Δανείζομαι τον τίτλο αυτού του άρθρου από το παγκοσμίως  γνωστό, ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, για να αναφερθώ σε ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται σποραδικά, συνήθως στις πόλεις της χώρας μας. Πρόκειται για τις διαμαρτυρίες κάποιων συμπολιτών μας, οι οποίοι ενοχλούνται από τον ήχο της καμπάνας, που όπως λένε, διαταράσσει τον πρωινό τους ύπνο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν δίκιο, στηριζόμενοι στον νόμο περί σεβασμού των ωρών κοινής ησυχίας αλλά και στο γεγονός ότι ο ύπνος είναι σημαντικός για την ανθρώπινη ζωή. Ωστόσο, το πράγμα, αναφορικά με τις καμπάνες, έχει ιδιαιτερότητες και αυτές θα εξετάσουμε εδώ.

Καταρχάς δεχόμαστε τα επιχειρήματα των συμπολιτών μας, πρέπει όμως να τα εξετάσουμε και να τα αναλύσουμε. Διαμαρτύρονται, επειδή διαταράσσεται ο ύπνος τους, πράγμα που, σημειτέον, γίνεται μια φορά την ημέρα και όχι όλες τις μέρες. Τότε τι πρέπει να πουν εκείνοι που ζουν δίπλα στα αεροδρόμια, δίπλα σε μεγάλες λεωφόρους με ασταμάτητη κίνηση και καυσαέρια, δίπλα σε σιδηροδρόμους ή σε άλλους χώρους, όπου ο θόρυβος είναι συνεχής; Τι πρέπει να πουν π.χ. οι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού, που τα αεροπλάνα για πολλά χρόνια τώρα περνούν πάνω από τα κεφάλια τους;

Από την άλλη, έχει αποδειχθεί (κι αυτό μπορεί να το πιστοποιήσουν οι κάτοικοι της Αλικαρνασσού) ότι με την πάροδο του χρόνου το ανθρώπινο αυτί συνηθίζει ακόμη και τον πιο εκκωφαντικό ήχο. Αν αυτό συμβαίνει με τα αεροπλάνα, τότε ο ήχος της καμπάνας είναι χάδι στην ανθρώπινη ακοή.

Διαταράσσει, λένε οι διαμαρτυρόμενοι, ο ήχος της καμπάνας τον ύπνο τους. Ωστόσο, δεν σκέφτονται άλλα αίτια, πολύ σοβαρότερα, που δεν τους αφήνουν να χαρούν τον ύπνο και για τα οποία καμιά διαμαρτυρία δεν υπάρχει. Αναφέρομαι «στο κάπνισμα, το αλκοόλ, τη μη ισορροπημένη διατροφή και την υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών μέσων μέχρι το άγχος και το στρες, την εντατικοποίηση των ωρών εργασίας και τη δημιουργία μίας κοινωνίας που λειτουργεί πλέον 24 ώρες το 24ωρο», όπως γράφει ο Σπύρος Ζωνάκης σε επιστημονικό άρθρο του στο διαδίκτυο με τίτλο «Το δικαίωμα στον ύπνο».

Για όλα αυτά ουδείς διαμαρτύρεται, ουδείς ενδιαφέρεται, εκτός των επιστημόνων. Κανείς δεν σκέφτεται ότι δεν φταίνε οι καμπάνες που εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν υπνωτικά για να μπορέσουν να κοιμηθούν. Η τηλεόραση έχει γεμίσει από διαφημίσεις για τέτοια σκευάσματα, που σημαίνει ότι χιλιάδες άνθρωποι είναι έτοιμοι να τα αγοράσουν.

