Έφυγε πριν λίγο καιρό ξαφνικά και απρόσμενα η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα υπενθυμίζοντάς μας την κοινή μοίρα των ανθρώπων.

Έφυγε…ΟΜΩΣ ο θάνατος τη βρήκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου να ετοιμάζει την έκθεση του αγαπημένου της Παρθένη, σοβαρή, υπεύθυνη, συνεπή, όπως πάντα.

Τη βρήκε ολόρθη να αγωνίζεται για τους υψηλούς και δύσκολους στόχους που συνειδητά και υπεύθυνα επέλεξε και τοποθέτησε στη ζωή της: την υπηρεσία της Τέχνης, ώστε να συντελέσει με τη δύναμη της αισθητικής συγκίνησης στη μόρφωση των ανθρώπων και βέβαια την υπηρεσία της Ελλάδας με τη διεθνή ανάδειξη των καλλιτεχνών της και της Εθνικής της Πινακοθήκης.

Στόχους, που υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια, υπερβαίνοντας προλήψεις, προκαταλήψεις και στερεότυπα της εποχής της για τη γυναίκα, για την Επαρχία, για τη σχέση των χαμηλών τάξεων με την Τέχνη κλπ. Μας έδωσε με τη στάση, τη δουλειά, το έργο της και την αναγνώρισή του περηφάνεια, αυτοπεποίθηση και ελπίδα και μας δίδαξε έμπρακτα με την τόλμη της και προπάντων με την υπευθυνότητα και την εργατικότητά της.

Η Μαρίνα έδειξε, επίσης, τη δύναμη και το χρέος του δασκάλου-πομπού να εφευρίσκει τρόπους, ώστε να μαγεύει το μαθητή-δέκτη μέσα στην τάξη, στις αίθουσες της Πινακοθήκης, στην τηλεόραση και όπου βρεθεί, όχι μόνο με τον ωραίο του λόγο, αλλά και με τη γλώσσα του σώματος και με όλο του το είναι, ώστε να πλησιάζει ο δέκτης το έργο Τέχνης.

Κατάφερε στην εποχή της αποχαύνωσης του κινητού και του καναπέ να φέρνει τους νέους στην Πινακοθήκη να περιμένουν στις μακρινές ουρές, για να μπουν μέσα στα έργα Τέχνης και να τα χαρούν.

Τους έπειθε με πολλούς τρόπους και με τις ποιοτικές διαφημίσεις της τηλεόρασης που απευθύνονταν σε όλες τις αισθήσεις.

Η Μαρίνα έδειξε τη δύναμη και το χρέος του άξιου και υπεύθυνου Ηγέτη να βρίσκει τρόπους και μέσα, ευαισθητοποιώντας τους σύγχρονους Μαικήνες, για την απόκτηση, σε μια χώρα υπερχρεωμένη, των απαιτούμενων χρημάτων, ώστε να εμπλουτίζει, να αναδεικνύει, να κάνει σεβαστό σε όλο τον κόσμο ό,τι ανέλαβε.

Γι’ αυτό επιχείρησε κινήσεις που δεν έμαθε στην κοινωνική της τάξη και στην Επαρχία, ξεπερνώντας τις αναστολές, τις φοβίες, τις ανθρώπινες αδυναμίες της. Γιατί όλα αυτά τα δύσκολα και τα ως τότε άγνωστά της δεν αφορούσαν το ατομικό της συμφέρον, αλλά το πνευματικό, παιδαγωγικό και εθνικό έργο, που επέλεξε και δεσμεύτηκε να υπηρετήσει ως την τελευταία της πνοή με αυτοθυσία.

Διάβηκε ένα ωραίο αλλά κοπιώδη ανήφορο. Έκανε θαύματα σε ένα χώρο ανδροκρατούμενο και πολύ ανταγωνιστικό (αταίριαστο και απρόσμενο στον κόσμο του πνεύματος).

Αυτό είναι μια αλήθεια που ξεχνάμε, καθώς σταματάμε στη γοητεία της δόξας της.

