Εκδόθηκε στην Αθήνα πριν λίγα μόλις έτη – αλλά απαρατήρητα σ’ εμάς στην Κρήτη- η βιογραφία, για πρώτη φορά, του συντοπίτη μας Γεωργίου Σαμουήλ με τον τίτλο «Στρατηγός Γεώργιος Σαμουήλ 1894-1965/Αρχηγός Ελληνικής Χωροφυλακής-Ο ήρωας του Μακρυγιάννη 1944» του Ανδρέα Σαμουήλ (εκδόσεις Πελασγός 2019), τεκμηριωμένη από πλήθος εγγράφων (ντοκουμέντων) και με εκτενείς αναφορές στα μεγάλα ιστορικά-πολιτικά γεγονότα της εποχής που ο Γεώργιος Σαμουήλ έζησε. Πρόκειται για μια σημαντική προσωπικότητα της Κρήτης αλλά ελάχιστα γνωστή στους Κρητικούς, και δη στους νεώτερους. Ένα μόνο, νομίζω, δημοσίευμα στον τοπικό τύπο αναφέρεται σ’ αυτόν (ΑΝΑΤΟΛΗ Αγίου Νικολάου Λασιθίου/Ιούλιος 1952), στο οποίο και χαρακτηρίζεται «το επίλεκτον τούτο τέκνον του Νομού μας»1.
Το παρόν δημοσίευμα, βασιζόμενο στην ανωτέρω εκδοθείσα βιογραφία, εστιάζεται στην καθαυτό προσωπικότητα του Γεωργίου Σαμουήλ, ανεξαρτήτως πολιτικών ιδεολογιών, κομματικών τοποθετήσεων και προκαταλήψεων ή εμπαθειών, με μνεία των σημαντικότερων γεγονότων του βίου του.
Ο Γεώργιος Σαμουήλ, εξ Ιεραπέτρας ορμώμενος (γεννηθείς στην Κάτω Μερά της Ιεράπετρας στις 1-1-1894), ήταν παιδί μιας πολυμελούς πτωχοτάτης οικογενείας (ίσως της πτωχότερης στην Ιεράπετρα). Γονείς του ήταν ο Ανδρέας Σαμουήλ (ο «καλοκάγαθος εκείνος άνθρωπος και καλός Χριστιανός», όπως αναφέρει ο Γεώργιος Σαμουήλ σε επιστολή του) και η Μαρία το γένος Λιλυμπάκη.
Έχοντας έφεση για διάκριση και προσφορά, όντας δε ευφυής, φιλομαθής, επιμελής, φίλεργος και γαλουχημένος με τα εθνικοαπελευθερωτικά ιδεώδη, αφού απεφοίτησε από το Σχολαρχείο Ιεράπετρας κατατάχθηκε στις 3 Ιουλίου του 1913 στην Κρητική Χωροφυλακή (ενσωματωθείσα λίγο αργότερα στην Ελληνική Χωροφυλακή), διακριθείς κατά την εκπαίδευσή του στα Χανιά και αποσπώντας τιμητικές διακρίσεις.
Ανήλθε ταχέως στους βαθμούς της ιεραρχίας του Σώματος της Ελληνικής Χωροφυλακής. Οι κρίσεις γι’ αυτόν από τους ιεραρχικά ανωτέρους του ήταν εξαίρετες καθ’ όλη την σταδιοδρομία του. Χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προκειμένη βιογραφία υπηρεσιακές κρίσεις/εισηγήσεις, με «…νοημοσύνην ουχί την τυχούσαν, ειλικρίνειαν, ευσυνειδησίαν και αυταπάρνησιν κατά την εκτέλεσιν του καθήκοντός του …», είναι «ευθύτατος, ειλικρινέστατος, σταθερός, σεμνός, εντιμώτατος …οξυτάτης αντιλήψεως, βαθείας κρίσεως και προορατικότητος …ψύχραιμος και αποφασιστικός …εργατικός, δραστήριος …εύρωστος και σκληραγωγημένος …» και «… διοικεί άνευ φωνών αλλά μετά σθένους …έχει αυτοκυριαρχίαν, διατάσσει αξιοπρεπώς και επιβλητικώς …είναι δίκαιος και ανιδιοτελής …», έχει δε «…μεγίστη ευψυχία …υπέροχον ήθος …πατρική και στοργική προς πάντας συμπεριφορά …».
Αλλά και όσοι συναναστράφηκαν τον Γεώργιο Σαμουήλ όχι μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών του καθηκόντων τον χαρακτηρίζουν απλό, προσηνή, εγκάρδιο, δίκαιο και εγκύπτοντα στα προβλήματά τους, ώστε, μάλιστα, να τον αποκαλούν «ο πατέρας μας» για το αμέριστο και έμπρακτο ενδιαφέρον του.
Υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, Διοικητής των Μεταβατικών Αποσπασμάτων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, διακριθείς στην καταδίωξη βουλγαρικών συμμοριών, όπως και Διοικητής της Δ/νσης Χωροφυλακής Τρικάλων και του Η΄ Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών, διακριθείς σε επιχειρήσεις κατά παντοίων κακοποιών στοιχείων.
Σημαντικό γεγονός του βίου του ήταν η προσχώρησή του (με τον βαθμό του Μοιράρχου) στο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα αυτό αποτάχθηκε από το Σώμα της Ελληνικής Χωροφυλακής και φυλακίσθηκε (αρχικά στις Φυλακές Επταπύργου Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία στις Φυλακές Τρικάλων), ενώ δημεύθηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία του (ακόμη και οι οικοσκευές του σφραγίσθηκαν). Αποφυλακίσθηκε στις 2-12-1935 (κατόπιν χορηγήσεως γενικής αμνηστίας) αλλά δεν επαναφέρθηκε στην ενεργό υπηρεσία, εγγραφείς μόνο στην εφεδρεία του Σώματος, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να εργασθεί ως ιδιώτης αρχικά στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στην Αθήνα, προσπορίζοντας τον βιοπορισμό του με κάθε τρόπο (ακόμη και εργαζόμενος σε καρβουνοαποθήκη).
Παρά τις αντιξοότητες αυτές παντρεύθηκε τον Ιούλιο του 1936 την αγαπημένη του Καλλιόπη Μαντζουρίδη (κόρη γνωστού εμπόρου από το Σιδηρόκαστρο), με την οποία απέκτησε δύο παιδιά – την Μαίρη και τον Ανδρέα.
Τον Αύγουστο του 1943 επανέρχεται στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετείται Διοικητής του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών στη συνοικία Μακρυγιάννη (όπου σήμερα ευρίσκεται το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης) αλλά η τοποθέτησή του αυτή ανακλήθηκε παραχρήμα κατόπιν έντονης απαίτησης του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή της Ελλάδος. Αλλά αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα (12-10-1944) και την ορκωμοσία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου ορίζεται στις 21-11-1944 εκ νέου Διοικητής του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών.
Εν συνεχεία, μετά την παραίτηση των εκπροσώπων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα αιματηρά γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου στο κέντρο της Αθήνας, η Ελληνική Χωροφυλακή εντέλλεται από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου όπως αναχαιτίσει την ορμητική προέλαση των ανταρτών (ΕΛΑΣ) στην Αθήνα, με δεδομένο ότι συνιστούσε την σημαντικότερη εναπομείνασα ενεργό στρατιωτική δύναμη του επίσημου Κράτους.
Τούτο συνεπαγόταν ότι το βάρος της αναχαίτισης θα επωμιζόταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών (με προβλεπόμενη οργανική δύναμη 429 οπλίτες και 100 αξιωματικούς), που διατηρείτο σχεδόν αλώβητο και λόγω της νευραλγικής του θέσεως αποτελούσε το βασικότερο εμπόδιο των ανταρτών για την κατάληψη της Αθήνας. Το εγχείρημα αυτό ισοδυναμούσε, ως προσφυώς ελέχθη, με «αποστολή αυτοκτονίας», αφού οι στρατιωτικές δυνάμεις των ανταρτών ήταν κατά πολύ υπέρτερες σε αριθμό και οπλισμό, εφόδια εν γένει.
Ο Γεώργιος Σαμουήλ διαπιστώνει τις σοβαρές δυσχέρειες για την άμυνα του Συντάγματος έναντι της σχεδιαζόμενης κατ’ αυτού επίθεσης, επιδεινούμενες από το ακατάλληλο των κτιρίων του. Μεριμνά, υπό την πίεση του χρόνου, για μια κατά το δυνατόν ενίσχυση του αξιομάχου του Συντάγματος και του φρονήματος των ανδρών του, δίδοντας το σύνθημα «δεν θα περάσουν» και διατάσσοντας «άμυνα μέχρις εσχάτων». Η επίθεση άρχισε τις πρωινές ώρες της 6ης Δεκεμβρίου 1944 με αθρόους πυροβολισμούς, κωδωνοκρουσίες, σαλπίσματα και ιαχές.
