπυλών, δεν παύει να είναι, όμως, μια ήττα.

Από τη μια πλευρά των εμπολέμων ήταν ο ενωμένος στόλος των ελληνικών πόλεων, στη Σαλαμίνα, ο οποίος δεν υπερέβαινε τις 325 τριήρεις και εννέα πεντηκοντόρους, κατά τον Ηρόδοτο.

Από την άλλη, ο περσικός διέθετε 1.207 πολυεθνικά πλοία υποταγμένων εθνών και λαών και 3.000 πεντηκοντόρους, κατά τον ίδιο ιστορικό, αλλά και κατά τον Αισχύλο, όπως επιβεβαιώνει και ο Α. Coster, τα νεότερα χρόνια.

Tο περσικό εκστρατευτικό σώμα, πεζικό, ιππικό και ναυτικό, περιελάμβανε σαράντα επτά υπόδουλα έθνη και λαούς, τους οποίους απαριθμεί ο Ηρόδοτος, μαζί “και τα νησιωτικά έθνεα, τα εκ της Ερυθράς θαλάσσης επόμενα”.

Επικεφαλής της εκστρατείας ήταν αυτοπροσώπως ο βασιλιάς των Περσών, Ξέρξης, σε αντίθεση με τη σπουδαία νίκη του Μαραθώνος, όπου συμμετείχε τμήμα περσικού στρατού, με επικεφαλής τον Δάτη και και τον Αρταφέρνη.

Κύριο χαρακτηριστικό, ειδικά του περσικού ναυτικού, ήταν ότι τα πλοία τα διοικούσαν Πέρσες ευγενείς αξιωματικοί, για τον λόγο ότι δεν είχαν εμπιστοσύνη στον αχταρμά των πληρωμάτων, από τους πολύχρωμους εθνικούς υποτελείς τους.

Έτσι, οι “επιβάτες”, οι πεζόστρατοι πάνω στα πλοία, είχαν σκοπό όχι μόνο να πολεμήσουν τους αντιπάλους αλλά και να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη στάση των πληρωμάτων.

Η επιτυχής έκβαση της ναυμαχίας, εν πολλοίς, οφείλεται στο στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή: Δυο πλαστοί χρησμοί εκ μέρους του, για να πείσει τους Αθηναίους, η στρατηγική θέση στο στενό της Σαλαμίνας, η εκμετάλλευση του καιρού, ειδικά ο ούριος άνεμος που έπνεε στο στενό.

Επίσης, για να κάμψει την άποψη των Πελοποννησίων να πλεύσουν στον Ισθμό, έστειλε τον δούλο και παιδαγωγό των παιδιών του, Σίκινο, κρυφά, στους Πέρσες, για να πει ότι οι Έλληνες, τρομαγμένοι, σκέφτονται τη φυγή. Τέλος, το στρατηγικό σχέδιο για την ίδια τη ναυμαχία, με το πλεονέκτημα των ελληνικών πλοίων, έναντι των περσικών.

Σημασία έχει, επίσης, το γεγονός ότι στις περσικές δυνάμεις υπήρξε, την ώρα της ναυμαχίας, απουσία αλληλεγγύης ανάμεσα στις μοίρες των διαφόρων υποτελών λαών και, ως εκ τούτου, ακολούθησε μοιραία σύγχυση.

Και αυτό, γιατί τα περσικά πληρώματα αποτελούσαν ορδές της Ανατολής, εν αντιθέσει με τους Έλληνες, έστω και με τις όποιες στρατηγικές διαφωνίες τους, των οποίων ο αγώνας ήταν εθνικός: “υπέρ βωμών και εστιών”, με τον παιάνα “Ίτε, παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα…”.

Όπως, επακριβώς, αναφέρει ο Πλούταρχος, οι Έλληνες αγωνίσθηκαν “ανδρεία μεν και προθυμία κοινή των ναυμαχησάντων, γνώμη δε και δεινότητι τη Θεμιστοκλέους”.

Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που αυτοπροσώπως Πέρσης βασιλιάς εστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, στη διάρκεια των περσικών πολέμων. Θα λέγαμε ότι, προπάντων όλων, ουσιαστικότερο πλεονέκτημα των Ελλήνων ήταν η πολιτειακή δομή των πόλεων-κρατών, έναντι των αντιμαχόμενων.