Μήπως, λοιπόν, κι εκείνοι που διαμαρτύρονται ανήκουν σ’  αυτή την κατηγορία και αυτό που τους στερεί τον ύπνο δεν είναι η καμπάνα αλλά ο τρόπος ζωής τους; Και μήπως πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο της ζωής τους, ώστε να βρουν τη γαλήνη και να χαρούν τον ύπνο τους; Αυτά είναι τα κρίσιμα ζητήματα, όχι η καμπάνα. Αν λυθούν αυτά, αν δηλαδή ο άνθρωπος είναι ήρεμος και ήσυχος εσωτερικά, τότε ο ήχος της καμπάνας θα είναι το τελευταίο που θα τον ενοχλεί.

Θα πρέπει, όμως, να προσθέσουμε και κάποια πράγματα ακόμη σχετικά με τις καμπάνες. «Η λέξη «καμπάνα» προέρχεται από την Καμπανία, περιοχή της νοτιοδυτικής Ιταλίας, όπου υπήρχε παραγωγή ονομαστού χαλκού από τον οποίο κατασκευάσθηκαν οι πρώτες καμπάνες» («Τα σήμαντρα και οι καμπάνες», επιστημονικό άρθρο του Αλέξη Τότσικα στο διαδίκτυο).

Οι καμπάνες εισήλθαν στην ορθόδοξη Ανατολή από τη Δύση κατά τον 9ο αιώνα. Πριν από τις καμπάνες οι χριστιανοί είχαν τα σήμαντρα, τα οποία χρησιμοποίησαν πρώτοι οι μοναχοί και από αυτούς εισήλθαν και στις εκκλησίες των χωριών και των πόλεων.

«Οι πρώτοι χριστιανοί στους  χρόνους των διωγμών συγκεντρώνονταν για τη λατρεία τους από τους ονομαζόμενους «θεοδρόμους» ή «λαοσυνάκτες», οι οποίοι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, καμιά φορά και με κίνδυνο της ζωής τους, και ειδοποιούσαν τους χριστιανούς για τον τόπο και την ώρα της λατρείας τους.» (Αλέξης Τότσικας, ό.π.). Από τότε που οι καμπάνες εισήλθαν στην ορθόδοξη Ανατολή, συνόδευαν τη ζωή των χριστιανών σε όλες τις στιγμές της ζωής τους. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι, όπως γράφει και πάλι ο Αλέξης Τότσικας, «η  κατάληψη της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τις καμπάνες στο γνωστό ιστορικό δημοτικό τραγούδι «της Αγιά-Σοφιάς», που αποτελεί  έναν  από τους πιο διαδεδομένους και συγκλονιστικούς θρήνους:

«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος».

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας επανήλθαν τα σήμαντρα, διότι οι Τούρκοι κατακτητές απαγόρευσαν τις καμπάνες, με τη δικαιολογία ότι ο ήχος τους τάρασσε  τον ύπνο των νεκρών μουσουλμάνων.  «Στα φοβερά εκείνα χρόνια οι σκλαβωμένοι χριστιανοί ειδοποιούνταν πάλι με μυστικό τρόπο. Παρουσιάστηκαν ξανά οι θεοδρόμοι, που τώρα ονομάζονταν «κράχτες», και τις φοβερές εκείνες νύχτες της τουρκοκρατίας έτρεχαν με κίνδυνο της ζωής τους να ειδοποιήσουν τους χριστιανούς του σκλαβωμένου γένους των Ελλήνων, για να εκκλησιαστούν και να μάθουν γράμματα.» (Αλέξης Τότσικας, ό.π.).

Νομίζω ότι μπορεί για πολλούς μουσουλμάνους αυτό να ήταν στοιχείο της πίστης τους, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφιβάλει για το ότι η απαγόρευση των καμπανών ήταν μια πολιτική απόφαση κατά των «άπιστων» χριστιανών, που, μαζί όλες τις άλλες, απέβλεπε στην απόλυτη υποδούλωσή τους ή και στον εξισλαμισμό τους. Σήμερα είμαστε ελεύθεροι να λατρεύουμε το Θεό μας στους ναούς, με όλα εκείνα τα έθιμα της ορθόδοξης λατρείας.

Κι ενώ θα έπρεπε να μας χαροποιεί το γεγονός αυτό, αν αναλογιζόμασταν ότι χάρη στην ορθόδοξη λατρεία, στις εκκλησιές, στην πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και στους απλούς παπάδες και καλογέρους διατηρήθηκε η γλώσσα και η παράδοση και σώθηκε το ελληνικό έθνος, ερχόμαστε σήμερα και διαμαρτυρόμαστε για τον ήχο της καμπάνας, έναν ήχο που λαχταρούσαν να ακούσουν οι υπόδουλοι Έλληνες για τετρακόσια χρόνια.

Αλλά η καμπάνα δεν σχετίζεται μόνο με τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Από τότε που επανήλθε στα καμπαναριά και άρχισαν να χτυπούν θριαμβευτικά, καλώντας τους πιστούς στις εκκλησιές, έγιναν, κυρίως στα χωριά μας, το κυριότερο μέσο για να σημάνουν άλλα γεγονότα εκκλησιαστικής φύσεως, όπως στα μεγάλα πανηγύρια, κατά την ημέρα του Πάσχα ή όταν έρχεται ο επίσκοπος να χοροστατήσει στη Θεία Λειτουργία.

Επιπλέον, οι καμπάνες σημαίνουν και για μη εκκλησιαστικά γεγονότα, όπως για να εορταστούν εθνικές επέτειοι, για έκτακτα περιστατικά, όπως η φωτιά, η αναγγελία ενός θανάτου, οι φυσικές καταστροφές, ο ερχομός κάποιου σημαντικού προσώπου στην περιοχή, η επίτευξη της ειρήνης μετά από έναν πόλεμο ή η κήρυξη ενός πολέμου κ.λ.π. και, βέβαια, χτυπούν διαφορετικά στις χαρές και διαφορετικά στις λύπες.

Όλα αυτά αποτελούν απόδειξη ότι η καμπάνα και ο ήχος της είναι συνδεδεμένα με τη ζωή των Ελλήνων γενικά και όχι με τη ζωή της Εκκλησίας μόνο. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η καμπάνα και ο ήχος της είναι σύμβολα της ελεύθερης ζωής των Ελλήνων, συμβολίζουν την ελεύθερη Ελλάδα και πως, για να ακούσουν ελεύθερα το χαρμόσυνο ήχο της, αυτό το σύμβολο της ελευθερίας, πάλεψαν και πέθαναν χιλιάδες αγωνιστές κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων.

Σήμερα, στο όνομα των δικαιωμάτων τους, έρχονται κάποιοι και διαμαρτύρονται για τον ήχο της καμπάνας που τους χαλάει τον ύπνο, όπως λένε. Ναι, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι απολύτως σεβαστά. Αλλά ας μην ξεχνούν όσοι σκέφτονται έτσι πόσα εγκλήματα και πόσες απάτες έχουν γίνει και γίνονται στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επιπροσθέτως, υπάρχουν και πράγματα που είναι πιο μεγάλα από τα στενά ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ μπαίνει το φιλότιμο, αυτή η λέξη που πάει πιο μακριά από τη στενότητα του δικαιώματος, που ανοίγει την ψυχή, ώστε να δει τον κόσμο ευρύτερα, πιο πέρα από την ατομικότητα και το ατομικό συμφέρον και να περιλάβει τους άλλους, την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου.

Και η καμπάνα είναι στοιχείο της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Απαιτείται μια μικρή υπέρβαση, με την οποία στην επιχειρηματολογία μας θα συμπεριληφθούν κι άλλα πράγματα, πέρα από τα λίγα λεπτά ύπνου που τυχόν θα  χάσουμε. Αν έτσι ιδωθούν και οι καμπάνες, τότε μάλλον θα χαιρόμαστε που τις ακούμε, παρά θα διαμαρτυρόμαστε. Και ας μην ξεχνάμε:  κάποτε η καμπάνα θα χτυπήσει και για μας. Και τότε κάποιοι θα διερωτώνται: «Για ποιον χτυπά η καμπάνα;».