Η επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού είναι γνωστό ότι δεν έχει αφήσει καμιά πλευρά της ζωής ανεπηρέαστη. Πολιτική, κοινωνία, οικονομία, καλλιτεχνική ζωή, αθλητισμός, όλα έχουν υποστεί τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Από αυτόν τον κανόνα ήταν αδύνατο να εξαιρεθεί η Εκκλησία και η εκκλησιαστική ζωή. Ναοί έκλεισαν για μήνες, μεγάλες γιορτές γιορτάστηκαν με τους ναούς άδειους, εγέρθηκε θέμα Θείας Μεταλήψεως και προσκυνήσεως των εικόνων, υπήρξαν συγκρούσεις για τη χρήση μάσκας στους ναούς, ακόμη και για το αν η ασθένεια μεταδίδεται εντός των ναών.

Στην αρχή η Εκκλησία, όπως και όλη η κοινωνία,  βρέθηκε απροετοίμαστη όσον αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου της πανδημίας και υπήρξε μια περίοδος που ακολούθησε  την τακτική του «ήξεις-αφήξεις», με τους περισσότερους κληρικούς να μη θέλουν να παραδεχθούν την αλήθεια περί του φονικού ιού και της αναγκαιότητας των εμβολίων. Βεβαίως, λίγο αργότερα, η επίσημη Εκκλησία κατάλαβε την επικινδυνότητα της κατάστασης και πολύ ορθά πήρε αποφάσεις προς τη σωστή  κατεύθυνση, υιοθετώντας τις επιστημονικές απόψεις και αντιλαμβανόμενη ότι η αντιμετώπιση της αρρώστιας είναι θέμα των γιατρών και των νοσηλευτών και όχι της ίδιας.

Δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους κρίσεων, στο χώρο της Εκκλησίας εμφανίστηκαν διάφορα πρόσωπα, κληρικών κυρίως αλλά και λαϊκών, που, παρά τις συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας, αρνήθηκαν και εξακολουθούν να αρνούνται την ύπαρξη του ιού και την αναγκαιότητα των εμβολίων, δείχνοντας απείθεια στη Σύνοδο και στους επισκόπους των.

Με άλλα λόγια, οι κληρικοί αυτοί, έγγαμοι και άγαμοι, σήκωσαν «μπαϊράκι» στο όνομα τάχα της υπεράσπισης της Ορθοδοξίας, φωνασκούντες και «μαχόμενοι» υπέρ μιας «αλήθειας» που έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι και που, ως εκ τούτου, υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό τους. Στην ουσία, οι κληρικοί αυτοί κομματιάζουν τον ἀρραφο χιτώνα του Χριστού, σπέρνουν το μίσος και το διχασμό, δημιουργούν διχοστασίες και υψώνουν τείχη μεταξύ των ίδιων, που θεωρούν τους εαυτούς των «καθαρούς», «άσπιλους» και «αμόλυντους», και των άλλων, που είναι «ακάθαρτοι», «μιαροί» και υποταγμένοι τάχα στον αντίχριστο. Μάλιστα –κι αυτό είναι το πιο τραγικό-τους ακούς να αναφέρονται πιο πολύ στον αντίχριστο από ό, τι στον Χριστό.

Οι κληρικοί αυτοί έχουν χάσει εντελώς την έννοια της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού, ο οποίος έδωσε «τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ’. 4:11-12). Ωστόσο, αδιαφορώντας για τη Σύνοδο, για τον επίσκοπο και ποιμένα τους και για την καθόλου θεολογία και εκκλησιολογία της Εκκλησίας, οι στασιάζοντες κληρικοί, υποκινούμενοι από άγνοια, από οίηση, από πείσμα, από μίσος, από αδυναμία να κατανοήσουν την πραγματικότητα, έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι μόνον αυτοί, ως άτομα, γνωρίζουν και κατέχουν την αλήθεια και, επομένως, όλη η Εκκλησία πρέπει να πορεύεται σύμφωνα με τις απόψεις και τις ιδέες τους.

Πρόκειται για έναν εωσφορικό εγωισμό, που εκπορεύεται από εγωτικά και ναρκισσιστικά άτομα, ανθρώπους αλαζόνες και εγωπαθείς, που αποζητούν να είναι στραμμένα τα φώτα επάνω τους, που θεωρούν   ότι τα πάντα πρέπει να στρέφονται γύρω τους, που θέλουν οπαδούς που θα τους θαυμάζουν για την «αγιότητά» τους, για το «ελεύθερο πνεύμα»» τους, την εμμονή τους στην «παράδοση» και στην «καθαρότητα» της πίστης τους.

