…Οι τελευταίες προκλήσεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας είναι βέβαιο ότι έχουν δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Όλοι απευχόμαστε ένα πόλεμο με τους «κακούς» γείτονές μας, αλλά τα γεγονότα μας αναγκάζουν να ζούμε με το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης, που μπορεί να προκύψει από ένα λάθος ή μια προβοκατόρικη ενέργεια των Τούρκων.

Έχω γράψει κι άλλη φορά πως ο Τούρκος, όταν «μυριστεί» ότι κάπου υπάρχει «παράς», σπεύδει για να τον αρπάξει με όποιο τρόπο μπορεί, αγνοώντας νόμους, συμφωνίες, διεθνές δίκαιο.  Και το πράττει με την ανατολίτικη πονηριά τού «γιαβάς-γιαβάς» (σιγά-σιγά), αφού προηγουμένως έχει εξοπλιστεί κατάλληλα, ώστε, όταν δεν είναι σε θέση να πείσει με επιχειρήματα,  να μπορεί να επιβάλει τις θέσεις του με την ισχύ των όπλων.

Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή:  οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον πρόεδρό τους και την πολιτικο-στρατιωτική τους ηγεσία, επαίρονται ότι είναι μια μεγάλη δύναμη και ότι, κατ’  επέκταση, είναι σε θέση να επιβάλουν τις παράνομες και παράλογες διεκδικήσεις τους στη Μεσόγειο.

Από την άλλη μεριά, εμείς κυρίως επιμένουμε στη διπλωματία, στην ανάδειξη των τουρκικών παράνομων διεκδικήσεων και  στο χτίσιμο συμμαχιών με τα άλλα μεσογειακά κράτη και με τους Ευρωπαίους. Όσο για το ΝΑΤΟ, νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να μη συμφωνήσει με την εκτίμηση του Προέδρου της Γαλλίας Εμμ. Μακρόν ότι είναι «εγκεφαλικά νεκρό», από τη στιγμή που δεν μπορεί να επιβάλει το σεβασμό της εδαφικής κυριαρχίας ενός μέλους απέναντι  στις αρπακτικές διαθέσεις ενός άλλου.

Αν το καλοσκεφτούμε, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να έχουμε τη διπλωματική στήριξη όλων όσους προανέφερα, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης, αυτοί όλοι θα βρεθούν στρατιωτικά στο πλευρό μας και, επομένως, μόνοι μας θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον εξ ανατολών κίνδυνο. Τούτο συνεπάγεται ότι πρέπει να είμαστε στρατιωτικά και πατριωτικά έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένα ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας έχει ένα ισχυρό στρατό, με μεγάλη αποτρεπτική δύναμη, που είναι σε θέση να δώσει ένα καλό μάθημα σε όποιον κάμει το λάθος να παρεξηγήσει την ελληνική μετριοπαθή στάση. Οι Τούρκοι, βέβαια, διαρκώς απειλούν και επικαλούνται τη στρατιωτική δύναμή τους, μετρώντας τα πάντα ποσοτικά. Ίσως δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να το καταλάβουν πως, αν αυτοί διεκδικούν εδάφη και θάλασσες που δεν τους ανήκουν, εμείς θα αγωνιστούμε για κάτι πολύ μεγαλύτερο και σπουδαιότερο:  την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και την ελευθερία μας. Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο όπλο στα χέρια μας.

Το θέμα που τίθεται, κατά συνέπεια, είναι: πόσο είμαστε πατριωτικά έτοιμοι για μια τέτοια εξέλιξη; Πόσο, δηλαδή, είμαστε έτοιμοι (και προπάντων οι νέοι μας) να αγωνιστούμε για τα ιδανικά της ελευθερίας και της ακεραιότητας της πατρίδας μας;  Σε ποιο επίπεδο βρίσκεται το πατριωτικό και αγωνιστικό μας φρόνημα;

