Ο Γιάννης Καστιγάκης ή «Καστίγος» ήταν ένας λυράρης που δεν ακούστηκε σχεδόν ποτέ το όνομά του, με εξαίρεση ένα μόνο άρθρο που είναι αναρτημένο στο διαδίκτυο. Ήταν από το χωριό Αλιτζανή του Δήμου Μινώα Πεδιάδος. Η κ. Πηνελόπη Χρονάκη-Καστιγάκη, κόρη του Γιάννη Καστιγάκη ή «Καστίγου», μένει σήμερα σε έναν οικίσκο μαζί με 15 άλλες οικογένειες στο Αρκαλοχώρι του Δήμου Μινώα Πεδιάδος, από αυτούς που έχει δώσει το κράτος μετά τους τελευταίους καταστροφικούς σεισμούς του 2021. Το χωριό της είναι η Αλιτζανή, χωριό του ίδιου Δήμου.1

Στη συνέντευξη που μου έδωσε, ανέφερε πολλά πράγματα για τον πατέρα της. Tο παράπονό της ήταν ότι, ενώ ο πατέρας ήταν ένας πολύ καλός λυράρης, κανένας δεν βρέθηκε να μιλήσει γι’ αυτόν, σαν να μην έζησε ποτέ στο χωριό του.2

Τα παράπονά της τα είχε εκφράσει σε τοπικούς πολιτικούς και σε καλλιτέχνες που έτυχε να τον γνωρίσουν γιατί από το 1945 και μετά ο πατέρας της είχε γυρίσει σχεδόν όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια ανέφερε ότι στο χωριό της έπαιζαν γνωστοί καλλιτέχνες όπως οι Νίκος Ξυλούρης και Σπύρος Σηφογιωργάκης, γιατί υπήρχαν πέντε μαγαζιά, στα οποία είχαν παίξει και ήταν όλα γεμάτα.

Στο ένα μαγαζί έπαιζε ο πατέρας της και στο άλλο ο Σηφογιωργάκης. Όπως είπε η κ. Πηνελόπη, «…μετά που σχόλασε ο Σηφογιωργάκης ήρθε από πάνω στο γλέντι του πατέρα μου, σαν να τσι βλέπω τώρα, εκάτσανε (κάθισαν) μετά που διάλυσε και ο πατέρας μου, εκουβεδιάσανε τα’ πιανε (ήπιανε μαζί) και κάνανε παρέα.

Τότε σε όλα τα πανηγύρια, σε όλα τα γλέντια και τους γάμους, ερχότανε και από την Επισκοπή και ήτανε η Αλιτζανή όλο γλέντι. Πρώτα απ΄όλα, τον πρώτο Κρητικό σκοπό που λέμε εμείς εδώ, δηλαδή το Μαλεβιζιώτη, όπως τον έπαιζε ο πατέρας μου δεν εβρέθηκε ακόμα άνθρωπος να τονε παίξει. Τότε παίζανε και ταγκά, ρούμπες, βαλς, όλα αυτά τα παιζε ο πατέρας μου. Ο πασαδόρος του τούλεγε τότε,  να πάνε στην Αθήνα να γράψουνε δίσκο. Θυμάμαι που έπαιξε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας γιατί τον άκουσα και μάλλον πως ήλεγε ο πασαδόρος του μια μαντινιάδα (μαντινάδα):

Σαν θες να πιείς κρυγιό (κρύο) νερό, έβγα στο μπαμπουράκι

και για ν ακούσεις κοντυλιές να βρεις τον Καστιγάκη.3

Το όνομα του πασαδόρου του ήτανε Αντώνιος Φασουλέτος και παίζανε μαζί πολλά χρόνια. Αυτός ήτανε πρόσφυγκας (πρόσφυγας) από τη Μικρά Ασία και στο διωγμό, εφύγανε οι συχωρεμένοι, πεινασμένοι, αξυπόλητοι (ξυπόλητοι), ευρέθηκε επαέ αξεκάρφωτος (ξεκάρφωτος) χωρίς κανένα συγγενή, αδερφό, έχασε τον πατέρα, τη μάνα και ευρέθηκε δω, μεγάλωσε δω. Μετά, μέσον Ερυθρού Σταυρού, ηύρηκε  τον πατέρα του, τη μάνα του στην Κάρπαθο.

Ύστερα παντρεύτηκε εδώ  στην Αλιτζανή και πήρε μιαν Αλιτζανιώτισα και ήκαμε κι αυτός 4-5 παιδιά, αλλά τα παιδιά αυτά τα είχε καωμένα (κάνει) όταν εγνώρισε τη μάνα και τον πατέρα και τα αδέρφια».

