Ο κάθε υπουργός Παιδείας στον τόπο μας φαίνεται πάντοτε να συμπεριφέρεται και να πράττει κατά το δοκούν. Να φέρνει νομοσχέδια για ψήφιση επιθυμώντας να αφήσει το προσωπικό του αποτύπωμα στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας. Επί σαράντα και πλέον χρόνια, μεταπολεμικά, γίνεται ακριβώς η ίδια διαδικασία, χωρίς απολύτως καμιά εξαίρεση.
Τροποποιήσεις, μεταβολές και σε τελική ανάλυση ανικανότητα των αγχωμένων υποψηφίων να δουν λίγο μακρύτερα, να προετοιμαστούν καλύτερα, αφού κάθε λίγο και λιγάκι τα σχέδια τροποποιούνται. Είναι ανεξήγητη πια η συμπεριφορά των συγκεκριμένων υπουργών. Άλλωστε, για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν όσα οραματίστηκαν, αφού ο αμέσως επόμενος αντικαταστάτης τους, είτε από την ίδια είτε από την επόμενη κυβέρνηση, τα άλλαξε πάλι όλα για να βάλει με τη σειρά του τη δική του, υποτίθεται, πινελιά και αφήνοντας το προσωπικό του στίγμα.
Ας αναφερθούμε, για παράδειγμα, σε ένα απλό και συγκεκριμένο θέμα. Οι ξένες γλώσσες σήμερα γνωρίζουμε ότι διδάσκονται και στα σχολεία μας. Όμως κανένας από εμάς δεν ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί πόσο καλά γνωρίζουν οι μαθητές μας την συγκεκριμένη ξένη γλώσσα διαβάζοντας όσα διδάχτηκαν εκεί.
Αλήθεια πήρε ποτέ κάποιος μαθητής πιστοποιητικό ή τίτλο σπουδών (First ή Proficiency Certificate in English, έτσι για να αναφερθούμε ενδεικτικά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση) για τη γλώσσα που διδάχτηκε στο σχολείο; Αφού είναι κοινό μυστικό ότι όλες οι ξένες γλώσσες διδάσκονται στα ιδιωτικά φροντιστήρια και από εκεί οι μαθητές παίρνουν τους επίσημους τίτλους σπουδών τους μέσω των εξετάσεων στις οποίες υποβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα στις αρμόδιες επιτροπές των ξένων πανεπιστημίων.
Αυτό σημαίνει ότι ή πρέπει να καταργηθεί η διδασκαλία των ξένων γλωσσών στα σχολεία μας ή να εντατικοποιηθεί και να οδηγούνται πλέον υποχρεωτικά οι μαθητές σε εξετάσεις ενώπιον της προαναφερόμενης επιτροπής, με τον ίδιο τρόπο όπως δίνουν εξετάσεις και στα άλλα μαθήματα.
Γιατί λοιπόν δεν μπορούν επιτέλους οι πολιτικές μας παρατάξεις να συνεννοηθούν για κάποια απλά και ταυτόχρονα τόσο σοβαρά θέματα, όπως το προαναφερόμενο της Παιδείας. Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, μια επιτροπή πολυκομματική να εργαστεί και να φέρει ενώπιον κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και λαού μια καλά επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση την οποία στη συνέχεια να δεσμευτούν όλοι ότι θα εφαρμόσουν τουλάχιστον για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι απαιτούνται τροποποιήσεις και στο ήδη υπάρχον εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ξένων σχολών στα σχολεία μας. Κι αυτό πρέπει επιτέλους να γίνει πραγματικότητα, γιατί δεν είναι θέμα του ενός ή του άλλου υπουργού Παιδείας ή του ενός ή του άλλου πολιτικού σχηματισμού! Κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να βρούμε ένα απλό αλλά και σοβαρό modus vivendi, αλλά και operandi, ταυτόχρονα, και σ’ αυτό το σημείο, μεταξύ πολλών άλλων βέβαια!