Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, το 2050 οι Έλληνες θα είναι πολύ κάτω από 9.000.000, ίσως και 7,5 εκατομμύρια λένε οι περισσότερο απαισιόδοξοι, και οι άνω των 65 ετών ένας στους τρεις. Αριθμοί οι οποίοι προκαλούν αντιδραστική κεφαλαλγία για όσους κατανοούν τη βαθύτερη σημασία τους και τι υπαινίσσονται τα νούμερα για πολλές πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας. Το πρόβλημα, όμως, παραπέμπει σε παλιότερα γεγονότα και περίεργες πραγματικότητες οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία μερικούς αιώνες πριν, σε κάποια χώματα πολύ μακρινά από τα δικά μας.
Τον 17ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να δημιουργούν οικισμούς στην Αμερική. Παράλληλα με αυτούς, διαίρεσαν τη γη σε μικρότερες μονάδες και ιδιοκτησίες, οι οποίες έγιναν γνωστές ως σύστημα φυτειών. Ξεκινώντας από τη Βιρτζίνια, το σύστημα εκείνο εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλες τις αποικίες της Νέας Αγγλίας. Οι καλλιέργειες, βεβαίως, σε αυτές τις φυτείες που περιελάμβαναν τον καπνό, το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο και το βαμβάκι, απαιτούσαν σκληρή και εντατική εργασία. Οι δούλοι εδώ δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, ενώ κατά τη στιγμή της συγκομιδής δεκαοκτώ ώρες συνεχόμενα. Δεν υπήρχε εξαίρεση για κανέναν από το συγκεκριμένο ωράριο. Οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες και οι έγκυες γυναίκες σε συνεχή βάση μέχρι να γεννήσουν το παιδί τους.
Οι Ευρωπαίοι μετανάστες είχαν πάει στην Αμερική με σκοπό να αποκτήσουν και να εκμεταλλεύονται τη “δική” τους γη και ήταν απρόθυμοι να εργαστούν για τους άλλους. Συνεπώς έπρεπε με κάθε θυσία να βρεθούν εργατικά χέρια για τούτες τις εκτάσεις. Αρκετοί Ευρωπαίοι είχαν ήδη σταλθεί από τη Μεγάλη Βρεττανία, κατάδικοι ως επί το πλείστον, αλλά σαφώς όχι αρκετοί για να ικανοποιήσουν την τεράστια ζήτηση για εργατικό δυναμικό στις δημιουργούμενες αποικίες. Αναγκαστικά οι ιδιοκτήτες των φυτειών στράφηκαν προς την αγορά σκλάβων. Στην αρχή αυτός ο πληθυσμός ήρθε από τις δυτικές Ινδίες, αλλά από τα τέλη του 18ου αιώνα ερχόταν απευθείας από την Αφρική προς τα πολυσύχναστα σκλαβοπάζαρα τα οποία ιδρύθηκαν στη Φιλαδέλφεια, το Ρίτσμοντ, το Τσάρλεστον και τη Νέα Ορλεάνη. Τα ποσοστά θνητότητας μεταξύ των σκλάβων, όμως, ήταν αρκετά υψηλά. Σε αυτό συνετέλεσαν οι ταλαιπωρίες των σκλάβων, η κακή υγιεινή και διατροφή και η εξαντλητική εργασία. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών για να αντικαταστήσουν τις δημιουργούμενες απώλειες, συνήθως αντί να αγοράζουν καινούργιους που ήταν οικονομικά ασύμφορο, ενθάρρυναν τους σκλάβους να κάνουν παιδιά. Η τεκνοποίηση ξεκινούσε γύρω στην ηλικία των δεκατριών ετών και μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών οι γυναίκες σκλάβες αναμενόταν να έχουν γεννήσει τέσσερα ή πέντε παιδιά. Μάλιστα αρκετοί ιδιοκτήτες φυτειών για να ενθαρρύνουν τις γυναίκες να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, υπόσχονταν στις σκλάβες γυναίκες την ελευθερία τους, εάν θα γεννούσαν δεκαπέντε παιδιά!
Για να έρθουμε λοιπόν στα δικά μας, πρόσφατα ανακοινώθηκε από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), η έντονη ανησυχία του για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, πηγαίνοντας παράλληλα με τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ, το οποίο στις 18 Αυγούστου περιορίστηκε να δηλώσει ότι το θέμα της υπογεννητικότητας στην Ευρώπη θα αποδειχτεί αντιοικονομικό για όλη την ευρωζώνη, αφού η γήρανση του εργατικού δυναμικού θα προκαλέσει σε βάθος χρόνου τρομακτική ανισορροπία στο συνταξιοδοτικό οικοδόμημα. Εμμέσως πλην σαφώς, ο ΣΕΒ προτείνει την ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των τέκνων κάθε ελληνικής οικογένειας, ώστε να αντιμετωπισθεί μακροπρό- θεσμα το δραματικό πρόβλημα της χώρας μας. Την ίδια στιγμή υπαινίσσεται ότι η μετανάστευση μεγάλης μερίδας πληθυσμού και κυρίως νέων σε ηλικία θα προκαλέσει ακόμα ένα μεγάλο πρόβλημα στο ίδιο συνταξιοδοτικό, αφού θα στερήσει εργατικά χέρια και άρα τις απαραίτητες εισφορές στα ταμεία.
Για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού και την αύξηση της απασχόλησης ο ΣΕΒ πρότεινε αρχικά τον όσο το δυνατόν γρηγορότερο επαναπατρισμό των Ελλήνων της διασποράς, την αναστροφή δηλαδή του φαινομένου διαφυγής εγκεφάλων στο εξωτερικό, χωρίς να μας πει βεβαίως τον τρόπο. Κι ακόμα, τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας με στόχο την αύξηση του ρυθμού γεννήσεων, πάλι αποφεύγοντας να προτείνει κάτι συγκεκριμένο, αφού είναι γνωστό ότι η χορήγηση των σχετικών επιδομάτων αποτελεί πανάκεια για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ένωση και κυρίως για τη χώρα μας.
Τελειώνοντας, θα παρακάμψουμε κάποιες ομοιότητες και υπαινιγμούς των παραπάνω δηλώσεων με την ιστορία, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο τη μεγάλη ευθύνη των κυβερνώντων και όλων των πολιτικών εάν φυσικά ενδιαφέρονται ακόμα για ετούτο τον τόπο!