Όταν τον 5ο αιώνα π. Χ. ο Ηρόδοτος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το όνομα «Παλαιστίνη», για να δηλώσει την περιοχή ανάμεσα στη Φοινίκη και την Αίγυπτο, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον κρίσιμο ιστορικό ρόλο που θα έπαιζε αυτή η ονομασία, έπειτα από δυόμισι χιλιετίες.
Οι σχέσεις Ισραήλ-Παλαιστίνης, αποτελούν έναν από τους δυσκολότερους γρίφους της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Η δυσκολία έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι, ο πολιτικός χαρακτήρας αυτού του προβλήματος υπονομεύει και αποκρύπτει τις ιστορικές του διαστάσεις.
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν σήμερα ότι η επιστροφή των εβραϊκών πληθυσμών της διασποράς στην Παλαιστίνη, με σκοπό την ίδρυση του δικού τους κράτους, πραγματοποιήθηκε σταδιακά και με ειρηνικά μέσα, με τα κύματα των πληθυσμών να μετακινούνται ήδη από το 1882, μεταφέροντας στην περιοχή σημαντικούς οικονομικούς πόρους, που ανακούφιζαν ακόμα και τους ντόπιους αραβικούς πληθυσμούς.
Οι συγκυρίες, οι διεθνείς σχέσεις, το οικονομικό κεφάλαιο, η τύχη, αλλά εν τέλει και η ιστορία, είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν στο να ιδρυθεί τελικά το κράτος του Ισραήλ.
Ένα κράτος γεμάτο με αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά συνιστούσε οντότητα στρατιωτικού χαρακτήρα, με τεράστια την επιρροή της θρησκείας στις υποθέσεις του, ενώ από την άλλη παρουσίαζε την εικόνα ενός φιλελεύθερου κράτους, που υποστήριζε εμπράκτως τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλοφίλων ή ακόμα και των άθεων.
Η «Λωρίδα της Γάζας» δημιουργήθηκε το 1949, ως αποτέλεσμα του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948 και τα σημερινά της σύνορα καθορίζονται από τις Συμφωνίες Ανακωχής του 1949. Η περιοχή αυτή βέβαια έχει μακρά ιστορία κυριαρχίας, που μετρά αρκετές χιλιετίες, από διάφορες περιφερειακές δυνάμεις.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που βρισκόταν υπό βρετανικό έλεγχο, η περιοχή αυτή είχε αραβική πλειοψηφία και εβραϊκή μειονότητα.
Μετά τον πόλεμο και με τους διωκόμενους Εβραίους να εγκαταλείπουν την Ευρώπη αναζητώντας ασφαλές μέρος για να ζήσουν, τα Ηνωμένα Έθνη συμφώνησαν στη διαίρεση της Παλαιστίνης, σε ένα εβραϊκό κράτος με την ονομασία «Ισραήλ» και σε ένα αραβικό κράτος με την ονομασία «Παλαιστίνη».
Τα παλαιστινιακά εδάφη αποκόπηκαν από την Παλαιστίνη, η οποία ήταν υπό βρετανική εντολή από την δεκαετία του 1920 μέχρι τη δημιουργία του σύγχρονου Ισραήλ, το 1948. Την διοίκηση της Λωρίδας της Γάζας ασκούσε η Αίγυπτος μέχρι το 1967. Μετά όμως τον «Πόλεμο των έξι ημερών», η περιοχή αυτή πέρασε στην κατοχή και τον απόλυτο έλεγχο του Ισραήλ.
Ο «Πόλεμος των έξι ημερών», γνωστός και ως «Τρίτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος», ξέσπασε στις 5 Ιουνίου του 1967 μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τη Συρία. Οι εχθροπραξίες περατώθηκαν στις 10 Ιουνίου, με θρίαμβο των Ισραηλινών, που τριπλασίασαν τα εδάφη τους, κατακτώντας το Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Όχθη (του Ιορδάνη), την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψίπεδα του Γκολάν.
Το 2005 αποσύρθηκε από την Λωρίδα της Γάζας ο ισραηλινός στρατός, παίρνοντας όμως μαζί του και εκατοντάδες Εβραίους εποίκους που είχαν προλάβει να μετοικίσουν εκεί. Παρά όμως την αποχώρηση αυτή του ισραηλινού στρατού, το Ισραήλ δεν έπαψε ποτέ να ελέγχει όλα τα σύνορα της Λωρίδας περιμετρικά, από ξηρά, θάλασσα και αέρα, εκτός από τον Νότο, που έπειτα από επίμονες διεθνείς πιέσεις αναγκάστηκε να παραχωρήσει τελικά στην Αίγυπτο.
Η Λωρίδα της Γάζας των 2,1 εκατομμυρίων κατοίκων, γνωστή και ως «η μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου», όπου το ήμισυ του πληθυσμού της είναι ανήλικοι, βυθισμένη στη φτώχεια και στην ανθρωπιστική κρίση, συνεχίζει να τελεί υπό ασφυκτικό αποκλεισμό από το Ισραήλ.
Δεν συμφωνώ με ορισμένους αναλυτές που εκφράζουν την άποψη ότι «η Χαμάς έπιασε στον ύπνο το Ισραήλ», εισβάλλοντας αιφνιδιαστικά από τα νότια και προκαλώντας ένα τέτοιο μεγάλο χτύπημα.
