Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μάλλον τερματίζονται οι συζητήσεις και διαβουλεύσεις των ηγετών των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά κάποιες σοβαρές επιμέρους παραγράφους στο δρομολογούμενο Ταμείο Ανάκαμψης.

Βασικοί πρωταγωνιστές, οι γνωστές χώρες του Βορρά που αντιτίθενται στη συμφωνία που προτάθηκε προ καιρού, με αντικειμενικό φυσικά σκοπό τη μείωση των επιχορηγήσεων και την ανάλογη αύξηση των ποσών που θα δοθούν στις χώρες υπό  μορφή δανειακών υποχρεώσεων.

Η αντιπαράθεση μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου, βέβαια, είναι γνωστή και καλά κρατεί  εδώ και καιρό, αλλά η πρόσφατη επιδρομή του κορονοϊού, έδωσε μεγαλύτερη ώθηση σε αυτή. Παράλληλα προτάθηκε ο αυστηρότερος έλεγχος στους τομείς που θα οδηγηθούν οι επενδύσεις, με ανοιχτές διαδικασίες, και μάλιστα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε.  Φυσικά όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η μπίλια θα καθίσει κάπου στο κέντρο, για να ικανοποιηθούν όλες οι πλευρές και ενδιαφερόμενοι.

Είναι περιττό να τονισθεί ότι για  τη χώρα μας το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί χρυσή ευκαιρία για να γίνει απτή πραγματικότητα  ένα καινούργιο μοντέλο ανάπτυξης, αρκεί να σχεδιαστεί και εφαρμοσθεί με σωστό και ξεκάθαρο τρόπο. Η σημερινή κυβέρνηση με την ειδική επιτροπή που δημιούργησε φιλοδοξεί να πείσει τους εταίρους για τις καλές της προθέσεις  και την ακόμα καλύτερη τοποθέτηση των χρημάτων της Ε.Ε.

Η συγκεκριμένη χρηματοδότηση έρχεται σε μια στιγμή που η χώρα χρειάζεται τα ποσά αυτά όσο ποτέ άλλοτε. Μετά από την παρελθούσα δεκαετία, την υγειονομική κρίση που συντάραξε τις οικονομικές παραμέτρους, το Ταμείο Ανάκαμψης φαντάζει ως η μόνη αποτελεσματική και ελπιδοφόρα διέξοδος.

Ταυτόχρονα δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι  η φυγή μισού εκατομμυρίου καλά εκπαιδευμένων και ταλαντούχων νέων προς το εξωτερικό επιδείνωσε το πρόβλημα έτι περαιτέρω. Το που θα διατεθούν τα χρήματα της Ε.Ε., όταν και όποτε έρθουν, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση και τους σχεδιασμούς της για το οποίο φυσικά και θα κριθεί από όλους και κυρίως από το χρόνο.

Όμως υπάρχουν κάποια ουσιώδη ζητήματα στα οποία δεν χωρούν  εκπτώσεις. Αναφέρομαι στο ζωντάνεμα της υπαίθρου, κατά κύριο λόγο των μικρών χωριών και κωμοπόλεων, κυρίως των νησιωτικών περιοχών στις εσχατιές της χώρας.

Η ενίσχυσή  τους με όποιο τρόπο είναι άκρως απαραίτητη για εθνικούς λόγους  και η ανάπτυξή τους ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος άμυνας στην ολοένα και κλιμακούμενη επιθετικότητα της γείτονος χώρας. Είμαι βέβαιος, ότι το συγκεκριμένο  θέμα δεν προσφέρει  καμία «δόξα» στους πολιτικούς,  αλλά είναι απαραίτητη.

Η παραμονή του κόσμου σε αυτά τα μέρη για να γίνει πραγματικότητα απαιτεί καλύτερη ποιότητα ζωής και στοιχειώδεις ανέσεις τις οποίες σήμερα αρκετοί κάτοικοί τους ουδόλως απολαμβάνουν. Απαιτεί υγειονομική περίθαλψη, εύκολη πρόσβαση σε διοικητικές υπηρεσίες, εξυπηρετικές συγκοινωνίες με τα μεγαλύτερα κοντινά νησιά και τόσα άλλα  γνωστά που έχουν τονισθεί κατά καιρούς από τους αρμόδιους τοπικούς φορείς.

