Όμορφη, στολισμένη, στέκει περήφανη γιατί… δεν την ξέχασαν, δεν τη λερώνουν τόσο πολύ κι έχει μέσα στα σπλάχνα της εικόνες από το «Αθάνατο Παιδί» του Κάστρου, τον Νίκο Καζαντζάκη. Γενέθλιος μήνας του τούτες τις μέρες και χθες πήρα το ποδήλατο να αφουγκραστώ την ύπαρξη, τα βήματα, τα στίγματά του μέσα στην πόλη.
Κι έφτασα ίσαμε εδώ την Πόρτα την Καινούργια και θυμήθηκα πως η έκθεση που ‘ναι μέσα μιλάει για μια Οδύσσεια του Άνθρωπου… Κοίταξα πέρα απ’ το τείχος, ανέβηκα στην κορφή της κι είδα απέναντι τον Προμαχώνα Μαρτινέγκο, που πια κρατεί καλά τα κόκκαλα, τη θύμηση του μεγάλου μας συγγραφέα. 125 χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση, 431 από τότε που χτίστηκε η Πύλη του Iησού.
Σταμάτησα το ποδήλατό μου σε μια άκρη και κοίταξα ψηλά την επιγραφή που λέει πως αποπερατώθηκε στα 1587 από τον Ioanne Mocenico. Κυριακή πρωί, απόλυτη ησυχία, σχεδόν ερημιά στους σύγχρονους δρόμους. Κάθισα στο πέτρινο πεζούλι κι άρχισα να κοιτώ επίμονα τις μικρές χαραμάδες τις ιστορίας.
Κι ύστερα ανέβηκα τη σκάλα παραδίπλα, πρόσεχα πού πατούσα, μύριζα τα αρώματα του παρελθόντος, του μπαρουτιού, της πέτρας, του λίθου, του μοναδικού καφέ που ‘φτιαχνε χρόνια πολλά η Κοντοαννιώ σε εκείνο το καφενεδάκι που μάζευε όλους τους ταξιδιώτες, τους ντόπιους και τους μερακλήδες. Το θυμήθηκα σαν να ήταν χθες που κατεβαίναμε με τον πατέρα μου κι εμείς «στη Χώρα», με το φορτηγό, κι έβλεπα εκεί τα «αγοραία ταξί» και κόσμο γεμάτο σακούλες με ψώνια να συνωστίζεται για μια καρέκλα, ένα υποβρύχιο, ένα ποτήρι κρυγιό νερό….
Χρόνια πολλά πήγα πίσω, κι ακόμα πιο παλιά.
«…Πολλή φασαρία, σκόνη και βογγητά ακούστηκαν για μια στιγμή. Πάλι κουβαλούσαν τους τεράστιους λίθους από το Τηγάνι, τον κόλπο του λιμανιού της Χερσονήσου, να στερεώσουν τούτο το τείχος που δεν έλεγε να τελειώσει.Τρεις χιλιάδες χρυσές λίρες είχαν στείλει ξανά, τούτη τη χρονιά, οι προύχοντες της Βενετίας.
Μάζεψαν κοντά στα χίλια ακόμα νομίσματα από τις υποχρεωτικές εισφορές όλων των κατοίκων της πόλης μη εξαιρουμένων των Λατίνων κληρικών κι όσων ανθρώπων είχαν βάλει αγγαρεία για την αποπεράτωσή του.
Εβδομήντα χρόνια πια μοχθούσαν αλλά… όλο κάτι πήγαινε στραβά. Κι εκεί ανάμεσα στην τόση φασαρία και τα παρατεταμένα αναστενάγματα ακούστηκε μια πιο δυνατή φωνή που ‘δινε διαταγή να σταματήσουν.
Ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας της πρώιμης Αναγέννησης, γεννημένος στη Βερόνα και σε ηλικία 53 χρόνων πια, αγκυροβόλησε εκείνο το πρωί με μια γαλέρα, στο λιμάνι. Τούτος ο άνδρας ο Michele Sanmicheli, είχε ταχτεί στις Υπηρεσίες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία για να εκπονήσει σχέδια οχυρωματικών έργων στον Χάνδακα.