Με την έναρξη της επίθεσης την ημέρα αυτή, εορτή του Αγίου Νικολάου, ο Γεώργιος Σαμουήλ, ενθυμούμενος την εορτή του Αγίου, προσήλθε εν μέσω πυρών στο ευρισκόμενο στον χώρο του Συντάγματος εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, όπου προσευχήθηκε με θέρμη για τη σωτηρία του Συντάγματος και της Ελλάδος. Οι μάχες συνεχίσθηκαν όλες τις επόμενες ημέρες με αμείωτη ένταση, περιγραφόμενες διεξοδικά και κατά γλαφυρό τρόπο από τον ίδιο τον Γεώργιο Σαμουήλ στο βιβλίο του «Η Εποποιΐα του Μακρυγιάννη» (πρώτη έκδοση το 1950 και επανέκδοσή του το 2002 και 2018).
Η σύγκρουση κορυφώθηκε την 10η Δεκεμβρίου 19442 με σφοδρότατες την ημέρα αυτή μάχες. Παρά την ασφυκτική πολιορκία και τις ελλείψεις σε εφόδια, το Σύνταγμα συνέχισε να αντιστέκεται και να αμύνεται επιτυχώς, ακόμη και μετά την διαταχθείσα αποχώρηση εκατό (100) ανδρών του προς φύλαξη των Παλαιών Ανακτόρων, για την οποία (διαταχθείσα αποχώρηση) εξεπλάγη ο Γεώργιος Σαμουήλ αφού ακόμη μαίνονταν οι μάχες.
Ο Γεώργιος Σαμουήλ μεταλαμπάδευε στους άνδρες του Συντάγματος την πίστη για την νίκη, ενώ με την αυτοκυριαρχία του και την στρατιωτική του δεινότητα έδινε τις κατάλληλες εντολές και έλυνε με αποφασιστικότητα τα ανακύπτοντα προβλήματα, περιερχόμενος στο πεδίο της μάχης και αψηφώντας τους κινδύνους. Τελικά, την 16η Δεκεμβρίου 1944 άρχισε να χαλαρώνει ο πολιορκητικός κλοιός και επακολούθησε η υποχώρηση και απώθηση των αντιπάλων με βαριές γι’ αυτούς απώλειες και αρκετούς αιχμαλώτους3.
Η νικηφόρα αυτή άμυνα του Συντάγματος επέφερε την αποσόβηση της κατάληψης της Αθήνας με προφανείς τις συνέπειες για όλη την Ελλάδα, αναδεικνύοντας τον Γεώργιο Σαμουήλ, ως επικεφαλής του Συντάγματος και λόγω του σθένους και των ικανοτήτων που επέδειξε, σε πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων στην μεταπολεμική Ελλάδα κατά γενική ομολογία. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου σε ομιλία του στην Βουλή (στις 8-6-1950) δήλωσε ευθαρσώς ότι ο Γεώργιος Σαμουήλ «…εδόξασε το Σώμα και υπήρξε ο κύριος συντελεστής δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος …».
Μετά ταύτα, ο Γεώργιος Σαμουήλ τοποθετείται Ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής Δυτικής Μακεδονίας (1946-1947) και Γενικός Διευθυντής Χωροφυλακής Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (1948-1950), επιδείξας σημαντικότατο έργο. Τέλος, προς αναγνώριση της όλης προσφοράς του, επιλέγεται Αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής (1950-1952). Ο Γεώργιος Σαμουήλ στο κορυφαίο αυτό γεγονός της σταδιοδρομίας του δεν λησμονεί την μητέρα του, γράφοντάς της ότι η ανωτάτη αυτή θέση που κατέλαβε οφείλεται στις ευχές της και ευχόμενος παραλλήλως σ’ όλες τις μητέρες να έχουν ανάλογες χαρές από τα παιδιά τους (βλ. την συγκινητική αυτή επιστολή του στη σελ. 127 της βιογραφίας).
Κατά την τελευταία αυτή θητεία του αναδιοργάνωσε επιτυχώς την Ελληνική Χωροφυλακή. Τις πρώτες μάλιστα μέρες του ως Αρχηγού της Ελληνικής Χωροφυλακής κατόρθωσε να αποκαταστήσει την ηρεμία στην Κρήτη μετά την αναστάτωση που προκλήθηκε από την απαγωγή της όμορφης Τασούλας, κόρης του βουλευτή Φιλελευθέρων Γιώργη Πετρακογιώργη, από τον Κώστα Κεφαλογιάννη (αδελφό του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Μανώλη Κεφαλογιάννη).
