Γιάννης Μοσχονάς
του Γιάννη Μοσχονά

Έχουν μεσολαβήσει 42 ολόκληρα χρόνια, από την 1η Ιανουαρίου του 1981, όπου η Ελλάδα εντάχθηκε επίσημα στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), αποτελώντας το δέκατο μέλος της Κοινής Αγοράς.

Προηγήθηκε η υπογραφή της συνθήκης για την προσχώρηση της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στις 28 Μαΐου του 1979 στο Ζάππειο Μέγαρο, με βασικό πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον πολιτικό που οραματίστηκε την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, ακόμα και σήμερα, στη συντριπτική τους πλειονότητα οι Έλληνες, αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως μη ευρωπαίο πολίτη, και τη χώρα μας, ως φτωχό συγγενή της Ευρωζώνης.

Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής μας συνείδησης είναι βεβαίως πολύ βαθύτερο και η ανάλυσή του δεν περιορίζεται στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου, που δεν αποσκοπεί άλλωστε και σε κάτι τέτοιο.

Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται πως δεν θα γίνουμε ποτέ Ευρωπαίοι. Δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει αυτός ο ισχυρισμός, αλλά βασική προϋπόθεση για να νιώσουμε κάποτε κι εμείς Ευρωπαίοι πολίτες, είναι να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να στεκόμαστε το ίδιο κριτικά, τόσο απέναντι στην Ε.Ε. και τους θεσμούς της, όσο και στο εθνικό μας κράτος.

Παρά τις προεκλογικές φανφάρες κυβερνητικών στελεχών, οι αριθμοί συνεχίζουν να είναι αποκαλυπτικοί: Στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού έχει οδηγήσει η ακρίβεια, έναν στους πέντε ευρωπαίους πολίτες, με την Ελλάδα να βρίσκεται τρίτη στην κατάταξη – πίσω από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία – ανάμεσα στις χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2021 που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, ο κίνδυνος για φτώχεια ή για κοινωνικό αποκλεισμό διαφέρει μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., με τα υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων που κινδυνεύουν να έχουν καταγραφεί στη Ρουμανία(34%), τη Βουλγαρία (32%), την Ελλάδα και την Ισπανία, εξίσου (28%).

Οι κίνδυνοι φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εντοπίζονται σε παράγοντες όπως είναι η ανέχεια, η σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση και η διαβίωση νοικοκυριών που πλήττονται από αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Και αν τα παραπάνω αφορούν στο τι συνέβαινε το 2021, φανταστείτε τι έχουμε να δούμε στο μέλλον, που τα πράγματα βαδίζουν ολοταχώς, από το κακό στο χειρότερο…

Μετά από ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 6,5% το 2022, η ελληνική οικονομία θα «φρενάρει» το 2023, καθώς προβλέπεται από οικονομικούς κύκλους μηδενική ανάπτυξη το τρέχον έτος, και αυτό γιατί, τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα συρρικνωθούν.

Αν και η ανάκαμψη από την πανδημία που σημείωσε η ελληνική οικονομία ήταν εντυπωσιακή, με το ΑΕΠ της χώρας να έχει αυξηθεί σε επίπεδα 5% υψηλότερα απ’ ό,τι βρισκόταν πριν από τον κορονοϊό, εντούτοις, η ελληνική οικονομία παραμένει ακόμα και σήμερα χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την ελληνική κρίση χρέους που ακολούθησε.

Η χώρα μας, που ως γνωστόν έχει το υψηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, θα υποφέρει από μια ακόμα ύφεση τους επόμενους μήνες. Και αν τα δημόσια οικονομικά της χώρας προβλέπονται βιώσιμα από διάφορες εταιρείες οικονομικών ερευνών, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι θα παραμείνουν βιώσιμα και τα πολλαπλώς βαλλόμενα ελληνικά νοικοκυριά. Γιατί ακόμα και αν οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης θα σημειώσουν ύφεση το 2023, όπως προβλέπεται, εμείς θα συνεχίσουμε να νιώθουμε ως, οι φτωχοί συγγενείς της Ευρωζώνης.

Αλλά και να θέλει σήμερα κάποιος συμπολίτης μας να νιώσει Ευρωπαίος πολίτης, οι συνθήκες που επικρατούν τον αποτρέπουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό που συντελείται σήμερα στον τραπεζικό τομέα, μιας και θεωρούμαστε ισότιμο μέλος μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς.

Τα επιτόκια καταθέσεων, έτσι όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στη χώρα μας, αποτελούν άλλο ένα μεγάλο σκάνδαλο σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, με το οποίο όμως κανένας δεν ασχολείται. Φτάνει να κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, για να διαπιστώσουμε την έκταση αυτού του σκανδάλου:

Τα ευρωπαϊκά επιτόκια καταθέσεων είναι σήμερα 6,3 φορές πάνω από τα αντίστοιχα ελληνικά, ενώ διευρύνεται συνεχώς το spread μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων δανεισμού.