Τούτη η Πύλη που ένωνε τα χωριά της Πεδιάδας με την Πόλη έμελλε να σχεδιαστεί οριστικά από αυτόν και να επιτρέψει ακόμα στον μεγάλο αγωγό του νερού να περάσει από αυτήν, ερχόμενος από τις Αρχάνες, του Καρυδάκη, τη Σύλλαμο ίσαμε την άνυδρη πολιτεία και να καταλήξει στην πλατεία Δημητριακών. Όλοι τους ανακουφίστηκαν για λίγο, ίσαμε να ξαναρχίσουν πάλι πιο εντατικά τούτη τη φορά το κουβάλημα, το χτίσιμο, την κουραστική προσπάθεια.
«Πόσα σου δίνουν μάστορα για τούτη δω τη δουλειά;» έσκυψα και ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά έναν άνδρα κοντά τριάντα χρονών, ταλαιπωρημένο, σκονισμένο και με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι από το μέτωπο και να στάζει πάνω στα βρώμικα και σχεδόν σκισμένα ρούχα του…
«Τρεις λίρες, όλο το μήνα, κι έχω να θρέψω γυναίκα, τρία κοπέλια κι ένα κορίτσι τσι παντρειάς…». Με κοίταξε με παράπονο, με τα τεράστια καφετιά μάτια του κι ένιωσα την αγανάκτηση και τον μόχθο του βαθιά στην ψυχή μου… Ίσαμε διακόσοι άνδρες, κάθε ηλικίας, ακόμα κι αμούστακα παλικάρια βρίσκονταν εκεί και δίπλα τους κάποιοι άλλοι με ρούχα αλλιώτικα δεν έπαιρναν τα μάτια από πάνω τους, μήπως και σταματήσει κάποιος τη βαριά αγγαρεία.
Τρεις πόρτες φτιάξανε στο τέλος. Οι δυο πλάγιες, οι πιο μικρές, σαν τις άνοιγες, έμπαινες σε τεράστιες αποθήκες, που χρησίμευαν για την αποθήκευση όπλων και για την παραμονή της φρουράς που έλεγχε την πύλη και η mεσαία η πιο μεγάλη με πλάτος ίσαμε 3 μέτρα οδηγούσε σε μια στοά, 42μ. μακριά, που ‘φτανε και αυτή σε μιαν άλλη εξωτερική, που ξεκινούσε ο δρόμος για τις επαρχίες της Πεδιάδας, της Βιάννου και του Μονοφατσίου.
Από τα 1538 που ‘ρθε ο Sanmicheli στον Χάνδακα, οριστικά η Πύλη αποπερατώθηκε στα 1587 πιθανόν από τους Pietro Zane και Giovanni Mocenigo. Ήταν η τελευταία που χτίστηκε στο τεράστιο «κυκλικό τείχος» για την προστασία της πόλης, ώστε στην άφιξη του σ’ αυτήν, τον Αύγουστο του 1588, του Gianbatista dem Monte, νέου αρχηγού του στρατού, να «ακουστεί» η φράση που ταξίδεψε ίσαμε τη Βενετιά: «Η πιο ωραία φορτέτσα της Ευρώπης».
Κι ύστερα άκουσα άλλα βογγητά, μπομπάρδες και πέτρες να εκσφενδονίζονται με δύναμη. Βομβάρδιζαν πάλι οι Οθωμανοί, προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τα ντερέκια, να μπουν στην πόλη, να τηνε καταχτήσουν. 24 χρόνια, ίδια εικόνα καθημερινά… Καρδιοχτύπια των κατοίκων, εργάτες να χτίζουν ό,τι χαλούσαν αποβραδίς οι Τούρκοι και ξεθεωμένα κορμιά να λιώνουν πολλές φορές από την πείνα, την κακουχία, τον καημό πως ίσως την άλλη μέρα να τους κυκλώνανε οι άπιστοι… Κι ύστερα;
Ύστερα μπήκανε για τα καλά στον Χάνδακα τούτοι οι αλλόθρησκοι και αφήσανε τις πέτρες σωρό, τα συντρίμμια, τα πηγάδια σχεδόν να στερέψουν, ακόμα κι εκείνο της πιο Καινούργιας Πόρτας.
