Τον τελευταίο χρόνο πολλά γράφτηκαν και ακόμα περισσότερα θα γραφτούν μελλοντικά για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κι’ αυτό γιατί αφ’ ενός, παρουσιάζεται στις γενόμενες κατά καιρούς δημοσκοπήσεις ως η δεύτερη πολιτική δύναμη στον ελληνικό χώρο, αφ’ ετέρου θα πρέπει να είναι σε θέση να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, σε κάποια άλλη δεδομένη στιγμή.
Το ιστορικό του είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Ξεκίνησε από χαμηλά ποσοστά, κάπου 3%, τα οποία ανέβασε ταχύτατα με μηχανισμούς οι οποίοι έχουν αναλυθεί κατά κόρον απ’ όλους τους πολιτικούς αναλυτές με κυρίαρχο στοιχείο την παραμονή του στο άρμα του ανένδοτου λαϊκισμού, και τώρα βιώνει μια περίεργη κατάσταση παραπαίοντας διαρκώς και αναζητώντας να βρει τον βηματισμό του εν μέσω της πανδημίας η οποία συντάραξε και την ελληνική κοινωνία, μετά την άλλη βέβαια μεγάλη οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Κρίνοντας από τις απαντήσεις και από την ικανοποίηση των πολιτών βρίσκεται σταθερά κάτω και από τα ποσοστά που έλαβε στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, χωρίς να διαφαίνεται, για αυτό, ελπίδα ανάκαμψης στον ορίζοντα.
Η άνοδός του στην εξουσία έγινε υποσχόμενο μύρια όσα και τα οποία φυσικά ουδόλως πραγματοποίησε ερχόμενο σε αντίθεση και αντιπαράθεση όχι μόνο με εκείνους που το ψήφισαν αλλά κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό του και τις καταβολές του. Και ο πλέον αδαής παρατηρητής σήμερα βλέπει πως ο σχηματισμός αυτός δεν έχει καμία σχέση με εκείνον της δημοκρατικής αριστεράς, τουλάχιστον έτσι όπως την γνωρίσαμε οι παλιότεροι κάποιες δεκαετίες πριν.
Τότε που τα στελέχη της είχαν βαρύνουσα γνώμη στην πολιτική ζωή του τόπου ασχέτως εάν δεν βρίσκονταν στην εξουσία, την εποχή που τα έντυπά της δημοσίευαν κείμενα εξαίσια και παρήγαγαν τα ίδια τρανταχτό πολιτισμό, και τόσα άλλα γνωστά. Η συνέχειά του, βέβαια, γνωστή. Είσοδος στελεχών και ψηφοφόρων από αλλότρια σχήματα, εξαπάτηση του ελληνικού λαού με τα ανύπαρκτα προγράμματα Θεσσαλονίκης που τόσο εμφατικά εξήγγειλε, συγκυβέρνηση με ακροδεξιούς σχηματισμούς, καταβαράθρωση της μεσαίας κοινωνικής τάξης, μεταξύ πολλών άλλων.
Εδώ που φτάσαμε, τώρα, το κόμμα αυτό βρίσκεται πάντα σε αντίθεση με τις όποιες κυβερνητικές εξαγγελίες και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως ουδόλως έχει σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα της κοινωνίας. Παραπαίει συνεχόμενα ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις και συμπεριφορές συγκεκριμένων στελεχών του, προσπαθώντας να καρπωθεί ποσοστά από την πρωτόγνωρη κρίση της πανδημίας, επενδύοντας ξανά σε συγκεντρώσεις που θυμίζουν μια δεκαετία πριν, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη κατηγορίες για την προσπάθειά του να ελέγξει τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, την δικαιοσύνη και μάλιστα με άνομα μέσα και τρόπους, και ακόμα πολλά άλλα που γίνονται συνεχώς γνωστά στα τηλεοπτικά μέσα και τις εφημερίδες.
Η συνέχεια απεικονίζεται ενδιαφέρουσα, οπωσδήποτε, όχι μόνο για το ίδιο κόμμα αλλά και για την πολιτική ζωή του τόπου. Επί του παρόντος δείχνει να έχει καρφωθεί στη δεύτερη θέση, κρίνοντας πάντα από τις δημοσκοπήσεις, εν μέσω σκληρών, συνεχόμενων και υπόγειων ενδοκομματικών προστριβών των στελεχών του σε μια προσπάθεια ανεύρεσης του σωστού προσανατολισμού στις νέες εποχές που θα ανατείλουν μετά το πέρας της λαίλαπας του κορονοϊού που συντάραξε όχι μόνο την κοινωνία αλλά και την ήδη πληγωμένη μας οικονομία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όμως ο όλος βηματισμός του, τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται σήμερα, στοχεύει να παρουσιασθεί, αλλά εμφορούμενος με άφθονες δόσεις λαϊκισμού και υποσχέσεων που παραπέμπουν σε προ δεκαετίας περίοδο, ως ο πλέον ρεαλιστικός πολιτικός πόλος για την διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή στην πολυπόθητη ανακατάληψη της εξουσίας και όχι στην αλλαγή κάποιων σοβαρών δομικών παραμέτρων του σχηματισμού του.
Στην καινούργια περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας, απαιτούνται έξυπνοι ελιγμοί τακτικής σε ποικίλες εκφάνσεις της πολιτικής ζωής, στην οικονομία, στην παιδεία, και ένα σωρό ακόμα ζητήματα από τα οποία όμως το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως προκλητικά απέχει και αγνοεί, εμμένοντας σταθερά σε καταδικασμένες από τον παντοδύναμο χρόνο απόψεις και συμπεριφορές! Το όραμα της πάλαι ποτέ ‘ανανεωτικής αριστεράς’, όπως δείχνουν τα πράγματα έως τώρα, μάλλον βρίσκεται εν υπνώσει.