Ενώ έξω τον χειμώνα κάνει παγωνιά, μέσα στο καφενείο των γερόντων στο ορεινό χωριό επικρατεί μια ευχάριστη ζεστασιά που οι θαμώνες την απολαμβάνουν, γιατί ο Χαράλαμπος ο καφετζής κρατά το τζάκι αναμμένο. Εκεί μαζεύονται οι γέροντες και παίζουν τάβλι ή χαρτιά, πίνουν καφέ ή συζητούν πολιτικά. Λένε και αστεία. Και έτσι περνούν το πρωινό τους. Ο Γεράσιμος ο καλαμπουρτζής λέει νόστιμα αστεία.

-Έλα, Πέτρο, να παίξουμε μια παρτίδα τάβλι.

-Σήμερα, Γεράσιμε, δεν μπορώ. Έχω ζαλάδες… Πονεί η κεφαλή μου.

-Ζαλάδες; Πρέπει να προσέχουμε την υγεία μας, Πέτρο. Γιατί ανταλλακτικά για τα παλιά μοντέλα εύκολα δεν βρίσκονται…

Και «Κα, κα, κα…» σκάσανε στα γέλια ακούγοντάς τον τα γεροντάκια.

-Πες μας κι άλλο. Πες μας κι άλλο… φώναξαν ενθουσιασμένα.

– Ένα την ημέρα φτάνει, απάντησε εκείνος.

Τελευταία όμως ο Γεράσιμος δεν πολυπηγαίνει στο καφενείο. Δυνάμωσαν οι πόνοι που είχε στα κόκκαλα. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν ρευματισμοί. Είναι όμως καρκίνος αγιάτρευτος. Οι άλλοι το μάθανε όταν ρωτήσανε τον γιατρό, που μια μέρα πήγε κι αυτός στο καφενείο, παραμονή Πρωτοχρονιάς, που έλειπε ο Γεράσιμος.

-Και γιατί δεν του λέτε την αλήθεια, γιατρέ;

-Τις αλήθειες που καλό δεν κάνουν, παρά μόνο βλάπτουν, δεν τις λέμε, απάντησε εκείνος. Πάντως εγώ του το έχω πει και το ξέρει.

Όταν  οι εγγονές του Γεράσιμου το έμαθαν, είπαν στην γιαγιά τους – μια ιδιότροπη, παράξενη, στριμμένη γριά – να προσέχει τον παππού, γιατί είναι σοβαρά άρρωστος. Εκείνη απάντησε.

-Μμμ… Αυτός ο μονόχνωτος; Μη φοβάστε. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.

Οι εγγονές δεν ξαφνιάστηκαν. Η γιαγιά τους τα έλεγε κάτι τέτοια, ιδίως όταν είχε τα νεύρα της. Και τα είχε συχνά.

Μετά την Πρωτοχρονιά ο Γεράσιμος δεν εμφανίστηκε στο καφενείο. Παίρνει το αγροτικό αυτοκίνητο και βγαίνει στην εξοχή, στην αγροτική περιουσία του, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εκεί, λέει, αισθάνεται καλύτερα. Κλεισμένος μέσα στην ζεστή καμπίνα του αγροτικού, κοιτάζει τα χωράφια και σκέφτεται. Κάποια μέρα ξαναπήγε στο καφενείο και όλοι χάρηκαν που τον είδανε. Ο Πέτρος κάποια στιγμή του φώναξε.

-Καιρό έχεις να μας πεις κανένα αστείο, Γεράσιμε.

-Να σας πω. Πριν από τις γιορτές, που πήγα στην Αθήνα, πέρασα μπροστά από ένα χαλβαδοποιείο. Εντύπωση μου έκανε ένας καβγάς στο πεζοδρόμιο, κάτω από την ταμπέλα του καταστήματος. Μάλωνε ένας νέος με τον πατέρα του και τον θείο του – ιδιοκτήτες της επιχείρησης – δείχνοντας  την φρεσκοβαμμένη ταμπέλα. Η ταμπέλα με μεγάλα κεφαλαία γράμματα έγραφε «ΑΦΟΙ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΙ». Και από κάτω «ΧΑΛΒΑΔΕΣ».

Και όλοι γελάσανε.