Ο Χατζηδάκις παράλληλα με τη μουσική ασχολήθηκε και με τη συγγραφή άρθρων για την κρητική μουσική. Συγκεκριμένα,  το 1909 έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Κρητική Μουσική και όρχησις» στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κρητική Στοά» του Ιωάννη Μουρέλλου (σ. 273-310). Το άρθρο ήταν ουσιαστικά προπομπός του μεγάλου βιβλίου «Κρητική Μουσική», το έργο της ζωτο οποίο κυκλοφόρησε το 1958. Εδώ αναλύει ιστορικά, μουσικολογικά και κοινωνιολογικά την κρητική μουσική, το χορό και το τραγούδι.

Από τη σελίδα 273 έως τη σελίδα 285 καταγράφει και αναλύει ορισμένα ριζίτικα της τάβλας («Ο Αϊτός», «Μα ‘γω θωρώ την τάβλα μας», «Το τραγούδι του Βλάχου») και της στράτας («Τραγούδι τσ΄ αγάπης»), καθώς και τραγούδια του κρητικού χορού (καστρινός σκοπός). Από τη σελίδα 285 έως την 317 αναλύει τους κρητικούς χορούς, χωρίζοντάς τους σε πηδηχτούς και συρτούς. Πηδηχτοί κατά τον Χατζιδάκη είναι: ο καστρινός ή μαλεβιζιώτικος, ο πρινιανός, ο πεντοζάλης, οι όρτσες των Ανωγείων, η σούστα και το μικρό-μικράκι, ενώ συρτοί χοροί είναι το χανιώτικο συρτό και ο σιγανός.

Όσον αφορά στον πηδηχτό αναφέρει ότι: «Ο καστρινός ή μαλεβιζιώτικος πηδηχτός κατά τους παλαιοτέρους οργανοπαίκτας περιέχει 120 στροφάς. Ημείς όμως ασχολούμενοι επί πολλά έτη εις την κρητικήν μουσικήν κατορθώσαμε να περισυλλέξομεν περί τας Μουσικάς 75 στροφάς του χορού, τούτου, φερούσας καθαρόν τοπικόν χαρακτήρα. Αι λοιπαί εκτελούμεναι υπό των οργανοπαικτών είναι παρεφθαρμέναι παραλλαγαί των αυτών μουσικών θεμάτων ή στροφαί άλλων κρητικών χορών.

Ωσαύτως εις τον καστρινόν πηδηκτόν περιλαμβάνονται και πολλά άσματα του χορού αυτοτελή».  Ειδικά για τον καστρινό πηδηχτό καταγράφει την εθιμοτυπία, αναφέροντας ως μουσικό ρυθμό του χορού τα 2/4, ενώ με σκίτσα περιγράφει τον βασικό χορευτικό βηματισμό, τις φιγούρες του και τις δυο πιο γνωστές σχολές-παραλλαγές: του Μαλεβιζίου και της Μεσαράς. Επίσης, αναλύει και τα βήματα των άλλων πηδηχτών χορών (όρτσες των Ανωγείων, πεντοζάλη, σούστα, πρινιανό), καθώς και των συρτών χορών (χανιώτικο συρτό και σιγανό).

Ένα δεύτερο άρθρο του στο ίδιο περιοδικό τον επόμενο χρόνο, το 1910, με τίτλο «Κρητικά τραγούδια» (σ. 259-274), δείχνει το μέγεθος των μουσικών του γνώσεων, καθώς ο ίδιος κάνει την εναρμόνιση των ριζίτικων τραγουδιών «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Σε ψηλό βουνό». Εδώ ο Χατζηδάκις προχωρά σε μια πλήρη ιστορική, μουσική και λογοτεχνική ανάλυση, δείχνοντας πως γίνεται η λαογραφική έρευνα-καταγραφή. Σε αυτό το άρθρο για πρώτη φορά παραθέτει ξένη και ελληνική βιβλιογραφία, κάνοντας μάλιστα ειδική αναφορά στον πατέρα της κρητικής λαογραφίας, Παύλο Βλαστό και στο έργο του «Ό γάμος εν Κρήτη».

Συνεχίζεται..