Ο καθηγητής Σωκράτης Τσιόδρας όχι μόνο επισκέφτηκε, αλλά και περπάτησε στη φτωχογειτονιά, σε στενούς δρόμους του οικισμού των Ρομά, συνομίλησε σαν ίσος προς ίσους μαζί τους, ως άνθρωπος και όχι μόνο ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας. Σκοπός της συναναστροφής του ήταν να τους ενημερώσει σχετικά με τον κίνδυνο του ενσκήψαντος ιοβόλου κινδύνου.
Ανάμεσα στα άλλα δήλωσε ότι οι Ρομά δεν κινδυνεύουν απαραίτητα περισσότερο, αλλά ότι οι συνθήκες υγιεινής στους συνοικισμούς τους είναι πιο δύσκολο να εφαρμοστούν. Συμβούλευσε να συνεχίσουν να έχουν αυτή την υπεύθυνη στάση, λέγοντας πως “είμαστε μαζί τους και είναι μαζί μας στον αγώνα”. Επεσήμανε επίσης ότι “οι Ρομά, σε όλη την Ευρώπη, είναι από τους πιο ευάλωτους στον κορονοϊό, γιατί ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες και αρκετοί άνθρωποι στεγάζονται συχνά σε περιορισμένο χώρο”.
Ο καθηγητής Τσιόδρας, παρά τις απαγορεύσεις και τα δεοντολογικά “πρέπει”, τα οποία θεωρούνται τα πιο αποκρουστικά στους ανθρώπους και ιδίως στους νέους, εξακολουθεί να θεωρείται το πιο αγαπητό πρόσωπο στην Ελλάδα, στην εποχή του κορονοϊού. Μια εποχή κατά την οποία σχεδόν όλοι σκεπτόμεθα πώς θα σωθούμε και χαιρόμαστε με αγαλλίαση, ανακουφισμένοι που δεν είμαστε μεταξύ των θανόντων.
Επίσης, θεωρείται χαμηλών τόνων, ήρεμη δύναμη και αυθεντία στο χώρο του, διαθέτει ψυχραιμία και ρεαλισμό επιστημονικό, που εμπνέει ασφάλεια και εμπιστοσύνη και μένει εκφραστικά ατάραχος στα αρνητικά fake news με τα οποία επιχειρούν ακραίοι να τον συκοφαντήσουν. Ταπεινός και σπουδαίος επιστήμονας, με πλούσιο βιογραφικό, εργάζεται χωρίς διακρίσεις, δεν επιζητεί και δεν εκμαιεύει “τον έπαινο της Βουλής και του Δήμου”, ούτε τον έχει ανάγκη.
Με την επίσκεψή του στους Ρομά και τον τρόπο επίσκεψής του τίθεται το ερώτημα: Πόσοι από μας, πανεπιστημιακοί και μη, καθηγητές και διανοούμενοι έχουμε επισκεφθεί καταυλισμό ή οικισμό Ρομά, συζητήσαμε, περπατήσαμε μαζί τους και δουλέψαμε για αυτούς;
Ενοχλεί το ότι ο καθηγητής είναι ένας κλασικός και όχι ριζοσπαστικός τύπος, επιθυμεί να προσφέρει στην κοινωνία και όχι να την ανατρέψει. Γι’ αυτό είναι για πολλούς ντεμοντέ. Βλέπετε…, ψάλλει αμισθί σε εκκλησία στην Κηφισιά και μελετά τη Βυζαντινή μουσική. Μέγα αμάρτημα για τους… “προοδευτικούς” να ασχολείται με θέματα “φασιστικού” Βυζαντίου και την Εκκλησία. Άρα, συμπεραίνουν όχι μόνο δεν είναι προοδευτικός, είναι αντιδραστικός, είναι φασίστας. Γιατί φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε προοδευτικό καθετί που αποδομεί και γκρεμίζει. Ο “επαναστάτης χωρίς αιτία” εξακολουθεί να είναι το πρότυπο και όχι ο συνεσταλμένος και προσηλωμένος στους ευγενείς σκοπούς του, για να γίνει καλύτερος ο κόσμος.
Ο αγωνιστής παπα-Γιώργης Πυρουνάκης, τα χρόνια τα δύσκολα της επάρατης Επταετίας, μας έλεγε ότι “όλες οι αιματηρές επαναστάσεις οργής κατέρρευσαν. Μονάχα η ειρηνική επανάσταση της Αγάπης και Ελευθερίας του Ιησού συνεχίζει να υπάρχει δύο χιλιάδες χρόνια”.
Έχουμε συνηθίσει για χρόνια τον άνθρωπο που πετυχαίνει, τάχα, στη ζωή και “δεν κάθεται μύγα στο σπαθί του”. Πού ακούστηκε, λοιπόν, πανεπιστημιακός γιατρός, λογοκρατούμενης επιστήμης, να διδάσκει, εκτός από το Πανεπιστήμιο, σε πτυχιακό σεμινάριο βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, με θέμα: “Αρχές δεοντολογίας στην άσκηση της Ιατρικής” και “O ιατρός μπροστά στον πάσχοντα”;
Ορισμένοι τον κακολογούν ότι πράττει και ενεργεί με τον τρόπο αυτό, γιατί θέλει, τάχα, να ασχοληθεί με την πολιτική. Εκείνος, χαμηλόφωνος ως τώρα, δείχνει πως αρκείται στο “έκαστος εφ’ ώ ετάχθη”.
Θεωρήθηκε, μάλιστα, νεοφιλελεύθερος, γιατί δεν μίλησε πολιτικά και για Επανάσταση!
Τελευταία, μετά την επίσκεψή του στους Ρομά, ορισμένοι ψευδεπίγραφοι αριστεροί, που αυτοαποκαλούνται μορφωμένοι και διανοούμενοι, συκοφαντούν, ειρωνεύονται και γελούν σαρκαστικά, με εκείνα τα “χα χα,χα, αχαχα” που γράφουν στις αναρτήσεις τους. Τους πείραξε ακόμα και η φράση πως οι Ρομά “είναι από τις πιο ευάλωτες ομάδες”, αποκόπτοντάς την από την αιτία, “γιατί ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες”, αναφερόμενος στον “περιορισμένο χώρο τους”.
Για το σαρκαστικό γέλιο τους ισχύει το “γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ή”. Πολύ περισσότερο, όμως, ισχύει η διαπίστωση ότι έχει σκληρυνθεί η καρδιά πολλών τα τελευταία χρόνια και έχασαν την ευαισθησία της ψυχής και των αισθημάτων, γιατί είναι ψυχροί επαγγελματίες σε ό,τι κάνουν. Μοιάζουν με τον άνθρωπο που περιγράφει ο Γκαίτε στον Φάουστ:
“Μας φτάνει πως ο άνθρωπος χλευάζει ό,τι δε νιώθει, πως μπρος στο ωραίο και το καλό που τον πειράζει συχνά τον βλέπεις, μουρμουρίζει”.