Εκτός από τους σκληρούς, βάρβαρους, αιμοδιψείς και απάνθρωπους Γερμανούς της κατοχής, υπήρξαν και μερικοί, λίγοι έστω, με αισθήματα και ανθρωπιά, όπως αναφέρεται σε απομνημονεύματα των αγωνιστών.
«Έντρομοι οι μοναχοί του Αρκαδίου είδαν να καταφθάνει στο μοναστήρι ο ταγματάρχης Φουξ, διοικητής των Γερμανικών Δυνάμεων που είχαν έδρα την Πηγή Ρεθύμνης. Γνώριζε πολύ καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα και την ιστορία μας.
Δεν είχε την έπαρση του κατακτητή αλλά το σεβασμό ενός προσκυνητή. Μόνος του έκανε το γύρο της μονής, δείχνοντας σαν να αναπολεί γεγονότα. Ιδιαίτερα μπροστά στη μπαρουταποθήκη στάθηκε σε στάση προσοχής χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.
Οι μοναχοί στο μεταξύ τηρώντας τις παραδόσεις είχαν ετοιμάσει αβραμιαία φιλοξενία. Μια συνήθεια που δεν εξαιρούσε ούτε τους εχθρούς. Ο Γερμανός ήθελε να προσκυνήσει ένα βωμό ελευθερίας που σέβεται ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Στο μεταξύ συσσωρεύτηκαν πολλά σύννεφα απειλής πάνω από το μοναστήρι, που είχε γίνει άντρο αγωνιστών με τον Διονύσιο Ψαρουδάκη να πρωτοστατεί στον αγώνα μαζί με τους επίσης Ιερομόναχους, Τίτο Μαρκίδη και Θεοφύλακτο Τσιουδάκη.
Τα πράγματα θα ήταν για όλους χειρότερα αν έλειπε ο Γερμανός ταγματάρχης. Ο Φουξ ζήτησε ο ίδιος να ερευνήσει το μοναστήρι επιλέγοντας για οδηγό μόνο τον Τίτο Μαρκίδη, που είχε γνωρίσει κατά την πρώτη του εκείνη επίσκεψη. Σε κανέναν άλλο δεν επέτρεψε να ακολουθήσει. Όπως θα διηγηθεί αργότερα ο Μαρκίδης στον Διονύσιο, κανένας δεν θα πίστευε έχοντας βιώσει όλη τη ναζιστική θηριωδία στα αντίποινα, πως θα βρισκόταν Γερμανός αξιωματικός, να εντοπίζει οπλισμό σε κελιά και να προσπαθεί με την άκρη της ράβδου που κρατούσε να τα σπρώξει, ώστε να μη φαίνονται. Να κοιτάζει μετά γύρω του στους τοίχους και να φεύγει για το επόμενο κελί σαν να μην είδε τίποτα. Ο μοναχός έβλεπε και δεν πίστευε στα μάτια του.
Μια σκέψη τον έκανε να περάσει αφάνταστες στιγμές αγωνίας. Ο Γερμανός μάλλον πως δεν αντιδρούσε, περιμένοντας να εντοπίσει και άλλα όπλα και με την ολοκλήρωση της έρευνας θα πλήρωναν όλοι οι μοναχοί το τίμημα. Τα θανάσιμα στοιχεία εντοπίστηκαν σε λίγα κελιά αλλά και μόνο το ένα ήταν αρκετό για να αποδειχθεί η αντιστασιακή δράση του Μοναστηριού. Και να ακολουθήσουν οι μοιραίες συνέπειες. Μετά έσπευσε να δώσει εντολή για άμεση επιστροφή στην Πηγή. Άλλωστε, όπως είπε στους άλλους, δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσουν περισσότερο.
Ούτε Άγγλους είχε εντοπίσει κατά την έρευνά του ούτε και κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο για αντιστασιακή δράση των μοναχών, ώστε να παρατείνει την έρευνα και σε άλλους χώρους του μοναστηριού. Πριν φύγει όμως πλησίασε τον κάτωχρο Μαρκίδη και του είπε με το ίδιο ανέκφραστο ύφος: «Δεν θέλω να εφαρμόσω το νόμο για το Ιστορικό Αρκάδι, αλλά προσέξατε και λάβετε μέτρα προφυλακτικά, κινδυνεύει από εσάς και φέρετε βαρυτάτην ευθύνη…». Βλ. Εύας Λαδιά, Μονή Αρκαδίου: Αθέατες πλευρές της ιστορίας.