Από τις υπόλοιπες αναμνήσεις που είχε από τον πατέρα της ανέφερε, «…θυμούμαι, τον είχα ακούσει κι ήλεγε, επήγα στο Θραψανό αξυπόλητος (ξυπόλητος) λέει, ήτανε 14 χρονών  τα πόδια μου λέει δεν φτάνανε κάτω να πατήσω στην καρέκλα και όπως ήπαιζα (έπαιζα) λέει άκουσα κάποιο να λέει, συγνώμη που θα το πω, “…ω το μπάσταρδο λύρα την παίζει”.         Όπως είπε η κ. Πηνελόπη, «…τον καιρό που μάθαινε λύρα, η μάνα του είχε μια ξύλινη κουτάλα.

Και ήπιασε λέει την ξύλινη κουτάλα εκεί που καθότανε στο Αρκαλοχώρι που ήτανε ερείπιο σχεδόν και την ήξυσε και ήκοβγα λέει κάτι αθανάτους που είχανε μέσα κλωστές και με αυτές ήφτιαξε το δοξάρι και ήμαθε λύρα.4

Αρχείο της κ. Πηνελόπης Χρονάκη-Καστιγάκη
η Όλγα Γεροβασίλη

Η ιστορία της κατασκευής λύρας και δοξαριού μοιάζει με την περίπτωση του γνωστού μακαρίτη λυράρη Νίκου Σκευάκη από το Τυμπάκι. Ο Καστίγος έφτιαξε λύρα χρησιμοποιώντας μια ξύλινη κουτάλα, ενώ ο Σκευάκης την κατασκεύασε από Αθάνατο. Το δοξάρι του Καστίγου ήταν από ίνες Αθανάτου, ενώ το δοξάρι του Σκευάκη ήταν από τρίχες γαϊδουριού. Επίσης, ενώ στην περίπτωση του Καστίγου, το δοξάρι δεν χρειαζόταν ρετσίνι ή κάτι άλλο για μπορεί να παίξει, ο Σκευάκης χρησιμοποίησε λιβάνι.

Οι γονείς του όπως είχε πει σε συνέντευξη που μου έδωσε το 2004, τον έστελναν στα χωράφια τους με λαχανικά και φρούτα της εποχής στην περιοχή της μικρής παραλιακής Εκκλησίας της Παναγίας της Πυργιώτισσας που βρίσκεται ανάμεσα στον Κόκκινο Πύργο και το Καλαμάκι για να τα προσέχει.

Μία μέρα πήγαν μαζί με το φίλο του τον επίσης μακαρίτη Αντώνη Μαθιουλομανωλάκη ή «Τζυμπραγαντώνη» και το μεσημέρι που ξάπλωσαν να ξεκουραστούν για λίγο στην καλύβα που υπήρχε εκεί ο Αντώνης παρατήρησε ότι ένα από τα ξερά φύλλα της από το κακτοειδές φυτό ‘Αθάνατος’ γνωστό βοτανολογικά ως ‘Αγαύη’, που  έμοιαζε με λύρα.

Το παρατήρησε και ο Νίκος και αμέσως άρχισαν να ψάχνουν για χορδές, στηρίγματα κ.λπ. Βρήκαν δύο καρφιά στα οποία προσάρμοσαν μία μόνο χορδή από σύρμα Γερμανικού καλωδίου και έφτιαξαν μία πρόχειρη λύρα. Χρειαζόταν όμως και δοξάρι που ο Νίκος κατασκεύασε κόβοντας τις τρίχες από την ουρά ενός γαϊδουριού που έβοσκε εκεί κοντά. Επειδή νόμιζε ότι το κερί ήταν κατάλληλο για ρετσίνι πήγε στην Εκκλησία όταν άκουσε ήχο λύρας και νόμισε για μια στιγμή ότι επρόκειτο για κάτι ανεξήγητο που δημιουργούσε φόβο.

Αποφάσισε όμως να μπει και βρήκε  ένα χωριανό του να παίζει μια κανονική λύρα που του υπέδειξε ότι στις τρίχες του δοξαριού έβαζαν τότε λιβάνι. Αφού ετοίμασε το δοξάρι και γέμισε τις τσέπες του με λιβάνι ετοιμάστηκε άρχισε αμέσως να παίζει όσα τραγούδια είχε ακούσει και περπατώντας έφτασε μέχρι την πλατεία του χωριού ακολουθούμενος από μία ορδή νέων και ηλικιωμένων που τον επευφημούσαν.5

Θυμούμαι μόνο ότι ήτανε φραμπρικάρης (βοηθός) σε ελαιουργείο το πρωί όταν θελα σηκωθεί να βάλει το πατελόνι (πανταλόνι) του, δεν είχενε πρέπει ο συγχωρεμένος άλλο, ήτανε από χοντρό και φτηνό πανί, που το λέγαμε μεις ράσινο (από ράσο) και τον άκουγα …γου, γου, γου, και μουρμούριζε που δεν εμπορούσε να το βάλει από τον πολύ κατσίγαρο (υγρά απόβλητα) που σήκωνε απάνω, από την κρυγιάδα (κρυάδα) πούχενε (που είχε). Αυτός ήκαμε πολλές  φαμπρικαρωσύνες (μεροκάματα σε ελαιουργεία), ή θα βγανε πηγάδια  των αθρώπω (ανθρώπων), ήσκαφτε (έσκαπτε)και ήτανε και λυράρης».