Για τους Έλληνες ήταν το ότι ακόμη και στη Σπάρτη, ήδη από το 700 π.Χ., υπήρχε η Εκκλησία του Δήμου, ενώ στην Αθήνα από τον 6ο αιώνα ο Σόλων και ο Κλεισθένης προχώρησαν στη θεμελίωση της Δημοκρατίας.

Αντιθέτως, στους Πέρσες επικρατούσε ο αυταρχισμός του ανατολίτη ηγεμόνα και η υποταγή των λαών εξ Ανατολής, της Αιγύπτου και Αραβίας. Υπήρξαν, δηλαδή, διαφορές πολιτικές και πολιτισμικές, συν τοις άλλοις, που είναι επίκαιρες και σήμερα.

Πάλι στην Ανατολή υπάρχει ένας νέος λαός, ο τουρκικός, στον οποίο ουσιαστικά επικρατεί ο ανατολίτικος αυταρχισμός και η κατ’ επίφαση Δημοκρατία.

Ένας λαός ο οποίος διαχρονικά και στο μέγιστο μέρος του διαθέτει τα ίδια μογγολικά χαρακτηριστικά της δράσης του, της επιδρομικής αγέλης.

Εξ αρχής, από την περίοδο του Οθωμανισμού, δομικό του στοιχείο ήταν οι κατακτήσεις και το “τζιχάντ”, δηλαδή η ανατολίτικη επιθετική νοοτροπία της κατάκτησης και λεηλασίας, μπολιασμένη με τον ισλαμικό φανατισμό.

Το ίδιο συμβαίνει, όμως, και με το σύγχρονο τουρκικό κράτος, από το 1923 και εξής. Η επιθετικότητα, η λεηλασία, η εθνοκάθαρση Αρμενίων, Ποντίων Ελλήνων, Χαλδαίων, Κούρδων, Σύρων, Ιρακινών, Κυπρίων, Λίβιων και πάλι σήμερα Αρμενίων.

Έχει, μάλιστα, το χαρακτηριστικό ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας είναι διαποτισμένες από την ίδια επιθετική νοοτροπία της αγέλης, εναντίον όλων των γειτόνων και όχι μόνο.

Εδώ είναι, συνεπώς, το λάθος της δικής μας εξωτερικής πολιτικής, κατ’ αρχήν του κατευνασμού. Έχουμε τη στρεβλή αντίληψη, λόγω της δικής μας πολιτισμικής κληρονομιάς, ότι η Τουρκία μπορεί να συμπεριληφθεί στον πολιτισμικό κορμό της Δύσης.

Ενταγμένοι και προσαρμοσμένοι στην πολιτισμική νοοτροπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε τις κατακτητικές βλέψεις και απαιτήσεις των Τούρκων να τις διευθετήσουμε με τον καθωσπρέπει διάλογο και τις διεθνείς συνθήκες.

Όπως αναφέραμε, όμως, εσχάτως σε κείμενό μας (εφ. “Πατρίς”, 28/9/2020), το βασικό στοιχείο της Τουρκίας, διαχρονικά, είναι η μη τήρηση των συμφωνιών, η βουλιμία, η επιθετικότητα και η έλλειψη της “μπέσας”. Ως εκ τούτου, απαραίτητο είναι, εκτός των άλλων, η όποια επαγρύπνηση, όπως εσχάτως, ώστε να μας υπολογίζει.

Δυστυχώς, από την ίδια λαθεμένη αντίληψη διαπνέεται και ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδυασμένη με τα διαχρονικά οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Θεωρεί ότι η Τουρκία διαθέτει δημοκρατία δυτικού τύπου και ενώ δεν έχει επιθυμία, προσπαθεί να την εντάξει στο Δυτικό κόσμο, χωρίς η ίδια να το θέλει.

Καιρός, λοιπόν, η εξωτερική πολιτική και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αλλάξει τη στάση ισορροπίας που ακολουθεί και συν τοις άλλοις να κατανοήσει ότι έχει να κάνει με ένα επιθετικό λαό της Ανατολής, που ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται, από την εμφάνισή του ως σήμερα. Σχεδόν στο σύνολό τους, ως λαός, θέλουν να παραμείνουν στις ρίζες τους, στη στέπα.

* Ο Αντώνης Σανουδάκης -Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας – συγγραφέας