Το λέω αυτό, επειδή τα τελευταία χρόνια ο πατριωτισμός έχει περιφρονηθεί και έχει κατασπιλωθεί, ως κάτι που παραπέμπει στον εθνικισμό και στην ακροδεξιά πατριδοκαπηλική ρητορεία. (Εδώ, βέβαια, τεράστιο είναι το κακό που προξένησε η χούντα των συνταγματαρχών και τα ακροδεξιά κόμματα, που  χρησιμοποίησαν προπαγανδιστικά και καπηλεύτηκαν την έννοια της πατρίδας και του πατριωτισμού). Να όμως που και πάλι είναι ανάγκη να ξαναβρούμε αυτό το πατριωτικό αίσθημα, να αγαπήσουμε την πατρίδα μας, ακόμη κι όταν, όπως λέει ο Γ. Σεφέρης, μας πληγώνει.

Στο σημείο αυτό πρώτο ρόλο έχει η Εκπαίδευση, η οποία-δυστυχώς- δεν είναι αρκετό να παρέχει στους νέους γνώσεις και δεξιότητες για την επαγγελματική τους ανέλιξη, αλλά πρέπει να τους εμπνέει και υψηλές αξίες, μεταξύ των οποίων και η αγάπη προς την πατρίδα. Η Εκπαίδευση, μαζί με τα δημοκρατικά ιδεώδη, θα πρέπει να εμπνέει τον πατριωτισμό, όπως τον ενέπνευσε ο Περικλής στους συμπατριώτες του Αθηναίους στον περίφημο «Επιτάφιό» του.

Σ’  αυτό το εκπληκτικό κείμενο, το οποίο προβάλλουμε συνήθως από πολιτικής και πολιτειακής απόψεως, ως ένα ύμνο στη δημοκρατία, ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός προβάλλει έντονα την Αθήνα και εμπνέει έτσι το αίσθημα του πατριωτισμού στους Αθηναίους, δείχνοντας πως η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον πατριωτισμό, όπως και ότι αληθινός πατριωτισμός δεν  υφίσταται χωρίς δημοκρατία.

Αντιγράφω σε μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου ένα απόσπασμα από τον «Επιτάφιο», για να διαπιστώσουμε την περηφάνεια με την οποία μιλά ο Περικλής για την Αθήνα και τη μεταδίδει στους ακροατές του: «Συγκεφαλαιώνων λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι γενικόν της Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως να συγκεντρώνει εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας ποικιλωτάτας εκφράσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και χάριν.

Και ότι τούτο δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν, αλλά η πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την οποίαν τα προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. Διότι από όλας τας συγχρόνους πόλεις μόνη η πόλις των Αθηνών, όταν τεθεί υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα της φήμης της, και αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι ενικήθη από τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι κυβερνώνται από αναξίους» (Θουκυδ. Ιστοριών, Β, 41).

Δεν είναι, λοιπόν, μόνο καλό αλλά και απόλυτα αναγκαίο στις σημερινές συνθήκες, η Εκπαίδευσή μας να εμφυσήσει στα παιδιά και στους νέους την αγάπη προς την πατρίδα, να τους φέρει σε επαφή με υψηλά πρότυπα ζωής, αποσπώντας τους από τη μιζέρια μιας καθημερινότητας που κλείνεται στα τηλεπαιχνίδια, στη «ροζ» τηλεόραση και στη «δικτατορία» του κινητού τηλεφώνου.

Ωστόσο, η πιο μεγάλη ευθύνη βαρύνει τους ώμους των πολιτικών μας, οι οποίοι θα πρέπει να λειτουργήσουν όπως ο Περικλής και να αγωνιστούν, ώστε η Ελλάδα να γίνει μια χώρα αντάξια των προσδοκιών όλων των Ελλήνων, μια Ελλάδα για την οποία ο Έλληνας θα αισθάνεται περήφανος. Περήφανος όχι μόνο για το παρελθόν της αλλά και για το παρόν της. Γιατί αυτή η περηφάνεια θα αποτελέσει και το πιο δυνατό όπλο αποτροπής για όποιον επιβουλεύεται την ακεραιότητά της και τις δημοκρατικές ελευθερίες των κατοίκων της.