Τι σημαίνει, για παράδειγμα, ένα πολυδύναμο περιφερειακό ιατρείο για ένα ακριτικό νησί, όπως ας πούμε το Καστελόριζο,   όταν σε αυτό υπηρετεί μόνον ένας νεαρός γιατρός και άπειρος, παρά το γεγονός ότι  μπορεί να είναι  καθ’ όλα πρόθυμος, να προσφέρει τις  υπηρεσίες του και ο οποίος αλλάζει κάθε χρόνο;

Τα ακριτικά νησιά απαιτούν καλύτερη και περισσότερο  ευέλικτη οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών, εύκολη πρόσβαση σε καθημερινές τραπεζικές υπηρεσίες, συχνότερες και ασφαλέστερες  μετακινήσεις. Πώς θα εγκατασταθεί κάποιος νέος σήμερα εκεί και θα δημιουργήσει οικογένεια, πώς θα δοθεί η όποια ώθηση επιθυμούμε  όταν λείπουν τα στοιχειώδη;

Βεβαίως, πρόσφατα, οι κυβερνώντες δείχνουν κάποια τάση  να εξισορροπήσουν την κατάσταση με την έννοια της ψηφιοποίησης της χώρας, αλλά πόσοι αλήθεια πολίτες, κυρίως ηλικιωμένοι που είναι και η πλειοψηφία των ακριτών, είναι εξοικειωμένοι με αυτές;

Η φθίνουσα πορεία του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Το 2050 θα είμαστε κάπου δύο εκατομμύρια λιγότεροι και στο τέλος του αιώνα, οι μισοί! Οι πρόσφατες δημοσιεύσεις στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό Lancet, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας ειδικά για τη χώρα μας.

Δυστυχώς αυτή είναι η απελπιστική πραγματικότητα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν κάνουν λάθος, το ποσοστό απόκλισης είναι μικρό,   και εύκολα μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι  η κατάσταση στις ακριτικές περιοχές θα είναι απείρως χειρότερη από τη σημερινή, σε όλες τις επιμέρους παραμέτρους, με έμφαση κυρίως το δημογραφικό πρόβλημα.

Αφήνω ασχολίαστη την προ μηνών άποψη γνωστού ιστορικού που πρότεινε να κάνουμε εισαγωγή ενός εκατομμυρίου μεταναστών ώστε να λύσουμε μια και καλή το σχετικό πρόβλημα, για λόγους προφανείς.

Η ανάπτυξη της περιοχής του προηγούμενου αεροδρομίου, στο Ελληνικό, μπορεί να αποτελεί καλή λύση για την πρωτεύουσα, αφού θα προσφέρει κάποιες θέσεις εργασίας,  αλλά  τι γίνεται με την περιφέρεια, πως θα δρομολογηθεί η απαραίτητη αποκέντρωση και κυρίως η ενίσχυση των ακριτικών μας περιοχών;

Το πρόβλημα είναι εθνικό και δεν χωράει εκπτώσεις. Μπορεί η άμυνα να απαιτεί επίσης ενίσχυση, όπως πολλοί πρώην στρατιωτικοί διατείνονται και σωστά, αλλά ακόμα καλύτερη άμυνα είναι η ανάπτυξη των μικρών νησιωτικών μας περιοχών, η βελτίωση της ποιότητας ζωής εκεί, το χαμηλότερο κόστος ζωής, η τόνωση της οικονομίας τους, οι περισσότεροι και ευτυχέστεροι ακρίτες,  ειδικά σε τούτες τις εποχές όπου τα εθνικά θέματα βρίσκονται στο κατακόρυφο, με δεδομένη την εισροή, παραμονή και εγκατάσταση κάποιου αριθμού μεταναστών,  κατάσταση η οποία  απ’ ότι προοιωνίζεται θα είναι παρούσα για πολύ καιρό ακόμα!