Σαν σήμερα, πριν ένα χρόνο, 15 Απριλίου 2020, στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 102 ετών ο Γεώργιος Τζίτζικας, από τους τελευταίους αντιστασιακούς της περιόδου 1941-44.

Είχε γεννηθεί το 1918 στο Άνω Μέρος Αμαρίου.

Στις 6 Απρίλιου 1941, όταν η Γερμανία κήρυξε  τον πόλεμο κατά της Ελλάδος, υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στην     ελληνοβουλγαρική μεθόριο, οχυρά Μεταξά, στο νομό Ξάνθης. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέτρεψε στην Κρήτη.

Κατά τη Μάχη της Κρήτης, 20 έως 30 Μαΐου, πολέμησε εναντίον των Γερμανών  γύρω  από την πόλη του Ρεθύμνου.

Τον Απρίλιο του 1942 εντάχτηκε στην αντιστασιακή οργάνωση του Πετρακογιώργη.

Μετά το τέλος του πολέμου, μετανάστευσε στις ΗΠΑ.

Υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Παγκρητικής Ένωσης Αμερικής.

Το 2011 η Εταιρεία  Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, εξέδωσε  στη σειρά «Μαρτυρίες» τον τόμο με τίτλο  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 1939 -1945 του Γ. Τζίτζικα.

Την Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιστορικού Μουσείου στο Ηράκλειο, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου από την ιστορικό  κ. Λένα Τζεδάκη, τον επιμελητή νεότερης ιστορίας του ΙΜΚ κ. Κωστή Μαμαλάκη και τον ίδιο τον Γεώργιο Τζίτζικα.

Η εκδήλωση ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένη  και  συγκινητική, καθώς, εκτός  από τους εξαίρετους ομιλητές, παρίστατο αυτοπροσώπως και ο ενενηντατετράχρονος, πρώην αντάρτης, που με τη λεβεντιά και τον πηγαίο αφηγηματικό του λόγο  εντυπωσίασε το ακροατήριο.

Δύο ημέρες μετά την παρουσίαση του  βιβλίου, συνάντησα τυχαία τον Γεώργιο Τζίτζικα στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου Ηρακλείου. Τον προσκάλεσα να καθίσει στην ελεύθερη θέση δίπλα μου. Μετά τις τυπικές συστάσεις, τού ανέφερα  ότι είχα διαβάσει το βιβλίο του και ότι ήμουνα στην εκδήλωση  παρουσίασής του. Τα λόγια μου αποτέλεσαν την αφορμή να ξεκινήσει μια  εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και  αποκαλυπτική συζήτηση η οποία, λόγω και της καθυστέρησης της πτήσης, διήρκεσε   περισσότερο από μια ώρα.

Ήταν ευγνώμων προς το προσωπικό του Μουσείου για τη μεγάλη τιμή να εκδώσουν τα απομνημονεύματά του, «όνειρο ζωής», αλλά και για όλους εκείνους που  παρευρέθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου.

Η συζήτηση μας επικεντρώθηκε κυρίως στον σχολιασμό και την έκφραση προσωπικής άποψης και συναισθημάτων αναφορικά με τα γεγονότα που εμπεριέχονται στο βιβλίο.

Πικρία για την ήττα, αλλά και αγανάκτηση για την παντελή έλλειψη πρόνοιας, από τις  στρατιωτικές αρχές, για τους χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες  που  υπηρετούσαν στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, οι οποίοι, μετά την κατάρρευση του  μετώπου, 9-10 Απριλίου 1941, εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους. Για τους Κρήτες στρατιώτες,  ο κίνδυνος εγκλωβισμού στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μεγάλος. Πράγματι, χιλιάδες  στρατιώτες που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν έγκαιρα στο νησί εγκλωβίστηκαν  στην Αθήνα. Πολλοί από αυτούς  πέθαναν από την πείνα και το βαρύ χειμώνα  του 1941-42, άλλοι   αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο  στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας, όπου από τις κακουχίες πέθαναν περισσότεροι από εννιακόσιοι.

Κατά την οπισθοχώρηση, ο ίδιος  με τους  δύο κρητικούς συνάδελφους του αιχμαλωτίστηκαν δύο φορές. Και τις δύο δραπέτευσαν.

Κατάφεραν να επιβιώσουν χάριν της   βοήθειας  χωρικών της Μακεδονίας και των μοναχών του Αγίου Όρους,  οι οποίοι  αφού τους περιέθαλψαν, τους ναύλωσαν καΐκι  που τους μετέφερε  στην   Αττική, από όπου  με αγγλικά πλοία επέστρεψαν  στην Κρήτη.

Μετά από λίγες εβδομάδες, πήρε μέρος στην  υπεράσπιση  της πόλης του  Ρεθύμνου κατά τη Μάχη της Κρήτης. Με συγκίνηση  αναφέρθηκε στη μαζική και αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων, ανδρών και γυναικών, κάθε ηλικίας  στην υπεράσπιση της πόλης από τους αλεξιπτωτιστές. Ελάχιστοι ήταν οπλισμένοι, και αυτοί με «παλιοντούφεκα», ενώ άλλοι με μαχαίρια, μαγκούρες, γεωργικά εργαλεία, πέτρες, ξύλα. Οι περισσότεροι ήταν άοπλοι. Όπως είναι γνωστό, πολλά όπλα είχαν κατασχεθεί, σε όλη την Κρήτη από το Μεταξικό καθεστώς, μετά το κίνημα των Χανίων τον Ιούλιο 1938. Από τους  Έλληνες  στρατιώτες  ελάχιστοι ήταν επαρκώς οπλισμένοι. Με σχετικά  καλό οπλισμό  ήταν οι  πεντακόσιοι νεοσύλλεκτοι  χωροφύλακες, οι οποίοι «πολέμησαν γενναία».

