Δεκαετίες τώρα, ενθυμούμαι ότι η κοινωνία μας προσπαθούσε να συνδέει  το μύθο της πνευματικής ανάπτυξης με συγκεκριμένες πολιτιστικές ενέργειες, όπως επίσκεψη σε θέατρα, βιβλιοπωλεία, μουσεία κοκ. Μαζί μ’ όλα αυτά, απαραίτητο προσόν φάνηκε η απόκτηση κάποιου πτυχίου από ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, με όποιο τίμημα.

Δεν είχε σημασία αν το βαθύτερο περιεχόμενο όλων αυτών ήταν κάτι ουσιαστικό, αν εκείνο καθόριζε σε τελική ανάλυση την καθημερινή συμπεριφορά, αν οι πολιτιστικές χαράξεις στο χαρακτήρα ενός εκάστου χάραζαν ταυτόχρονα και την ανάλογη αντιμετώπιση των όποιων δύστροπων στιγμών, με ευγένεια, ήθος και διακριτικότητα.

Σημασία μεγαλύτερη είχε το πτυχίο, η γεμάτη με αδιάβαστα φανταχτερά βιβλία  βιβλιοθήκη του σπιτιού, η επίδειξη. Δίπλα απ’ όλα αυτά βεβαίως υπήρχε και η παράλληλη ζωή όλων εκείνων των λίγων που πραγματικά ενδιαφέρονταν για κάτι διαφορετικό!

Και σήμερα, τι λοιπόν; Ποια η διαφορά μας από τα χρόνια εκείνα σήμερα με την εισβολή τόσων τεχνολογιών; Κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας, τάμπλετ μεγάλων δυνατοτήτων, παντοδύναμοι υπολογιστές, όλα να βρίσκονται γύρω και μέσα στη ζωή μας. Τι άλλαξε λοιπόν όλα ετούτα τα χρόνια της πρόσφατης περιόδου των Νεοελλήνων σε σύγκριση πάντα με τις παλιότερες εποχές; Στην ουσία ελάχιστα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε άφοβα, λένε κάποιοι.

Για αρκετούς, η όποια επιστημονική εξέλιξη και τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ταυτιστεί με την πνευματική ανάπτυξη μιας κοινωνίας, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να προϊδεάσουν για το αντίθετο.  Μερικοί μπορεί να συνδέουν τα πράγματα, κι αυτοί δεν είναι άλλοι παρά όσοι  εξοστρακίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο της ανθρώπινης συνείδησης στο ρου της ιστορίας,  όσοι αποφεύγουν την προσωπική εμπλοκή του εαυτού τους σε ό,τι έχει σχέση με  τον πολύχρονο κόπο, την ενδελεχή έρευνα και την κριτική  σκέψη.

Η ιστορία είναι αμείλικτη και επιθυμεί σφόδρα κάθε γενιά να γίνει καλύτερη από την προηγούμενη, με περισσότερα πτυχία, μεταπτυχιακούς τίτλους, διδακτορικές διατριβές, ξένες γλώσσες, αλλά είναι παραπάνω από σίγουρο ότι θα απαιτήσει κάποια στιγμή και τη σημερινή σκέψη των νέων γενεών βαθύτερη από ποτέ!

Πόσο ευτυχής αλήθεια και ασφαλής συνάμα μπορεί να αισθάνεται μια πολιτεία, όταν μια μεγάλη και σεβαστή κατά τα άλλα μερίδα νέων φοιτητών, το θεωρητικά καλύτερο τμήμα της νεολαίας μας,  επαίρεται ότι δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο ή μόλις ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, πέρα από τα αμιγώς πανεπιστημιακά που διδάσκονται στη σχολή τους, όπως λογοτεχνικά, φιλοσοφικά,  πολιτικά, ή ότι άλλο;

Πόσο αισιόδοξος αισθάνεται ο πατέρας ενός νέου, ο οποίος αρνείται να δει τη βαθύτερη παράμετρο κάποιων πολύ σοβαρών πραγμάτων, καλύπτοντας με τις όποιες κινήσεις του την   εκρηκτική αποχή του παιδιού του απ’ ότι καλύτερο θα μπορούσε να του προσφέρει, τουτέστιν την ώθηση προς ότι ευγενικότερο παράλληλα πάντα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές;

Οι εφημερίδες και ιστοσελίδες δεν παύουν να μας ενημερώνουν και πληροφορούν ότι  αρκετά πράγματα γύρω από την υπόθεση της λογοτεχνίας και του πολιτισμού, γενικότερα, βαίνουν καλώς!

Γίνονται παρά την οικονομική κρίση αρκετές εκδόσεις, περισπούδαστες βιβλιοπαρουσιάσεις σε αίθουσες, καφέ κ.ο.κ.,  οι δημοσιογράφοι αφιερώνουν λίγες γραμμές παραπάνω από παλιότερα, οι περισσότερες κυριακάτικες εφημερίδες δίνουν απλόχερα βιβλία τα οποία το πιθανότερο να μην διαβαστούν ποτέ,  όλα κατ’ ευφημισμό και μέσα σε ένα σύννεφο κοινωνικής υποκρισίας. Κι οι δάσκαλοι, οι καθηγητές έρμαια κυριολεκτικά της μιας ή της άλλης θεωρίας, και κυρίως ας μην φορτώνονται τα παιδιά  υλικό άχρηστο, που δεν θα τους χρειασθεί αργότερα, στο μέλλον τους!

Η κοινωνία μας αντιμετωπίζει δυστυχώς τα περισσότερα κρίσιμα θέματα με ημιμάθεια και τον προσήκοντα επικίνδυνο φανατισμό. Παντού, στις τηλεοράσεις και το διαδίκτυο.  Η ελληνική γλώσσα έγινε έρμαιο των απαίδευτων και της όποιας σκοπιμότητας.

Τι σχόλιο θα μπορούσαμε να κάνουμε με το κείμενο του Λυσία  στο “Υπέρ αδυνάτου“ σήμερα διότι, “αν και έχω τοιούτον σωματικόν ελάττωμα είμαι καλύτερος πολίτης από αυτόν. Διότι έχω την γνώμην, κύριοι βουλευταί, ότι τα σωματικά ελαττώματα θεραπεύονται μέχρις ενός βαθμού με τα ψυχικά προτερήματα.

Διότι εάν είχον ψυχικά ελαττώματα, όπως έχω σωματικά, και εάν έζων βίον άτακτον, κατά τι θα διέφερον από αυτόν“, από μία παλιότερη (1939) μετάφρασή του; Τι θα μπορούσε να προσφέρει άραγε ο Αισχύλος στην κοινωνία μας, όταν οι περισσότεροι Νεοέλληνες τον αγνοούν προκλητικά, και την ίδια στιγμή επιβραβεύουν τη σαχλαμάρα και την ανοησία στους περιφερόμενους θεατρικούς θιάσους;

Ολάκερη η κοινωνία αδιαφορεί προκλητικά και αψυχολόγητα για ό,τι έχει να κάνει με τις ανθρωπιστικές σπουδές, υποκρίνεται ασύστολα και συμπεριφέρεται ενάντια σε κάθε έννοια σεβασμού κάποιων πανάρχαιων και καλά τεκμηριωμένων πολιτιστικών αξιών, και αυτό δυστυχώς χωρίς σταματημό!