Άραγε έφτανε το λίγο που έλεγε για την επαρχιώτικη φτωχή της καταγωγή, τονίζοντας το αυτοδημιούργητο, για να καταλάβομε την τεράστια απόσταση που χωρίζει το Αρκαλοχώρι από το κέντρο της Αθήνας; Έφτανε για να κατευνάσει το φθόνο των ανταγωνιστών της απέναντι στην πρώτη γυναίκα-καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών και μάλιστα διάδοχο του Παντελή Πρεβελάκη και στην επί τριάντα χρόνια επιτυχημένη και λαμπερή Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, που, αν και άσχετη με τα «Τζάκια», οι υπεύθυνοι θεσμοί μιας χώρας δημοκρατικής την επέλεγαν εκτιμώντας το έργο της;

«Αντίπαλοι» που έγραψαν την επομένη κιόλας του θανάτου της σχόλια «περί του επαρχιωτισμού και εθνικισμού της». Σχόλια που δε δίνουν τα καλύτερα παραδείγματα που οφείλουν να δίνουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Και δεν εννοώ βέβαια όσους αξιόπρεπα διατύπωσαν την άποψή τους, ότι σε αυτές τις θέσεις πρέπει να αλλάζουν οι υπεύθυνοι, για να έρχονται διαφορετικά, ανανεωτικά και γονιμοποιά στοιχεία.

Η πορεία της Μαρίνας, «αντρίκια» όπως χαρακτηρίζεται, δεν οφείλεται στη γοητεία και στην ευελιξία της αλλά κυρίως στην ευφυία της, στη σοβαρότητα, στην υπευθυνότητα, στη συνέπειά της και στη μεγάλη της εργατικότητα. Γενικά στη χαρισματική προσωπικότητά της, φανερή ακόμη και στις παιδικές της φωτογραφίες που δείχνουν ένα ελεύθερο και ανυπότακτο κορίτσι που ήθελε να πετάξει.

Σίγουρα είχε ερεθίσματα που την αφύπνισαν και την ευαισθητοποίησαν από τον διανοούμενο αντιστασιακό Στέλιο Χρηστάκη, στο κατάστημα του οποίου συχνάζαμε όλοι οι ανήσυχοι νέοι. Εκεί δούλευε τα Σάββατα η Μαρίνα και εκεί γνώρισε τον σύντροφο της ζωής της, το δάσκαλο και Μέντορά της Δημήτρη Πλάκα, ο οποίος δεν μαγεύτηκε μόνο από την ομορφιά του μικρού κοριτσιού, αλλά είδε το μυαλό, τη ψυχή της, τις προοπτικές και «τοποθέτησε» σε όλα αυτά.

Πλάι στο Δημήτρη η ζωή της άλλαξε μονομιάς, βρήκε το δρόμο της. Οικοδομήθηκε με προοπτική πνευματικού προορισμού, αντοχή στα αντίξοα γεγονότα και στους αντιπάλους ανθρώπους.

Διάβαζε πολλές ώρες, όπως μου έλεγε, τα βιβλία που έφερε μαζί του στο Αρκαλοχώρι, με τη σοφή του καθοδήγηση. Με τα σχολικά λίγο ασχολιόταν, αλλά ήταν άριστη. Έμαθε μόνη της γαλλικά, μπήκε στο Πανεπιστήμιο και συνέχισε λαμπρές σπουδές.

Ο πλούσιος και δυνατός δοκιμιακός της λόγος, τα άρθρα και τα ποιήματα αυτής της εποχής, «της προετοιμασίας της», αποπνέουν ευγένεια, ευαισθησία και τρυφερότητα και δείχνουν τις δυνατότητές της που γρήγορα αναγνωρίζονται. Μαγευτικότερος ακόμη ο συναρπαστικός και πειστικός προφορικός της λόγος, γιατί μιλούσε το ολοφώτεινο κλασσικό της πρόσωπο, τα μάτια της, η κίνησή της. Και εκείνη η τρυφερή και χαρούμενη φωνή της, η φιλική ωραία εικόνα της, οι γνώσεις της.