Οι Έλληνες, οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί σύμμαχοι για δέκα ημέρες υπερασπίστηκαν την πόλη του Ρεθύμνου.

Δυστυχώς, η πόλη κατελήφθη από τους  Γερμανούς μετά την πτώση των Χανίων. Τότε,  δόθηκε εντολή στους υπερασπιστές της να την εγκαταλείψουν.

Πικρία,  απόγνωση, θυμός αλλά και  εκδίκηση ήταν τα συναισθήματα του εικοσιτριάχρονου Τζίτζικα.

Προάγγελος μελλοντικών αποφάσεων!

Η επόμενη περίοδος, από τον Απρίλη του 1942 μέχρι τον Οκτώβρη του 44, τον βρίσκει ενταγμένο στην αντιστασιακή  οργάνωση του Πετρακογιώργη.

Ήταν η σπουδαιότερη και πυκνότερη σε γεγονότα περίοδος της ζωής του. Η γνώμη του για τον Πετρακογιώργη: χαρισματικός ηγέτης, έντιμος, γενναίος, δίκαιος, συνετός, βαθιά θρησκευόμενος, ακραιφνής  βενιζελικός, δύσπιστος με τους ξένους, κυρίως  τους Άγγλους, λιγότερο με τους Αμερικάνους.

Ο νεαρός Τζίτζικας εκτιμούσε, αγαπούσε και σέβονταν   τον Πετρακογιώργη,  με τον οποίο διατήρησε θερμές σχέσεις μέχρι το θάνατο του, το 1972.

Στην Ομάδα επικρατούσε πνεύμα σύμπνοιας, συνεργασίας, αλληλοεκτίμησης, αλληλεγγύης, πειθαρχίας και σεβασμού  στις αποφάσεις, «κανείς δεν έκανε της κεφαλής του». Εξ’ άλλου, ο αρχηγός δεν επέτρεπε συμπεριφορές που θα μπορούσαν να «χαλάσουν» το  καλό κλίμα.

Η υποστήριξη των κατοίκων, κυρίως των κτηνοτρόφων, της Μεσσαράς, του Αμαρίου και του Αγ. Βασιλείου  προς τον Πετρακογιώργη και τους αντάρτες του ήταν μεγάλη.

Με ιδιαίτερη συγκίνηση αναφέρθηκε  στη  μάχη στο Τραχήλι Βοριζίων, 15 Αυγούστου 1943, όπου η Ομάδα περικυκλώθηκε από τους Γερμανούς: «εδώ φάνηκε ο ηρωισμός του αρχηγού και το δέσιμο των ανδρών της Ομάδας». Οι 22 αντάρτες,  με το φτωχό τους οπλισμό, «νίκησαν» τους  450 πάνοπλους Γερμανούς, οι οποίοι υποχώρησαν αφήνοντας περισσότερους από 30 νεκρούς.

«Ήταν η ενδοξότερη μάχη που έδωσε η Ομάδα».

Δυστυχώς, όπως υποψιάστηκαν αμέσως, οι Γερμανοί οδηγήθηκαν στο Τραχήλι από προδότες. Σήμερα είναι γνωστές οι λεπτομέρειες.

Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια περιέγραψε  το σαμποτάζ στο γερμανικό φυλάκιο στα  Ξεροκάμπια, μεταξύ Κόκκινου Πύργου και Αγ. Γαλήνης, στις 22 Ιουλίου 1944. Η υπερηφάνειά του εκπορεύονταν από το γεγονός ότι ο Πετρακογιώρης είχε αναθέσει σε αυτόν, μόλις 26 ετών, την ηγεσία της ομάδας, έξι Ρεθυμνιώτες, η οποία έφερε εις πέρας το όλο εγχείρημα με απόλυτη επιτυχία.

Στο τέλος αυτής της απρόσμενης συνάντησης, και ενώ είχε γίνει η αναγγελία των  πτήσεων, μού εκμυστηρεύτηκε ότι τον στεναχωρούσε που η μεγάλη προσφορά των Βοριζίων στην αντίσταση δεν έχει αναγνωριστεί όπως θα έπρεπε: «Βοριζανοί  ήτανε οι πρώτοι αντάρτες της Ομάδας, τα Βορίζα,  και το Αμάρι, υποστήριξαν  περισσότερο από όλους την Ομάδα, και για αυτό την πλήρωσαν ακριβά».

Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και τηλέφωνα. Του ευχήθηκα υγεία και μακροζωία. Αντευχήθηκε «και του χρόνου με το καλό», κρέμασε το μπαστούνι του στο αριστερό μπράτσο και απομακρύνθηκε…

Καλό ταξίδι προς τη δόξα σταυραετέ του Ψηλορείτη!!