Γιάϊντα παντέρμε λοϊσμέ στα περασμένα τρέχεις

και μια στιγμή δε στοματάς κι αναπαημό δεν έχεις.

Έτσα  κι εμένα ο λοϊσμός μου,  έτρεξε στα περασμένα και μού ‘πε:

Άμε μια βόλτα σε εκείνα τα μέρη που γεννήθηκες

Σε κείνα τα μέρη, που μεγάλωσες

Σε κείνα τα μέρη, που με κοντοπατέλονο, έπαιζες μπάλα και ξυλίκι,

Σε κείνα τα μέρη, που γνώρισες τη φιλία

Σε κείνα τα μέρη, που σκίρτησε η καρδιά σου

Σε κείνα τα μέρη, που γνώρισες τόσους και τόσους γείτονες

Εκείνους που σ αγκάλιασαν και τους αγκάλιασες…

Άκουσα το λοϊσμό και τράβηξα το δρόμο για τα περασμένα.

Όση ώρα βάδιζα  χίλια συναισθήματα ζώνανε  τη ψυχή μου.

Και εκείνο που συνεχώς στη σκέψη μου τριγύριζε, ήταν:

Άραγε θα συναντήσω το Μανώλη, τον Κώστα, το Γιώργο, την Κατίνα, τη Δέσποινα, την κυρία  Νίτσα, την κυρία… τον κύριο; και τόσους άλλους καλοκάγαθους γείτονες και καλοκάγαθες γειτόνισσες.

Το παλιό μας σπίτι;

Την αλάνα, που ξυπόλητα κοπέλια παίζαμε τόπι, το οποίο ήταν παλιά πανιά τυλιγμένα σφαιρικά;

Κάποια ώρα μετά από ένα αγχωτικό ταξίδι έφτασα και οι διαπιστώσεις, μόνο θλίψη, στεναχώρια και πολλαπλά συναισθήματα:

Το σπίτι που γεννήθηκα δεν υπάρχει πια

Η αλάνα η μεγάλη που παίζαμε δεν υπάρχει πια

Η όψη της γειτονιάς έχει αλλάξει.

Τα σπίτια που απόμειναν εγκαταλελειμμένα και έρημα.

Μονάχα οι στύλοι της ΔΕΗ υπάρχουν στη θέση τους, που φώτιζαν εκείνα τα παιδικά μας βράδια και όλους τριγύρω,  που  κάθονταν βεγγερίζοντας. Και στέκουν ακλόνητοι για να  χρησιμεύουν ως πίνακες ανακοινώσεων των δυσάρεστων γεγονότων της γειτονιάς. Κηδείες, Μνημόσυνα κ.λπ…

Έτσι με τη μετάβασή μου αντίκρισα  εκείνο το στύλο, που στα φτωχικά εκείνα χρόνια από κάτω απ’ αυτόν, διάβαζα τα μαθήματά μου και μια ανατριχίλα με κατέλαβε γιατί τώρα, αντί τα μαθήματά μου, διάβασα: Τελούμε την Κυριακή 40νθήμερο μνημόσυνο… από κάτω από αυτό ένα άλλο άλλου, γείτονα, και η σειρά μεγάλη!

Τα δρομάκια λυπημένα πια, οι μυρωδιές της αλλοτινής Άνοιξης ανύπαρκτες, οι καντάδες εσώπασαν, γρίλιες σφαλιχτές, αυλόπορτες χορταριασμένες, η παλιά γειτονιά έρμη και ακατοίκητη, οι γλάστρες με τους βασιλικούς ανθίζουν κάπου μες στην καρδιά τα κρύβω αλλού, όπου οι ψυχές αναπαύονται,   τα γέλια, τα δάκρυα χαράς, οι χαρές, τα τραγούδια, οι όρκοι, τα πεταχτά κρυφά φιλιά, πάψαν πια και δεν υπάρχουν.

Τα χρόνια πέρασαν και πίσω δε γυρίζουν, μαζί τους πήραν  τις φιλιές, τις αγάπες, τις όμορφες εκείνες τις στιγμές, τους γονείς, τους γείτονες και όλα χάθηκαν κάτω από έναν ορίζοντα που δεν υπάρχει ελπίδα γυρισμού.

Στάθηκα σ’ εκείνο το μέρος που αγαπούσα υπερβολικά, γιατί εκεί τα βράδια με κρατούσε η αείμνηστη μητέρα μου στην αγκαλιά της και μου σιγοτραγουδούσε. Εκεί με τρεμάμενη φωνή και δάκρυα στα μάτια, σιγοτραγούδησα εκείνο που αυθόρμητα κείνη την ώρα ο λογισμός μου ταίριαξε:

Ω Συ Παλιά μου Γειτονιά,

στα χώματά σου  σκύβω

κι όσα θυμίζει ο λοϊσμός

μες την καρδιά τα κρύβω.

Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, με μάτια πλημμυρισμένα και με λοϊσμό, ανίκανο να τόνε μερώσω και χωρίς  ανάσα, στα χείλη… μου βαλε τραγούδια που μιλούν για την παλιά γειτονιά όπως:

Παλιά γειτονιά στο δρομάκι το στενό σου,

η κάθε γωνιά για μι’ αγάπη μιλεί

παλιά γειτονιά τραγουδάει το δειλινό σου,

σ’ ανθούς και κλωνιά για ένα πρώτο φιλί

………………………………

και το πολύ γνωστό και συγκινητικό:

Πήγα στα μέρη που σε είχα πρωτοδεί

μικρό κορίτσι ήσουν κι ήμουνα παιδί

 

Πού ‘ναι τα χρόνια ωραία χρόνια

που ‘χες λουλούδια μες στην καρδιά

πού ‘ναι η αγάπη γλυκιά μου αγάπη

να μας ζεστάνει στην παγωνιά

………………………..

Και σε όλο το δρόμο της επιστροφής, στα χείλη μου πάντα με τρεμάμενη φωνή οι στίχοι:

Ω Συ Παλιά μου Γειτονιά,

στα χώματά σου  σκύβω

κι όσα θυμίζει ο λοϊσμός

μες στην καρδιά μου τα κρύβω