Μετά την αποστρατεία του συνδράμει τους εμπερίστατους συνανθρώπους του, ενώ επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Γεραπετρίτες, γενικότερα τους Κρητικούς, και τα προβλήματά τους (ως, θα λέγαμε, οιονεί «κρητικάρχης»). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος Πρόεδρος της «Ένωσης των εν Αθήναις Ιεραπετριτών» και ιδρυτικό μέλος της «Κρητικής Εστίας», όπως και της «Παγκρητίου Ενώσεως».
Πέραν, όμως, της λαμπρής σταδιοδρομίας του στην Ελληνική Χωροφυλακή ο Γεώργιος Σαμουήλ υπήρξε και συγγραφέας, αρθρογράφος και στιχουργός πατριωτικών ποιημάτων, το δε θεατρικό του έργο «Η δόξα και το δράμα της Ελλάδος» παρουσιάσθηκε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
«Έφυγε» απροσδόκητα στις 3-9-1965, στην Αθήνα.
Προς τιμήν του Γεωργίου Σαμουήλ, γνήσιου τέκνου της Ιεράπετρας και άξιου απογόνου των Ιεραπυτνίων, δόθηκε το όνομά του στην παραλιακή οδό της Ιεράπετρας που οδηγεί στο ιστορικό φρούριο Καλέ, ενώ ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης του Δήμου Αγίου Νικολάου. Επίσης δόθηκε το όνομά του σε πλατεία της Αθήνας. Του αξίζουν, όμως, περισσότερες τιμές, ιδίως να μην περιπέσει στη λήθη, σε μια εποχή μάλιστα που ολοένα και περισσότερο λιγοστεύουν οι αξίες, οι προσωπικότητες, τελικά οι Άνθρωποι. Σε τούτο κατατείνει η εκδοθείσα τεκμηριωμένη βιογραφία του Γεωργίου Σαμουήλ, που πρέπει απροκατάληπτα να διαβασθεί.
1 Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…ο θρυλικός ήρως του Μακρυγιάννη δεν ήτο μόνο Έλλην αξιωματικός αλλά και Κρής. Και ως Κρής εγνώριζε ότι ο δρόμος της τιμής είναι οδυνηρός και ότι η δόξα κερδίζεται μόνο με τραχείς αγώνας και αιματηράς θυσίας. …».
2Ο Γεώργιος Σαμουήλ ιστορεί στο βιβλίο του «Η Εποποιΐα του Μακρυγιάννη» (εκδ. Πελασγός 2018 σελ. 83, 88) ότι «… Ο κροταλισμός των πολυβόλων, οι εκρήξεις …αι κλαγγαί των όπλων, αι κωδωνοκρουσίαι, εδημιούργουν χάος, πανδαιμόνιον, εφιάλτην, κόλασιν φωτιάς και σιδήρου. Η φωνή μας δεν ακούετο ούτε εις δύο βημάτων απόστασιν. Μερικοί εκ των ανδρών έκαναν το σημείο του σταυρού και προσηύχοντο σιωπηλώς εις την Παναγίαν… Εκείνο που συνέβη… πιθανόν να θεωρηθεί απίστευτον από τους μεταγενεστέρους. Μία δραξ πολεμιστών Χωροφυλάκων από τετραημέρου αύπνων και περικυκλωμένων υπό φανατικού εχθρού εικοσαπλασίου εις αριθμόν κατώρθωσε αγωνιζόμενη επί 12.30’ ολοκλήρους ώρας να κρατήσει τας θέσεις της και να εκμηδενίσει τον χείμαρρον της φωτιάς, που εξαπελύθη εκ 4 πλευρών εναντίον της. …», ενώ σε τηλεγράφημά του αναφέρει ότι «Στερούμεθα παντελώς βλημάτων…». Στο ίδιο, επίσης, βιβλίο του ιστορεί (βλ. σελ. 58, 89) ότι λόγω του προηγούμενου μαρτυρικού θανάτου (κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων) ορισμένων συλληφθέντων ανδρών του Συντάγματος οι υπόλοιποι «…είχαν αποκρύψει από μίαν, την τελευταίαν, σφαίραν, δια να αυτοκτονήσουν εις περίπτωσιν κατά την οποίαν θα εκινδύνευον να συλληφθούν …».
3Για τους συλληφθέντες αιχμαλώτους ο Γεώργιος Σαμουήλ απαίτησε από τους άνδρες του μεγαλοψυχία, υπενθυμίζοντάς τους ότι «… ως κληρονόμοι του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είναι δυνατόν να αντιγράψωμεν τας κακουργίας και τα θηριωδίας του κομμουνισμού …» (Γ. Σαμουήλ «Η Εποποιΐα του Μακρυγιάννη» εκδ. Πελασγός 2018 σελ. 101).
* Ο Γιάννης Μ. Μαρκάκης είναι εφέτης δ.δ.