Κι αρχίσανε πάλι οι αγγαρείες, χωρίς μισθούς τούτη τη φορά, με Αρμένους, χωρικούς και ελάχιστους εναπομείναντες στον Χάνδακα, υποχρεωτικές για όλους, να ξαναστήσουν χαμένα μεγαλεία. Και προσθέσανε στην Πύλη του Ιησού που την αποκαλούσαν Γενί Καπού, δυο τετράγωνους οβελίσκους, ψηλά, για να δείχνουν πως εκείνοι ήταν οι κατακτητές, οι άρχοντες όλων στην Πολιτεία.
Και πέρασαν τα χρόνια… Τούρκοι και Ρωμιοί μπαινόβγαιναν με πραμάτειες και ζεμπίλια, με φορτωμένα άλογα και γαϊδούρια για τις ανάγκες της πόλης, αλλά και των χωριών που δεν έβρισκαν κάποια από τα χρειαζούμενα στα μέρη τους.
Στα 1892, σαν αποφάσισε ο Τούρκος δήμαρχος της πόλης, ο Ριφαάτ Αφεντάκης να μπουν νέες σωλήνες «αρδεύσεως του νερού εις Ηράκλειον, ετελειοποιήθη η δεξαμενή η μεγάλη εις την Καινούργιαν Πόρταν…»*, άλλαξε λίγο η μορφή και το ύφος του Χάνδακα… Ίσαμε τη δεκαετία του ΄70 που οι ανάγκες για δρόμο αμαξωτό έκοψαν τείχος, άλλαξαν τη δομή και την εικόνα της περιοχής και, κάνοντας κατασκευές για πολλά χρόνια, φτιάχτηκαν οι δυο καμάρες- γέφυρες που έχουμε και σήμερα!»*
Μια δυνατή καλημέρα από έναν φίλο με ξανάφερε στο σήμερα. Πήρα την φωτογραφική μηχανή να αποτυπώσω την υπέροχη λατινική επιγραφή σε λευκό μάρμαρο με χρυσά γράμματα, που υπάρχει πάνω από την κεντρική Πύλη, τους λέοντες, τα οικόσημα, τα τρίγλυφα και τις μετόπες.
Τι να πρωτοθαυμάσω; Τους ανάγλυφους ρόδακες, τα τρόπαια με θώρακες και όπλα, τα βούκρανα, τους λέοντες του Αγίου Μάρκου, τα αρχικά των ονομάτων των αξιωματούχων που είχαν την ευθύνη κατασκευής της;
Το ίδιο κι από την άλλη μεριά. Έψαξα ένα ακόμα στοιχείο, αλλά δεν είδα απολύτως τίποτα. Εκείνη τη μικρή εκκλησία του Ιησού Χριστού που βρισκόταν κοντά, στην εξωτερική πλευρά του Προμαχώνα που έφερε ακριβώς το ίδιο όνομα και που ήταν ο λόγος που ονόμασαν έτσι την Πύλη, από τα χρόνια τα παλιά… όμως ούτε μια πέτρα, ένα μικρό δείγμα τίποτα και πουθενά!
Πήρα το ποδήλατο και κατηφόρισα κατά μήκος του τείχους, των επιμέρους πορτών ίσαμε τον μεγάλο Προμαχώνα του Μαρτινέγκο, τον Τάφο του Καζαντζάκη, να προσκυνήσω για μια ακόμα φορά… Μέρα που ’ταν, γενέθλιος όπως είπαμε!
Αλλά κι αυτός έχει μια ιστορία μεγάλη και ξακουστή, όπως όλα τα μνημεία του με Μεγαλόκαστρου!
Πηγές:
Δημακόπουλος Ιορδάνης, “Η Πύλη του Ιησού των βενετσιάνικων οχυρώσεων του Χάνδακα”, “Φρουριακά Χρονικά”, 1, 1973.
Το Ηράκλειο εντός των τειχ’ων, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000
Τα βενετικά Τείχη του Χανδακα, Ιωάννα Στεριώτου,Βικ.Δημ. Βιβλ. Ηρακλείου,1998
Χρυσούλα Τζομπανάκη, “Χάνδακας, η πόλη και τα τείχη”, ΕΚΙΜ 1996.
Χάνδαξ – Ηράκλειον, Στεφ, Ξανθουδίδης, 1927
*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2017.