Ο Οπλαρχηγός Μ. Μπαντουβάς στα απομνημονεύματά του (σ.163), αναφέρει ότι αιχμάλωτος Γερμανός Αξιωματικός, τον οποίο δεν άφησε να εκτελέσουν στη μάχη της Κρήτης, τον ειδοποίησε αργότερα στην κατοχή, ότι του στέλνουν Γερμανό Αξιωματικό ως δήθεν Άγγλο, για να τον σκοτώσει και έτσι γλίτωσε. Παρόμοιο ήθος Γερμανού αναφέρεται και στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Ο στρατιώτης που φύλαγε κλεισμένα τα γυναικόπαιδα στο σχολείο στα Καλάβρυτα, όταν αντιλήφθηκε ότι οι Γερμανοί θα τα έκαιγαν ζωντανά, άνοιξε την πόρτα και δραπέτευσαν.
Τον ίδιο τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Στα απομνημονεύματα του Καλογεράκη Στυλιανού (Κατσαντωνιά) αναφέρεται: «Είχα αφήσει χειροβομβίδες μέσα σε γλάστρες, που ήταν ψηλά πάνω στο μπεντένι στο δώμα του σπιτιού μου, για να μην μπορούν να τις βρουν τα κοπέλια, αλλά και να μην βρίσκονται μέσα στο σπίτι σε τυχόν έρευνα των Γερμανών. Μια μέρα έρχεται στο σπίτι ένας Αυστριακός αξιωματικός, μορφωμένος μου φαινόταν για να με ρωτήσει ως Πρόεδρο.
Ήταν στο δώμα και κοίταζε προς το φαράγγι μπροστά από τις γλάστρες και ψηλός όπως ήταν, βλέπει τις χειροβομβίδες. Δεν λέει τίποτα. Μετά του λέω να καθίσει να τον κεράσω, γιατί ήθελα να διατηρώ διαύλους επικοινωνίας μαζί τους για να μην υποψιάζονται ούτε εμένα ούτε το χωριό, όπως κάναμε συχνά οι εκπρόσωποι του λαού, Προεστοί, Δήμαρχοι, Προέδροι, Μητροπολίτες, Ηγούμενοι, στους εκάστοτε κατακτητές. Μετά το κέρασμα, κοιτάζοντάς με διερευνητικά και καχύποπτα μου λέει σε σπαστά ελληνικά: Πρόεδρε πάνω καραμπίνα. Δεν καταλαβαίνω, παραξενεύομαι, με ζώνουν φίδια για το τι εννοεί. Μήπως έχει πληροφορίες ότι έχω όπλα; Και του απαντώ δήθεν χαμογελώντας: -Πρόεδρος όχι καραμπίνα.
Επιμένει ότι πάνω είναι καραμπίνα και εγώ αρνούμαι χωρίς να αντιλαμβάνομαι. Τότε βγάζει ένα χαρτί και μου ζωγραφίζει μια χειροβομβίδα, λέγοντας, αυτή πάνω. Τότε καταλαβαίνω και του λέω, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Άαα ναι, είχαν κοιμηθεί πριν μερικές μέρες άλλα δικά σας παιδιά σ’ ένα σπίτι στο χωριό και τις ξέχασαν φεύγοντας και μου τις έφεραν οι άνθρωποι ως Πρόεδρος, για να σας τις παραδώσω. Πηγαίνω τις φέρνω και του τις δίνω. -Αν ήταν άλλο τσιβίλι-στρατιώτης θα σε σκότωνε(καπούτ) μου λέει.
Ήθελα πολύ να ήξερα, με πίστεψε ή με λυπήθηκε, βλέποντας τα τρία μικρά κοπέλια μου να πηγαινοέρχονται στα πόδια του, ή ήταν ευαίσθητος με ανθρωπιά και ευσπλαχνία. Πείσθηκε ίσως, επειδή ήταν γερμανικού τύπου με μακριά λαβή. Δεν ξέρω αν ήταν αγγλικές πως θα αντιδρούσε, αφού θα σήμαινε ότι συνεργάζομαι με Εγγλέζους, ή αν ήταν μαζί με άλλους Γερμανούς αν θα μπορούσε να κάνει αυτή τη διαχείριση. Οι Αυστριακοί βέβαια, που ήταν με τους Γερμανούς πολλές φορές ήταν ηπιότεροι». Τελικά υπήρχαν Γερμανοί με αισθήματα, που δεν ήταν σκληροί Ναζιστές.
*Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών