Πολλοί είναι εκείνοι που εκπλήττονται με τη νέα διεθνή στρατηγική του Προέδρου των Η.Π.Α., έναντι των παραδοσιακών συμμάχων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα της Γερμανίας.
Επιτέθηκε στους παραδοσιακούς συμμάχους, αποκαλώντας τους “τζαμπατζήδες” στο ΝΑΤΟ, που δεν συμβάλλουν αρκούντως σ’ αυτό οικονομικά, αλλά και ότι η γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων βλάπτει την αντίστοιχη της χώρας του. Εκμεταλλεύονται, δηλαδή, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες για τη δική τους προστασία και ανταγωνίζονται αθέμιτα, ιδίως η Γερμανία, τις Η.Π.Α., ως προς το διεθνές εμπόριο.
Εν συνεχεία εξέπληξε η προσπάθεια Τραμπ να βελτιώσει, ραγδαία, τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, που παραδοσιακά ήσαν αντίθετες, όχι μόνο από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και μετά.
Η προσέγγιση αυτή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων ακόμα και στο συντηρητικό κόμμα του, γιατί οι ενέργειές του αυτές είναι σαν να απεμπολούν τη μεταπολεμική θέση της Αμερικής στον ευρωπαϊκό και φιλελεύθερο πολιτικό και οικονομικό κόσμο.
Πολλοί, επίσης, αφελώς, νομίζουν ότι οι ενέργειες αυτές του Τραμπ έχουν να κάνουν με την “ψυχανώμαλη”, δήθεν, τακτική του, να αυξάνει, δηλαδή, τη ρητορική ένταση, να ανεβάζει τους τόνους, ώστε στη συνέχεια να φέρνει συμφωνίες και να εξομαλύνει τα διεθνή θέματα προς όφελος των Η.Π.Α.
Κατά την άποψή μας, οι ενέργειες αυτές του Τραμπ δεν είναι τόσο απλές όσο φαίνονται, λαμβανομένου υπόψη ότι την εξωτερική πολιτική δεν την ασκεί προσωπικά ο Πρόεδρος της Αμερικής, αλλά εξαρτάται από τα εκάστοτε οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντά της.
Γιατί, όντως, σήμερα, τα αμερικανικά συμφέροντα κινδυνεύουν από το ανοικτό εμπόριο της Κίνας στο οικονομικό σύστημα, αφού έχει αυξήσει υπέρμετρα το εμπόριό της στην Ευρώπη και, ιδίως, στις Η.Π.Α.
Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη είναι ο οικονομικός γιγαντισμός της Γερμανίας έναντι των άλλων μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμμάχων της, και η προσπάθειά της να προσεγγίσει τη μεγάλη αγορά της Κίνας, στην οποία πωλεί τη βιομηχανική παραγωγή της.
Το ότι προς τα εκεί στρέφει τα εμπορικά βλέμματά της η Γερμανία φάνηκε πολύ νωρίς με τον, εκ μέρους της, κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας, τη δημιουργία μικρών δορυφόρων και αδύναμων κρατών στα Βαλκάνια, ώστε, σε συνεργασία σήμερα με την Κίνα, να δημιουργηθεί μία καινούργια οδός προς την Ανατολή, με τερματικό σταθμό την Κίνα, σε συνεργασία με την ίδια την Κίνα.
Και αυτό φάνηκε, με την πρώτη ματιά σήμερα, από τις επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα, αγοράζοντας το λιμάνι του Πειραιά, διά του οποίου τα αμοιβαία προϊόντα, γερμανικά και κινέζικαθα κυκλοφορούν προς όφελος και των δύο.
Είναι γνωστό, όχι ευρέως, ότι από τις αρχές του 1900 η Γερμανία σκόπευε στη δημιουργία του λεγόμενου σιδηροδρόμου που θα ένωνε τη Γερμανία με τη Βαγδάτη και εν γένει με τη Μέση και Άπω Ανατολή, για την ταχεία μεταφορά των προϊόντων της και την επίσης μεταφορά των πρώτων υλών από αυτές προς αυτήν.
Από το σχέδιο αυτό κατανοείται και η στάση της Γερμανίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα θλιβερά γεγονότα της Μικράς Ασίας και την αγγλόφιλη Μεγάλη Ελλάδα που ήταν εμπόδιο στη σιδηροδρομική γραμμή Γερμανίας- Βαγδάτης.
Το ίδιο είχαμε επισημάνει, ήδη από το 1981, με την εισήγησή μας στο Θεατρικό Σταθμό Ηρακλείου, σε Συνέδριο για τα σαράντα χρόνια της Μάχης της Κρήτης. Θέμα μας ήταν “Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό Ζήτημα” που καταρχήν εξένισε ως ερμηνεία. Το θέμα βγήκε ως βιβλίο, από τις εκδόσεις “Κνωσός’’, με τον ίδιο τίτλο, το 1988, και άρχισε πλέον να γίνεται αποδεκτή ως ερμηνεία.
Σκοπός, όπως γράφαμε, ήταν για τη Γερμανία “τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και οι νέες αγορές”. Τα πετρέλαια του Ιράκ, αλλά και όλη η περιοχή.
Τα πετρέλαια, δηλαδή, που επεδίωκε ο Romel διά της Αφρικής, γεγονός που θα βοηθούσε την υλοποίησή του η κατάληψη της Κρήτης.
Είχαμε προσπαθήσει “να ερμηνευθεί η σημασία της Μάχης σε τυπικό και ευρύτερο πεδίο, για να γίνει πιο εύκολη η προσέγγιση του χθες’’ και, όπως προορατικά γράφαμε, “αλλά και του σήμερα στην περιοχή της Ελλάδας και της Μέσης Ανατολής”. Ήταν η δεύτερη προσπάθεια της Γερμανίας για το δρόμο της προς την Ανατολή, τη στρατιωτική και την οικονομική κυριαρχία της.
Σήμερα, κατά την άποψή μας, επιχειρείται η τρίτη προσπάθεια της Γερμανίας για τη δημιουργία της ίδιας οδού, σε συνεργασία με την Κίνα, ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και της Ρωσίας, εξού και η προσέγγισή τους από τον Τραμπ και τον Πούτιν.
Όπως, δηλαδή, στις αρχές του 1900 ως το 1920-22 εμπόδιο της Γερμανίας ήταν η ύπαρξη της Μεγάλης Ελλάδας, που απέτρεπε, λόγω των αγγλόφιλων αισθημάτων τους, τη δημιουργία ανεμπόδιστα της σιδηροδρομικής γραμμής Γερμανίας- Βαγδάτης, το ίδιο εμπόδιο για τη Γερμανία ήταν και η ελεύθερη, αγγλόφιλη Κρήτη το 1941, για τα πετρέλαια και τις αγορές της Ανατολής.
Στη σημερινή Ελλάδα, όμως, έχουμε, δυστυχώς, ανιστόρητη πολιτική ηγεσία και ειδικότερα μια Κυβέρνηση που πάσχει από παλαιού τύπου διεθνισμό, εθνομηδενισμό, άγνοια της ιστορίας και ημιμάθεια.
Δεν τους δίδαξε, μ’ άλλα λόγια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η επιμονή και η πίεση, ειδικά από τη Γερμανία της Μέρκελ για την αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων, οι υποχωρήσεις στη γλώσσα και εθνότητα “μακεδονική” και η παραχώρηση ελευθέρας ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σε ένα κράτος αδύναμο, υποχείριο στη Γερμανία, για τη μεταφορά όχι μόνο πετρελαίου, διά μέσου των Σκοπίων προς τη Γερμανία, αλλά και βιομηχανικών προϊόντων στην Κίνα και αντιστρόφως.
Έτσι, “ελαφρά τη καρδία”, η Κυβέρνηση υπέκυψε σε όλα στις γερμανικές πιέσεις, διέκοψε τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία, με αντάλλαγμα την παραμονή τους στους θώκους της εξουσίας. Και αν όλα θα αφορούν τον οικονομικό στόχο της Γερμανίας, την μεγάλη αγορά της Κίνας, θα λέγαμε έχει καλώς.
Η οικονομική παντοδυναμία της, όμως, και η προσπάθεια για υλοποίηση των σχεδίων της είναι ικανή ακόμα να αποβεί εις βάρος των κρατών της Βαλκανικής, κατακερματίζοντάς τα, ώστε να μη σταθούν εμπόδιο, με τον όποιο πατριωτισμό τους, που τον ονομάζουν “φασισμό”. Ειδικότερα, βέβαια, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για την Ελλάδα, με όσα τεκταίνονται με το “Μακεδονικό” και τις βλέψεις των γειτόνων, Τούρκων και Αλβανών.
Τα νέα ακούσματα περί συνόρων με την Αλβανία είναι προάγγελος νέων κυβερνητικών υποχωρήσεων εκ μέρους μας, αφού όχι μόνο “δεν υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα’’, κατά τα πρωθυπουργικά χείλη, αλλά ως φαίνεται και στη στεριά. Και “ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω”, γιατί “οι καιροί ου μενετοί”.
* Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της ΠΑΕΑΚ – συγγραφέας