Για πολλά χρόνια δεν είχαμε θεαματικά προβλήματα στον πολύ ευαίσθητο και πολύπαθο χώρο της υγείας, πέρα από τα αναφυόμενα, τρέχοντα και καθημερινά. Η πρόσφατη όμως επιδρομή του κορονοϊού, άλλαξε άρδην κάποιες παραμέτρους και ισορροπίες και έφερε μαζί στην επιφάνεια σοβαρότερα μακροχρόνια προβλήματα, κάποιες ανεπάρκειες, αρρυθμίες, δυσλειτουργίες και αντιξοότητες που δεν φαίνονταν ξεκάθαρα πριν.
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικράτησαν στα νοσοκομεία μας, τους δύο μήνες που πέρασαν, ήταν ευτυχώς ελάσσονος σημασίας λόγω του μικρού αριθμού των κρουσμάτων και των βαριά ασθενούντων που απαίτησαν πολυήμερη και απαιτητική νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας (Μ.Ε.Θ.), αλλά βαθύτατα ανθρώπινες.
Πέρα από τις όποιες διαφορετικές απόψεις ελέγχου της κατάστασης, της νοσηλείας και γενικώς της αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων, ανεδείχθησαν πολλαπλά προβλήματα της φυλής μας, όπως, για παράδειγμα, η επαγγελματική ζήλια η οποία εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους, ή οι μερικές μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ήσσονος σημασίας διαφορές, τα οποία φυσικά είναι σύμφυτα σε αυτή τη ζωή από καταβολής της.
Η πανδημία στη χώρα μας, βεβαίως, είχε και κάποια θετικά αποτελέσματα, τουλάχιστον όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση μέχρι τώρα. Αναγνωρίστηκε ο καίριος ρόλος του δημόσιου συστήματος υγείας στην κοινωνία και η ανάγκη περαιτέρω θωράκισης της δημόσιας υγείας παρά τα αντίθετα και όσα κατά καιρούς υποστηρίχτηκαν.
Δρομολογήθηκε, έτσι, και αυξήθηκε στο διπλάσιο ο αριθμός των κρεβατιών στις μονάδες εντατικής θεραπείας (από πεντακόσια σε χίλια περίπου), και αυτό σε σύντομο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο αναβάθμισης των χώρων των δημόσιων νοσοκομείων, κάτι που ελπίζουμε θα παραμείνει, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι όχι μόνο υπαρκτό αλλά και διαχρονικό, στα περισσότερα νοσοκομεία σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Ταυτόχρονα ήρθε στην επιφάνεια το γνωστό πρόβλημα της έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού, ιατρικού και νοσηλευτικού.
Στο επίμαχο θέμα του αριθμού των γιατρών την προηγούμενη δεκαετία είχαμε συνεχόμενες αντιπαραθέσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των υπεύθυνων στελεχών όλων ανεξαιρέτως των κυβερνητικών σχηματισμών. Δεν πρόκειται να εισέλθω στη διαδικασία ανάλυσης της κατάστασης μέσω της προσωπικής μου γνώμης, αφού όλα είναι γνωστά, κι ούτε έχει άλλωστε ιδιαίτερη και γενικότερη σημασία.
Το γεγονός, όμως, ότι βρισκόμαστε ή πιο σωστά βρεθήκαμε εδώ, ετούτες τις μέρες, δείχνει ολοφάνερα ότι κάποια πράγματα μάλλον δεν δρομολογήθηκαν, ούτε και έγιναν σωστά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Οι δεκάδες χιλιάδες γιατρών μας που μετακόμισαν όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, δείχνει ξεκάθαρα πως πολλά τινά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ανεξήγητα.
Παραγωγή μεγάλου αριθμού γιατρών από τις ιατρικές μας σχολές, εν πρώτοις, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να απορροφήσει το δικό μας κοινωνικό και ιατρικό περιβάλλον με αποτέλεσμα τον ξενιτεμό τους. Θα μπορούσαμε να το παρακάμψουμε αυτό, θεωρητικά πάντα, αφού η χώρα μας αποτελεί πλέον τμήμα μιας ευρύτερης γειτονιάς, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε και αυτοί μπορούν και έχουν όλο το δικαίωμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί, όπως όλοι, άλλωστε, οι άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι.
Όσοι γιατροί προτίμησαν να μείνουν εδώ, είτε κατευθύνθηκαν στο ιδιωτικό επάγγελμα, είτε προσελήφθησαν ως επικουρικοί στο σύστημα υγείας με συμβάσεις που ανανεώνονται με διάφορες αποφάσεις πολιτικές οι οποίες και δίνουν την αφορμή για πολιτική αντιπαράθεση, με ζητούμενο πάντα την μονιμοποίησή τους. Όμως η κρίσιμη σημασία δεν βρίσκεται εδώ, αλλά στο γεγονός ότι σε μικρό χρονικό διάστημα ο μεγάλος όγκος των γιατρών συνταξιοδοτείται κάτι που εγείρει αφορμή για περαιτέρω σκέψεις όσον αφορά την απώτερη λειτουργία των νοσηλευτικών τμημάτων.
Το πρόβλημα γίνεται επιτακτικότερο στις χειρουργικές κλινικές των νοσοκομείων όπου η πείρα είναι βασικός παράγων για την υψηλού επιπέδου νοσηλεία των ασθενών. Και εδώ έρχεται να κλειδώσει η απαίτηση για επανάκαμψη ικανού αριθμού των ξενιτεμένων μας γιατρών αφού οι περισσότεροι έχουν ήδη μια δεκαετία περίπου στην αλλοδαπή, εργαζόμενοι σε μεγάλα νοσοκομεία και κατέχοντες υψηλές θέσεις, με αποτέλεσμα την απόκτηση από μέρους τους πολύτιμης πείρας.
Οι διαχρονικές στατιστικές λένε ότι από αυτούς που φεύγουν στο εξωτερικό, μόνο το ένα δέκατο θα επιστρέψει κάποτε. Ακόμα και έτσι, όμως, αν τα νοσοκομεία μας καταφέρουν να προσλάβουν, θα αποτελεί μεγάλη επιτυχία, όχι τόσο γι’ αυτούς τους λίγους, όσο για την περίθαλψη των ασθενών μας.
Αυτό όμως σκοντάφτει σε νόμους του ΕΣΥ που μπορεί να είχαν κάποια εφαρμογή σε προηγούμενες δεκαετίες, αλλά σήμερα φαντάζουν αναχρονιστικοί, κάτι που επιτάσσει την αναθεώρηση συγκεκριμένων παραμέτρων, στα πλαίσια πάντοτε του δημόσιου, αποκλειστικά, συστήματος υγείας της χώρας. Τα προβλήματα που συνοδεύουν τον ερχομό τους εδώ, είναι πολλά και εύκολα μπορεί κάποιος να τα μάθει αν ασχοληθεί ή συζητήσει για λίγο μαζί τους. Ο γυρισμός τους εδώ, πάντως, και ας μην εθελοτυφλούμε, δεν πρόκειται να επιτευχθεί επ’ ουδενί με τις ισχύουσες συνθήκες και τους υφιστάμενους νόμους.
Έστω και αργά, ευτυχώς, η πολιτεία κατάφερε να δει ότι το νοσηλευτικό σώμα των νοσοκομείων, δεν είναι σύνηθες επάγγελμα. Απαιτεί υψηλού βαθμού αυταπάρνηση πέραν όλων των άλλων γνωστών απαιτήσεών του, και πολύ σωστά δρομολογείται η ένταξή του στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Σήμερα υπολογίζεται ότι ο απαιτούμενος αριθμός τους για ικανοποιητική λειτουργία είναι μεγάλος, ενώ δεν πρέπει να παραλείπεται να δούμε ότι απαιτείται και ικανός χρόνος ώστε οι νεοπροσλαμβανόμενοι νοσηλευτές, γυναίκες στην πλειονότητα, μπορέσουν να φτάσουν το επίπεδο των παλιότερων συναδέλφων τους.
Τέλος υπάρχει ένα ακόμα θέμα το οποίο δεν έχει θιχτεί στα όσα συζητήθηκαν, ανακοινώθηκαν, ελέχθησαν και γράφτηκαν έως τώρα. Είναι το βασικότατο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρόβλημα της δραματικής έλλειψης διοικητικών υπαλλήλων και γραμματέων των νοσηλευτικών τμημάτων.
Εάν το βρετανικό σύστημα υγείας (National Health Services, NHS) έφτασε μέχρι εδώ, το οφείλει κατά μέγα μέρος σε αυτό το σώμα το οποίο προσέφερε αλλά και συνεχίζει να προσφέρει πολλά. Διαχειρίζονται με ευλάβεια τα ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία, τις εισαγωγές και εξαγωγές των ασθενών, αρχειοθετούν εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις, γράφουν γνωματεύσεις και τόσα άλλα απαραίτητα στην καθ’ ημέρα πράξη, αφήνοντας το ιατρικό προσωπικό ανεπηρέαστο στο έργο τους, εν όψει μάλιστα του περιβόητου και τόσο απαραίτητου ηλεκτρονικού φακέλου του ασθενούς ο οποίος και θα λύσει πολλά γραφειοκρατικά, και όχι μόνο, προβλήματα.
Η πρόσφατη κρίση που ενέσκηψε στη χώρα, μπορεί να αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω δρομολόγηση κάποιων σοβαρών πραγμάτων με τελικό στόχο τι άλλο από την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προσφορά νοσηλείας και υγείας στον ελληνικό πληθυσμό, αρκεί να υπάρχει η απαιτούμενη πολιτική θέληση. Η ευκαιρία σήμερα είναι κατάλληλη για περαιτέρω εξειδικευμένες δράσεις και δεν πρέπει να χαθεί, ούτε και να αφεθεί ανεκμετάλλευτη με οποιοδήποτε τρόπο! Το θέμα μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει πολιτικό, αλλά στην ουσία είναι βαθύτατα κοινωνικό και πρώτης γραμμής!