Πολλές φορές τον καλούσαν να πάει σε γάμους και άλλα γλέντια σε μακρινά χωριά της Βιάννου όπου χρειαζόταν και δέκα μέρες για να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Τότε δεν υπήρχαν πολλοί λυράρηδες.

Ήταν ο Ηρακλής από την Επισκοπή, κάποιος Μανώλης από το Αλάγνι και ένας Μικρασιάτης με το παρατσούκλι «Νταντάλας» από τη Βιάννο. Τότε πηγαίνανε με ή με τα πόδια ή στον Τσούτσουρα με τα γαϊδουράκια, σε όλο το Λασίθι, στη Μεσαρά και όπως είπε, «…μόνο στο Ρέθυμνο ετά πέρα, δεν είχε έρθει φαίνεται. Ε…Μετἀ, το 1941 πήγε φαντάρος και όταν γύρισε, με τη λύρα που ήφτιαξε, εμεγάλωσε τα πέντε παιδιά που έκαμε ο συγχωρεμένος.

Επήγαινε παντού, παντού,  ήτανε ξακουστός λυράρης την εποχή εκείνη. Είχε και ένα φίλο στο χωριό, που κάνανε παρέα, ήτανε του γλεντιού κι αυτός και τού λεγε “Γιάννη παίξε μου πέντε δραχμώ (δραχμών) χορό” και τονε παρανομοιάζανε (παρανομάζανε) μετά ο “αξίας του ταλίρου (τάλιρου)”, έτσι τον έλεγε ο πατέρας μου».

Τέλος, περιέγραψε πως  έχασε τον αδελφού της. Όπως είπε, «… είχα ένα αδελφό που ήτανε φαντάρος και τότε ξαναγίνηκε (ξαναγίνετε) Λάρισα-Θεσσαλονίκη άλλη μια τράκα τότε και σκοτώθηκε ο αδερφός μου. Από τότε κι έπειτα, ο πατέρας μου δεν ήπιασε μπλιό τη λύρα, ήπαθε (έπαθε) Πάρκινσον, ήτρεμε (έτρεμε) στα χέρια ντου δεν μπορούσε να ξαναπαίξει. Από τότε κι έπειτα σταμάτησε και το 1990 πέθανε.

1 Όπως αναφέρει το GTP, ένα Δίκτυο Ταξιδιωτικών Μέσων που προσπαθεί συνεχώς να ανυψώσει τον Ελληνικό Τουρισμό, (https://www.gtp.gr/LocPage.asp?id=1174&lng=1) το παλιό όνομα του χωριού ήταν Αλιτζανή (από τη λέξη «άλικος = ροδόχρωμος» χρώμα που έχουν ακόμη τα χώματα του χωριού ή από την προσωνυμία της Παναγίας Αλικιανής). Άλλη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις είναι ότι το όνομα δόθηκε από τον Βενετσιάνο φεουδάρχη που ονομαζόταν Τζανής και αμέσως μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς ασπάστηκε το μουσουλμανισμό για να μη χάσει τις περιουσίες του.

Το καινούργιο όνομα που πήρε ο Βενετσιάνος φεουδάρχης ήταν Αλής. Έτσι από το όνομά του Αλή Τζανή ονομάστηκε και το χωριό του Αλιτζανή. Το δυσεξήγητο στην περίπτωση αυτή είναι η ορθογραφία του ονόματος όπως αυτή μας παραδίδεται από τα έγγραφα με τη γραφή Αλιτζανή και όχι Αλητζανή. Με τη μόδα που παράσυρε και πολλά άλλα χωριά κατά τη δεκαετία του 1960 άλλαξε το όνομά του σε Αρχοντικό, θάβοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του.

2 14/2/2024

3  Το μπαμπουράκι, που σε άλλα μέρη της Κρήτης λέγεται παπουράκι ή παπούρι, σημαίνει ορεινή περιοχή, ύψωμα.

4 Τα φύλλα του αθάνατου θυμίζουν λόγχες που φυτρώνουν σε κυκλική διάταξη από τη βάση του φυτού. Βλέπε,www.mistikakipou.gr.

5 Απόσπασμα από βιβλίο που βρίσκεται στο στάδιο της συγγραφής με θέμα το Θανάση Σκορδαλό και  τη ζωή των λαϊκών καλλιτεχνών της εποχής του.

* Ο Σήφης Λεκάκης είναι Ομότ. Καθηγητής του Παν/μίου Κρήτης

[email protected]