Οι ελληνικές τράπεζες δεν δείχνουν πρόθυμες να εναρμονιστούν με τις ευρωπαϊκές, ενώ την ίδια στιγμή ανακοινώνουν κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, επιστρέφοντας στην κερδοφορία, χάρη στην υπερδεκαετή στήριξή τους από το Δημόσιο με «ζεστό χρήμα» δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και στις εγγυήσεις πολλαπλάσιου ύψους.

Έχουν ξεχάσει όμως φαίνεται εντελώς οι ελληνικές τράπεζες, πόση «πλάτη» βάλαμε εμείς οι πολίτες στα χρόνια της κρίσης χρέους, για να τις στηρίξουμε με το υστέρημά μας, και τώρα δεν δείχνουν εκείνες ουδεμία κατανόηση για τα προβλήματα των πολιτών.

Οι αποκλίσεις είναι τεράστιες ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες, σε σχέση με τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Με βάση τις τελευταίες ανακοινώσεις της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το μέσο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ευρωζώνη είναι αυξημένο κατά 630%, σε σχέση με το αντίστοιχο ελληνικό.

Παρά το γεγονός ότι είχε αναδειχθεί το προηγούμενο διάστημα από μερίδα του τύπου το ζήτημα των μεγάλων απωλειών των καταθέσεων, λόγω του υψηλού πληθωρισμού και των πολύ χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, δεν λήφθηκε κανένα απολύτως μέτρο για την αντιμετώπισή του.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η παραμονή των επιτοκίων καταθέσεων σε επίπεδα ελάχιστα πάνω από το μηδέν, συνιστά από μόνο του ένα σκάνδαλο, αν και η λέξη «σκάνδαλο», λόγω της ευρείας χρήσης της, κοντεύει να χάσει κι αυτή το νόημά της.

Με βάση τις τελευταίες ανακοινώνεις, το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών καταθέσεων είναι στην μεν Ελλάδα 0,20%, στη δε Ευρωζώνη 1,26%, αυξημένο κατά 630%, μια τεράστια διαφορά. Η διαφορά στα επιτόκια καταθέσεων των επιχειρήσεων είναι ακόμα πιο προκλητική. Στη χώρα μας κυμαίνονται στο 0,27% έναντι του 1,52% στην Ευρωζώνη.

Δεν χρειάζεται βεβαίως να σχολιάσουμε την επικοινωνιακή προσπάθεια της κυβέρνησης να αποποιηθεί τη δική της ευθύνη για το «κούρεμα» των καταθέσεων, αλλά και την έκκλησή της προς τις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια των καταθέσεων, γιατί και στα δύο απέτυχε παταγωδώς.

Θα σχολιάσουμε όμως το γεγονός ότι, στα θέματα διαφθοράς εντός της Ε.Ε., η χώρα μας, όχι μόνο δεν παρίσταται ως φτωχός συγγενής, αλλά εκπροσωπείται ισάξια από άπληστα τέκνα της, που πρωταγωνιστούν στις μεγάλες αμαρτωλές «μπίζνες»…

Αλλά και οι μισθοί στην Ευρωζώνη δεν συγκρίνονται ούτε κατά διάνοια με εκείνους του φτωχού συγγενή της. Τη δεύτερη αύξηση μέσα σε έξι μήνες αναμένεται να δουν στον μισθό τους περίπου 50.000 εργαζόμενοι στην Ε.Ε. Οι απολαβές για όσους εργάζονται στην Ε.Ε., σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα «Bild», θα αυξηθούν και πάλι κατά 7%.

Οι Ευρωπαίοι αυτοί εργαζόμενοι είδαν τις αποδοχές τους στα μέσα του προηγούμενου έτους να αυξάνονται κατά 2,4%, σε σχέση με τις αρχές του ίδιου έτους. Θυμάται άραγε κανένας Έλληνας εργαζόμενος πότε πήρε την τελευταία αύξηση στο μισθό του; Δεν θυμάται, γιατί εμείς, οι φτωχοί συγγενείς, έχουμε ένα μεγάλο ελάττωμα. Ξεχνάμε εύκολα…

Στο δείπνο που ακολούθησε την υπογραφή της συνθήκης για την προσχώρηση της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το Μάη του 1979 στο Ζάππειο Μέγαρο, και που παρέθεσε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γάλλος ομόλογός του, Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, είπε στα ελληνικά: «Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη.

Είμαστε όλοι, στη γλώσσα μας και στους μηχανισμούς της σκέψεώς μας, παιδιά του ελληνικού πολιτισμού». Και κατέληξε: «Η Ευρώπη ξαναβρίσκει την Ευρώπη».

Σήμερα, 44 χρόνια μετά αναρωτιόμαστε αν η Ελλάδα θα ξαναβρεί την Ελλάδα.

https://moschonas.wordpress.com