Πόσοι άραγε αναγνωρίζουν τον Γιάννη της λαϊκής ρήσης. Είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας. Όταν η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διόρισε τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας εκείνος έκανε ένα μακρύ μοναχικό ταξίδι στην Ευρώπη προσπαθώντας να εξασφαλίσει πόρους και συμμάχους για το κράτος που αγωνιζόταν να γεννηθεί. Οι ξένοι παρακολουθούσαν με επιφύλαξη τη συγκεκριμένη γέννα. Ο δε τοκετός τους προξενούσε ανάμεικτα συναισθήματα. Ο μελαγχολικός κυβερνήτης αφού κατέβαλε απέλπιδες προσπάθειες με ράθυμους τραπεζίτες και ενοχλημένους βασιλιάδες κατέπλευσε τελικά για την Αίγινα. Αυτό που αντίκρισε ήταν χειρότερο από αυτό που φανταζόταν.

Ρακένδυτοι άνθρωποι, πλάσματα βρόμικα και θλιβερά, φρικτά φαντάσματα πολέμου, άνδρες με στραπατσαρισμένο ηθικό, χωρίς ελπίδα, γυναίκες που θήλαζαν στους δρόμους και τον κοιτούσαν με απόγνωση. «Μονάχα τα παιδιά μας έχουμε και σένα» του φώναζαν για καλωσόρισμα. Φαινόταν επιτακτικό να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Να καταπραΰνει τον πόνο, να ξορκίσει τη φτώχεια και την πείνα, να καταπνίξει τις έριδες, να βρει άμεσα έναν τρόπο το νεογέννητο κράτος να μπορέσει να αναπνεύσει, να βγάλει την πρώτη του κραυγή στην ελευθερία.

Το τέλος δεν γινόταν να το ξέρει -ίσως το τέλος να μην έχει έρθει ακόμα διακόσια χρόνια μετά- γνώριζε τι ήταν σε θέση ο ίδιος να πράξει. Κι αυτό έπραξε. Η κατάργηση του Συντάγματος -ενός δίκοπου ξυραφιού στα δάχτυλα ενός άγουρου έθνους- που τον έχρισε μισητό σε μερίδα Ελλήνων του χάρισε τη δυνατότητα να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Δρόμοι, σχολεία, τράπεζα, ορφανοτροφεία, συντεταγμένος στρατός και πατάτες.

Το περιστατικό με τους φρουρούς να φυλάνε το εξωτικό φορτίο στο λιμάνι και τον λαό ύστερα από την αρχική δυσπιστία να τις κλέβει, είναι ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς θρύλους της νεοελληνικής διαδρομής μας. Το ασουλούπωτο ταπεραμέντο των Ελλήνων έδωσε κλότσο στο αδράχτι της ιστορίας. Η τελευταία πράξη παίχτηκε μια Κυριακή στον Άγιο Σπυρίδωνα του Ναυπλίου. Ο αμφιλεγόμενος κυβερνήτης πέφτει νεκρός από τη σφαίρα της μισαλλοδοξίας, μαζί του και η πιθανότητα μιας καλύτερης μοίρας του ταλαιπωρημένου από πολέμους και εμφύλιους λαού.

Τα λόγια του ηθικού αυτουργού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη δέκα χρόνια αργότερα, χαρακτηριστικά: «Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τόνε ματαβρεί και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…». Για τον ίδιο τον Καποδίστρια το τέλος σήμαινε αναγνώριση της πολιτικής του: «Θα έρθει κάποτε η μέρα που οι Έλληνες θα εννοήσουν τη σημασία της θυσίας μου». Προτιμούσε άλλωστε τον θάνατο από την εξαπάτηση ενός λαού που του είχε εμπιστευτεί το ριζικό του.

Για τη λεηλατημένη χώρα σήμαινε αυτοκτονία. Η λαϊκή αφοσίωση έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη μετά την εκτέλεση του κυβερνήτη, ώστε να κυριαρχεί η ιδέα πως αν με ένα παράλογο θαύμα ο Καποδίστριας σηκωνόταν από το μνήμα του, οι Έλληνες θα έπεφταν στα γόνατα και θα τον προσκυνούσαν. Θα μου πείτε πως όλα αυτά διόλου δε μοιάζουν ξένα ή αξιοπερίεργα στους περισσότερους. Η παρούσα συγκυρία θυμίζει ξανά -και ξανά- εμπόλεμη κατάσταση.

Πόλεμος με τον ιό, με τους αρνητές παντός όπλου εναντίον του, πόλεμος με τον χρόνο, πόλεμος με τη λογική, πόλεμος με τον κακό μας εαυτό. Ως Έλληνες έχουμε παράδοση στην άρνηση, στη συνωμοσιολογία, στον διχασμό, στην απειθαρχία. Μονίμως μαχόμαστε με μια αποκρουστική νέα τάξη που θέλει να μας επιβληθεί και καταλήγουμε να πετροβολάμε το αυτονόητο. Μας σώζει ένα στιβαρό τείχος ανεξήγητης εν τέλει σωφροσύνης, μια υποβόσκουσα ιστορική αυτοπεποίθηση και η καλή μας τύχη να γεννηθούμε κάτω από τον πιο γαλάζιο ουρανό του κόσμου, έναν ουρανό που ανοίγει διάπλατα το μυαλό και τη διάθεση.

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, ενίοτε όμως αποπειράται να αυτοκτονήσει. Ας βάλουμε με ψυχραιμία προτεραιότητα να μην καταρρεύσουμε και έπειτα να σηκώσουμε ξανά τις ζωές μας και την πατρίδα μας. Διαφορετικά οι θυσίες γνωστών και άγνωστων ηρώων που τόσο αγαπάμε να απαξιώνουμε ή να λατρεύουμε, δυο αιώνες μετά θα δυσκολευτούν να βρουν αξιόλογο αντίκρισμα. Όταν αργά ή γρήγορα, δύσκολα ή εύκολα, περάσει το κακό που ζούμε, εμείς θα κεράσουμε, εμείς και θα πιούμε. Διακόσια χρόνια φαγούρας είναι αυτά. Χαλάλι μας.