Αδυνατώ να πιστέψω πως οι περίφημες Μυστικές Υπηρεσίες του Ισραήλ πιάστηκαν στον ύπνο, κι ας αποκαλούν σήμερα πολλοί Ισραηλινοί την 7η Οκτωβρίου ως την δική τους «11η Σεπτεμβρίου», με όρους φρικαλεότητας, θυμάτων, αλλά και αποτυχίας των δυνάμεων ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών. Σίγουρα κάτι άλλο συνέβη εκεί, που ίσως να το μάθουμε αργότερα ή μπορεί και να μην το μάθουμε ποτέ.
«Θα τους συντρίψουμε και θα τους εξαλείψουμε, όπως ο κόσμος συνέτριψε και εξάλειψε το ισλαμικό κράτος», είπε για την Χαμάς ο ισραηλινός πρωθυπουργός, μεταπηδώντας πρόσφατα από την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση στα χρονικά της χώρας του, σε μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, εν μέσω φόβων μιας γενικευμένης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή.
Η πρόσφατη εισβολή της Χαμάς στο Ισραήλ με την εκτέλεση αμάχων, έχει προκαλέσει απολύτως δικαιολογημένα τον διεθνή αποτροπιασμό. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Δύση δεν έχει επιδείξει την ίδια ευαισθησία και για τα μεγάλα δεινά που έχει υποστεί ο παλαιστινιακός λαός – κυρίως οι άμαχοι – από τις κατά καιρούς στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ισραηλινών.Γιατί είναι γεγονός πως ο ισραηλινός στρατός έχει σκοτώσει, τραυματίσει και συλλάβει χιλιάδες Παλαιστίνιους, που δεν είναι μόνο στελέχη της Χαμάς και της Τζιχάντ, αλλά και άμαχοι πολίτες. Αλλά και τώρα, δεν βλέπω ειρηνευτικές πρωτοβουλίες από τη Δύση. Η αντίδραση της Ελλάδας μετά την επίθεση αυτή, ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη.
Θα περίμενα όμως από την ελληνική διπλωματία, να έκανε και μια αναφορά στην ευρύτερη διάσταση του προβλήματος, για τη δημιουργία του ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους.
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή δημιουργούν ένα σκηνικό πλήρους αστάθειας στην περιοχή, με το φόβο μιας κλιμακούμενης σύγκρουσης να αποτελεί το χειρότερο, αλλά όχι και το απίθανο σενάριο. Η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση περιφερειακής ασφάλειας, θα έχει επιπτώσεις προφανώς και για τη χώρα μας: Οι υπάρχουσες στρατηγικές ισορροπίες και οι συμμαχίες μεταξύ χωρών της περιοχής, προβλέπεται να επηρεαστούν σημαντικά.
Επιπτώσεις αναμένουμε και στο καθεστώς σταθερότητας που ενδεχομένως θα ευνοούσε διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η προσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην Μέση Ανατολή, η Τουρκία διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες χώρες της Δύσης, καθώς διατηρεί στενές σχέσεις και με την Χαμάς.
Οι εκτεταμένες συγκρούσεις και γενικότερα η μεγάλη αστάθεια στην περιοχή, θα έχουν ως αποτέλεσμα νέες μετακινήσεις προσφύγων, αυξάνοντας τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και την Ελλάδα. Μην ξεχνάμε πως, η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν χώρα που επιλέγουν οι Παλαιστίνιοι που επιθυμούν να μεταναστεύσουν στη Δύση.
Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. που υποστηρίζουν ανοιχτά το Ισραήλ και έχουν συνάψει στρατηγική σχέση μαζί του, αποτελούν ενδεχόμενους στόχους τρομοκρατικών επιθέσεων, από μια πιθανή μεταφορά βίας εκτός της περιοχής. Μια σίγουρη όμως επίπτωση που θα φέρει ετούτος ο πόλεμος στη χώρα μας, είναι οι αυξήσεις των τιμών στα καταναλωτικά αγαθά. «Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται», λένε. Κι από «λύκους», άλλο τίποτα!
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, κανείς δεν γνωρίζει αν «το κράτος-τρομοκράτης του Ισραήλ», όπως το αποκαλεί εδώ και δεκαετίες ο Αμερικανοεβραίος διανοούμενος Νόαμ Τσόμσκι, θα πραγματοποιήσει την απειλή του, μετατρέποντας τη Γάζα σε «λωρίδα της κόλασης…». Τεράστια είναι τα κέρδη που φέρνει ήδη στις μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες της υφηλίου – και ειδικά των ΗΠΑ – το νέο λουτρό αίματος στη Μέση Ανατολή.Ο ανελέητος βομβαρδισμός της Γάζας, οι θανατηφόρες ρουκέτες της Χαμάς, οι νεκροί που αυξάνονται κατά εκατοντάδες μέρα με τη μέρα, ο φόβος και η ανασφάλεια που πυροδοτείται ευρύτερα στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, μεταφράζονται ήδη σε «ζεστό χρήμα» για τις κορυφαίες εταιρείες παραγωγής οπλικών συστημάτων.
Ο παππούς μας ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, από τον 5ο αιώνα π.Χ. είχε πει πως «κανένας δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη».
Η ιστορία όμως, η μητέρα όλων των πολέμων, φαίνεται να έχει άλλη άποψη…