Ο Χαρίλαος  κρατούσε την εφημερίδα αφηρημένος. Είχε διαβάσει μνημόσυνο του παλιού φίλου του, του Τιμολέοντος. Στενοχωρήθηκε. Πότε πέθανε; Δεν το είχε μάθει. Ήτανε αρκετά μεγαλύτερός του.

Παλαιότερα όμως, που έμενε κι αυτός στο Ηράκλειο, κάνανε παρέα και συζητούσαν πολύ μαζί. Του παραπονιόταν τότε ότι υπέφερε από τον προστάτη του. Όλο σηκωνόταν, του έλεγε, την νύχτα για τουαλέτα. Μια δαχτυλήθρα κατουρλιό μόνο έβγαζε. Βασανιστικό. Ύπνο δεν μπορούσε να χορτάσει. Και την ημέρα όλο νυσταγμένος ήτανε. Στο σπίτι τον έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Ο Τιμολέων συχνά περιαυτολογούσε.

Του έλεγε ότι  αυτός, αν ζούσε στην Αθήνα, ή έστω στην Θεσσαλονίκη, με τις γνώσεις και τις ικανότητες  που είχε, θα γινόταν καθηγητής  πανεπιστημίου. Μια φορά ο Χαρίλαος εκνευρίστηκε και τόλμησε να του πει «Την αξία σου, Τιμολέων, πρέπει να σου την  αναγνωρίζουν οι άλλοι. Όχι να την διαλαλείς εσύ ο ίδιος». Θύμωσε ο Τιμολέων και δεν έκανε ξανά παρέα μαζί του. Ούτε του ξαναμίλησε. Ύστερα μετακόμισε στο χωριό του. Σταμάτησαν οι επαφές τους.

Και σκεφτόταν ο Χαρίλαος ότι γέρασε πια και ο ίδιος. Άρχισαν τα δόντια του να σαπίζουν, τα μάτια του να μη βλέπουν καλά, τα αφτιά του να μην ακούνε καλά… Έπεσαν και τα μαλλιά του, έγινε φαλακρός, σούφρωσε το δέρμα του, αδυνάτισε η μνήμη του…  Πονάει η μέση του… Και άρχισε, από μέσα του, να απαριθμεί τα κουσούρια του.

Τα νεφρά του (ανεβασμένη κρεατινίνη), η καρδιά του (αρρυθμίες), το στομάχι του (τον πειράζουν τα φασόλια, του δημιουργούν αέρια, πρόβλημα, ιδίως  όταν έχει επισκέψεις), το συκώτι του, τα πνευμόνια του, η πίεσή του, το ζάχαρό του, τα αιματολογικά του…  Συσσωρεύτηκαν πολλά. Και όλο καινούργια ξεφυτρώνουν.

Όλα πρέπει να τα προσέχει  τώρα, όλα πρέπει να τα ελέγχει, όλο στον γιατρό για εξετάσεις πρέπει να πηγαίνει, όλο στο φαρμακείο για φάρμακα πρέπει να τρέχει… Έγινε σαν ένα παλιό αυτοκίνητο, που συνεχώς  επισκευές  χρειάζεται. Όσο  αντέχει ακόμη, φροντίζει  τον εαυτό του, να μην καταντήσει γέρος  σιχαμερός, που σιχαίνεσαι να τον βλέπεις.

Και όμως η ζωή εξακολουθεί να είναι γλυκιά. Γέρασε, όμως δεν θέλει να πεθάνει. Υπάρχουν ακόμη ομορφιές στην ζωή και χάρες που τις απολαμβάνει. Τι όμορφες που είναι οι εγγονούλες του! Πόσο τον αγαπάνε! Πόσο τις αγαπάει και αυτός αυτές! Είναι και η ζεστασιά του δωματίου του, τον χειμώνα, όταν έχει κακοκαιρία και έξω βρέχει. Όμορφα είναι και τότε.

Είναι και η άνοιξη με τον ζεστό της ήλιο, με τις πρασινάδες  και τα λουλούδια. Ανθίζουν τα δέντρα, κελαηδούνε τα πουλά στην εξοχή…  Έρχεται το Πάσχα… Τι όμορφος  που γίνεται τότε ο κόσμος! Αχ, η ζωή… Όταν  έχεις την υγεία σου, έστω και λίγη να είναι, τι ωραία που περνάς… Ακόμη και στα γεράματα. Κουτσά στραβά, όταν δεν πολυυποφέρεις, η  χαρά δεν λείπει. Όμορφη είναι η  ζωή! Ο θάνατος μαυρίλα, που λέει και ο ποιητής.

Αυτά σκεφτόταν ο Χαρίλαος κοιτώντας από το παράθυρο έξω  την ανθισμένη αμυγδαλιά στον κήπο τους. «Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά/ με τα χεράκια της…».  Ένα παλιό τραγούδι. Πώς  του  ήρθε τώρα στο μυαλό κι  αυτό;

Ελαφρός ύπνος  τον πήρε μέσα στην γεροντική πολυθρόνα.  Έπεσε η εφημερίδα από τα χέρια του. Ξαφνικά άκουσε θόρυβο και ξύπνησε. Κάποιος ξεκλείδωνε την πόρτα. Η γυναίκα του, που μαγείρευε, του φώναζε από την κουζίνα. «Σήκω  να ανοίξεις!  Δεν ακούς;»  Ήρθαν οι εγγονούλες  τους  να τους  δουν. Η χαρά τους.