Παλινδρομώντας χρονικά πολύ πίσω, με τον ερχομό του Ιουλίου, κάθε φορά απ’ όσο θυμάμαι, το άγχος των περισσότερων οικογενειών ήταν οι μέρες και ο τόπος των ετήσιων διακοπών. Κεντρικό ρόλο πάντα έπαιζαν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, τα οποία προσδοκούσαν να διαφύγουν της σχολικής τους εμπλοκής. Ίσως για όσους είναι τυχεροί να ζουν, όπως εμείς, κοντά σε θάλασσες, τα πράγματα να είναι κάπως πιο ευέλικτα και ευκολότερα, αλλά για τον πληθυσμό της ηπειρωτικής Ελλάδας, η κατάσταση φαντάζει απείρως δυσκολότερη.
Εκεί μάλλον το δίλημμα τίθεται στον προορισμό των διακοπών. Βουνό, ή θάλασσα! Μεγάλωσα σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, στη μέση του θεσσαλικού κάμπου και μακρυά από καλοκαιρινές δροσερές παραλίες. Άλλοι τόποι ξένοι για τους νησιώτες, διαφορετικοί τρόποι καλοκαιρινής συμπεριφοράς, όπως και χειμερινής, άλλωστε. Αλλά ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας κάποιου στον ελλαδικό χώρο, η καλοκαιρινή ραστώνη των μαθητών, πάντοτε υπήρξε περίοδος κατά την οποία απουσίαζε η όποια υποχρέωση για σχολικό διάβασμα, και σειρά έπαιρναν άλλες ασχολίες και δραστηριότητες που αφορούσαν περισσότερο την έννοια της κοινωνικοποίησης και της σύναψης στενότερων φιλικών σχέσεων, ανάμεσα στους συνομήλικους, κατά κύριο λόγο.
Για τη δική μου περίπτωση, ποδόσφαιρο, ποδήλατο, κοντινές εκδρομές σε πεδινούς προορισμούς. Μαθαίναμε μπάλα και πολλά άλλα από κάποιους μεγαλύτερους, και συνειδητοποιούσαμε ότι υπάρχουν και άλλα περισσότερα ενδιαφέροντα πέραν των μαθημάτων και των παιχνιδιών. Πολλές ώρες καταναλώναμε σε ποτάμια και παραπόταμους της πόλης για στοιχειώδες κολύμπι και προσπάθεια εκμάθησης ή βελτίωσης των όποιων επιδόσεών μας σε αυτό.
Οι γονείς μας, στην δική μου γενέθλια πόλη, προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις των παιδιών είτε με κάποιες κατασκηνώσεις σε ορεινούς συνήθως προορισμούς, είτε με αποστολή σε παππούδες και γιαγιάδες στα χωριά τους. Την ίδια στιγμή κάποια ταξιδιωτικά γραφεία δραστηριοποιούνταν με ημερήσιες εκδρομές σε γνωστές παραλίες των νομών Λαρίσης και Πιερίας, συνήθως στον Πλαταμώνα.
Ενδιαμέσως, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υπήρχαν ευτυχώς κάποιες ενδιαφέρουσες επισκέψεις από λούνα παρκ, και το ακόμα πιο ενδιαφέρον που αποτελούσε η παρουσία και παραμονή για κάποιες εβδομάδες τσίρκου, συνήθως από τη γειτονική χώρα της Βουλγαρίας. Ήταν ίσως η πιο όμορφη χρονική στιγμή για τους μικρούς, με όλα όσα ελάμβαναν χώρα, όχι μόνο στις παραστάσεις αλλά και εκτός αυτών.
Αναφέρομαι στα περάσματα από τους σκονισμένους δρόμους της καυτής πόλης, κάθε απόγευμα, ενός τρίτροχου ο οδηγός του οποίου έκανε έκκληση με μεγάφωνο για προμήθεια στους υπεύθυνους του τσίρκου σκυλιών και γατιών με αμοιβή. Αν θυμάμαι καλά, τρεις με πέντε δραχμές για τις γάτες και είκοσι για τους σκύλους.
Προφανώς τα δυστυχή ζωάκια θα αποτελούσαν βορά των άγριων λιονταριών και των τίγρεων που ήταν κλεισμένα στους χώρους του τσίρκου. Είναι νομίζω περιττό να τονίσω ότι όταν έφευγε από την πόλη το τσίρκο, ελάχιστες γάτες και σκύλοι έμεναν πίσω στα σπίτια, στους δρόμους και τις γειτονιές. Οι φιλοζωικές εταιρείες, τότε, ούτε για δείγμα! Παντελώς ανύπαρκτες!
Τότε όμως όλοι περίμεναν την μεγάλη ετήσια εμποροπανήγυρη της πόλης των Τρικκάλων, στα μέσα Σεπτεμβρίου. Τα βράδια όλοι μας χανόμασταν σε πάγκους που πωλούσαν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ίσως μια ιδέα γι’ αυτό μπορεί να πάρει κάποιος από τον ‘Θεσσαλικό κύκλο’ του Γιάννη Μαρκόπουλου με τα τραγούδια του πάνω σε στίχους του τρικαλινού στιχουργού Κώστα Βίρβου.
Όμως αυτή η εκδήλωση σηματοδοτούσε ταυτόχρονα, και την επιστροφή στο σχολείο, στην επόμενη συνήθως τάξη γιατί εκείνες τις εποχές υπήρχε περίπτωση κάποιοι αδιάβαστοι να έμεναν στην ίδια τάξη χωρίς αντιδράσεις από σωματεία, λαϊκίζοντες πολιτικάντηδες και γονείς. Υπήρχε ακόμα κάποια δόση ειλικρινούς σεβασμού απ’ όλους στην κοινωνία στους διδάσκοντες και στο έργο που επιτελούσαν!
Έκτοτε, πολλά καλοκαίρια ήρθαν και έφυγαν, με εμάς και χωρίς εμάς! Άλλαξαν οι προορισμοί, αλλάξαμε και εμείς. Σε κάποια καλοκαίρια, τα προσωπικά μου ενδιαφέροντα κατευθύνθηκαν αλλού πέρα μακρυά σε άλλα μήκη και πλάτη. Ίσως στερήθηκα τη μαγεία των μικρών μου χρόνων, αλλά κέρδισα άλλα! Γνώρισα τη μαγεία πόλεων που ανέβηκαν στα σκαλοπάτια της ιστορίας κι ύστερα κρύφτηκαν σε αραχνιασμένες σελίδες της. Άλλοι πολιτισμοί, άλλες ξένες νοοτροπίες φώλιασαν δίπλα στις δικές μου! Γνώσεις και βιώματα, εκπλήξεις και ανατροπές καθιερωμένων απόψεων.
Σήμερα, ετούτο το καλοκαίρι, μετά από πολύ καιρό κατάφερα επιτέλους και έφτασα στο τέλος το κάπου χιλίων σελίδων δύσκολο και άκρως απαιτητικό ‘Μαγικό Βουνό’ του Γερμανού νομπελίστα συγγραφέα, Τόμας Μαν. Μπορεί λέει εκεί μέσα ο συγγραφέας, η κενότητα και η μονοτονία να επιμηκύνουν τη στιγμή και την ώρα και να τις κάνουν ‘ατέλειωτες’, αλλά τις μεγάλες μάζες του χρόνου τις συντομεύουν και τις εξανεμίζουν, και αντίθετα, ένα πλούσιο και ενδιαφέρον περιεχόμενο να συντομεύσει και να δώσει φτερά στην ώρα, ακόμα και στην ημέρα, αν υπολογιστεί όμως σε μεγάλη κλίμακα, προσδίδει στην πορεία του χρόνου εύρος, βάρος και σταθερότητα, έτσι που χρονιές πλούσιες σε γεγονότα περνούν πολύ βραδύτερα από εκείνες τις φτωχές, κενές, ελαφριές, που τις παρασύρει ο άνεμος και χάνονται.
Η ηλικία για τον ίδιο συγγραφέα, προσθέτει προβλήματα στους κύριους χαρακτήρες του βιβλίου του, όπως για παράδειγμα τη βαθιά εμπειρία της αρρώστιας και του θανάτου, όλα όμως, καταλήγει, πρέπει να τα βιώσει κάποιος ώστε να φτάσει «σε μια ανώτερη πνευματική και σωματική υγεία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που πρέπει κανείς να έχει γνώση της αμαρτίας για να βρει τη λύτρωση»!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