Όταν ήρθε στην Εθνική Πινακοθήκη, που γνώριζε και επισκεπτόταν κυρίως η πνευματική ελίτ, ξέροντας πως η αισθητική μπορεί να είναι η ηθική του μέλλοντος και πιστεύοντας στον κοινωνικό ρόλο της Τέχνης, με τις ρεαλιστικές, έξυπνες και στοχευμένες κινήσεις της ένας νέος άνεμος έπνευσε στο χώρο. Δε θα σταθώ στα επιτεύγματά της, για τα οποία γράφτηκαν πολλά. Μόνο στην προσπάθειά της να πλησιάσει την Τέχνη ο απλός κόσμος και να τη χαρεί. Και εδώ φαίνεται η αληθινή λαϊκότητα της Μαρίνας, που πίστευε πως κάθε άνθρωπος είναι άξιος και πρέπει να απολαμβάνει τα έργα Τέχνης και να ωφελείται από αυτά.

Σχολεία από όλη τη χώρα και σύλλογοι οργάνωναν από την αρχή της χρονιάς την επίσκεψή τους στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου συχνά ξεναγούσε η ίδια, δίνοντας στους μεγάλους και τα παιδιά την πρώτη τους θαυμαστή εμπειρία με το έργο Τέχνης και τους δημιουργούς του. Τόνιζε εκείνες τις δυνάμεις που κάνουν αθάνατη την εποχή του έργου και τον Πολιτισμό της. Πολλά από τα μέλη του Συλλόγου Αρκαλοχωριτών Αττικής μιλούν συχνά για τη μαγεία των ξεναγήσεών της.

Το 2004 τα παιδιά της Γ’ Τάξης Γυμνασίου Καστελίου Πεδιάδας πήραν ένα θαυμάσιο μάθημα Τέχνης, αγωγής και ζωής, καθώς η Μαρίνα μας ξενάγησε τη νύχτα 9-10.30, όταν πια είχαν τελειώσει οι υποχρεώσεις της ημέρας. Φρέσκια, χαρούμενη, γοητευτική, πανέμορφη μιλούσε με πάθος σα να ξεκινούσε τη μέρα της εκείνη την ώρα. Από τα απλά, τα χρώματα και τα πρόσωπα, έφτανε στα γεγονότα που γέννησαν τους πίνακες και στο λόγο που τους έκανε κλασσικούς. Τα παιδιά μιλούσαν όλη την υπόλοιπη σχολική χρονιά για το πάθος της και το σεβασμό που έδειχνε στο καθένα τους με χίλιους τρόπους.

Η Μαρίνα είχε μέσα της και λάτρευε το λαϊκό πολιτισμό. Τη γλώσσα από τα παραμύθια της γιαγιάς της και τα νανουρίσματα της εξαίρετης μητέρας της, που έχασε πολύ γρήγορα. Είχε την αίσθηση της ομορφιάς, των σχημάτων, των χρωμάτων, της αρμονίας της φύσης. Το ρεαλισμό των ανθρώπων της Επαρχίας, που αντιμετωπίζουν τα φυσικά φαινόμενα και τις δυσκολίες άμεσα και πρακτικά. Γι’ αυτό παλικαρίσια και θαρραλέα ήταν η στάση της ως το τέλος της ζωής της.

Διάβασα πολλές φορές ένα κείμενό της που είχε τον τίτλο «Το Πλουμί», ένας θάμνος που γεμίζει κάθε Άνοιξη τους δέτες του Αρκαλοχωριού. Η περιγραφή των χρωμάτων από το ροζ ως το μωβ είναι ωραιότερη από τη φυσική πραγματικότητα του θάμνου. Εντυπωσιάζει η γεμάτη αγωνία επιλογική της παράκληση «Παρακαλώ μην ξεχάσετε ποτέ το Πλουμί».

Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα αφοσιώθηκε με συνέπεια σε ένα δύσκολο αγώνα, ποιοτικό σαν την ίδια και λυτρωτικό για την ίδια. Την επαύριο της κηδείας του Μανόλη μου μού τηλεφώνησε: «Άννα, ξέρω ακριβώς τι σου συμβαίνει, τι έχασες. Ρίξου στη δουλειά. Μόνο έτσι θα επιζήσεις».

Η σοφή βιωματική της προτροπή ήταν βοηθητική σε εμένα και αποκαλυπτική για τη μοναχική της, συνειδητή, ανηφορική και καρποφόρα πορεία…

Μαρίνα, θα μείνεις στην κορφή με τον αγώνα σου, για το κορυφαίο σου έργο.