Πρωτοστάτες σε όλον αυτό τον παραλογισμό και την  εμμονική, αντιεκκλησιαστική στάση είναι κάποιοι από τους λεγόμενους «γέροντες», δηλαδή πνευματικούς-εξομολόγους ή μοναχούς προχωρημένους στην πνευματική ζωή, οι οποίοι καθοδηγούν τα πνευματικά τους παιδιά, ώστε να ζουν τη χριστιανική ζωή ως αληθινοί χριστιανοί. Εδώ εγείρεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα.

Είναι άραγε όλοι όσοι ονομάζονται «γέροντες» αληθινοί γέροντες, δηλαδή έχουν προχωρήσει στην πνευματική ζωή, είναι χαρισματούχοι (με την εκκλησιαστική έννοια του όρου), γνωρίζουν καλά την εκκλησιαστική διδασκαλία, έχουν ταπείνωση, δείχνουν υπακοή στον επίσκοπο και ποιμένα τους ή είναι άτομα ναρκισσιστικά, άτομα που έχουν εξιδανικεύσει αλαζονικά τον εαυτό τους, που αποζητούν την επιβράβευση, που θέλουν να έχουν «πνευματικοπαίδια», για να ασκούν πάνω τους εξουσία και να τα ελέγχουν, άτομα που, αν τους λείψουν οι οπαδοί, μένουν μετέωρα, άνθρωποι που, για να χρησιμοποιήσω το λόγο του Χριστού προς τους φαρισαίους Ματθ. 23,7), τους αρέσουν «οἱ άσπασμοί έν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων Ραββί (δηλ. δάσκαλε);

Μια επίσκεψη στο διαδίκτυο μπορεί να αναδείξει την ευκολία με την οποία ο οποιοσδήποτε «γέροντας» αφήνει τη σώζουσα σιωπή του κελιού του, για να «ξεσπαθώσει» κατά της Εκκλησίας στην οποία ανήκει και ο, ίδιος και να κηρύξει όχι μόνο την αρνητική άποψή του για την πανδημία και τα εμβόλια αλλά και για να προφητέψει επερχόμενες καταστροφές και συμφορές, που θα ενσκήψουν και θα πέσουν στα κεφάλια των αμαρτωλών εμβολιασμένων.

Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει και προτρέπει: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἐβρ. 13:7) καὶ·«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἐβρ. 13:17). Όμως, οι προτροπές αυτές παραθεωρούνται από τους «γέροντες», που θέλουν να λέγονται «υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας», οι οποίοι, βυθισμένοι στην παραπληροφόρηση, στην αλαζονεία και τις ναρκισσιστικές εμμονές τους, αδιαφορούν για την Αγία Γραφή και τους Ιερούς Κανόνες. Έτσι, η δράση τους καλλιεργεί μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας στην Εκκλησία, επηρεάζει πολλούς πιστούς και προκαλεί πνευματική αναστάτωση στον ορθόδοξο λαό.

Οι πιστοί, ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουν ότι η Εκκλησία ποτέ δεν στήριξε μια δογματική αλήθεια σε μια θεολογική θέση ενός αγίου, όσο μεγάλος άγιος κι αν ήταν αυτός. Βασικός όρος είναι η «συμφωνία» των Πατέρων, που εκφράζεται πάντοτε συνοδικά. Επομένως, κανείς από τους «γέροντες» που τον επηρεάζουν, όσο άγιος κι αν φαίνεται, δεν μπορεί να είναι πάνω από τη συνοδική έκφραση της Εκκλησίας.

Η «γεροντολατρία», ως προσωπολατρία άσχετη με τη συνοδικότητα, είναι πληγή στο εκκλησιαστικό σώμα. Γι’ αυτό, όσοι θέλουν να είναι αληθινά μέλη της Εκκλησίας θα πρέπει να θεωρούν ως αληθές ό, τι εκπορεύεται από τις Συνόδους της Εκκλησίας, στις οποίες οφείλουν να υπακούν και οι «γεροντάδες».

Το φαινόμενο του «γεροντισμού» που έχει παρατηρηθεί  εσχάτως, κατά το οποίο κάποιοι «γεροντάδες» (συχνά ανώνυμοι) απαιτούν από τα «πνευματικοπαίδια» τους πλήρη συμμόρφωση στις προτροπές και τις απόψεις τους, ακόμη κι αν αυτές είναι παντελώς αντίθετες με τις συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας, και απαιτούν την αποδοχή των πιο απίθανων «προφητειών» τους, το φαινόμενο αυτό μόνο κακό κάνει στο σώμα της Εκκλησίας, επειδή επιδρά διαλυτικά.

Και όπου υπάρχει διάλυση, εκεί και ο διάβολος, ενώ όπου υπάρχει ενότητα, εκεί υπάρχει ο Χριστός, ο οποίος ήλθε για να ενώσει τους ανθρώπους στο όνομα της αγάπης και όχι να τους διχάσει στο όνομα της εξουσίας, της Βαβέλ των «θρησκευτικών» απόψεων και του εωσφορικού εγωισμού.