Οι θύμησες είναι ελεύθερα πουλιά που, έρχονται από μακριά, χωρίς καμιά πρόσκληση ή συγκατάθεση, και φτερουγίζουν στους ουρανούς της σκέψης, ανέμελα, παιγνιδιάρικα, και καμιά φορά προκλητικά κι ανεξέλεγκτα. Ενίοτε σου προσφέρουν μια κάποια αγαλλίαση, αλλά συχνά σε πληγώνουν, κι άλλοτε σου καινουργιώνουν πληγές που πίστευες πως είχαν γιάνει. Αναρωτιέσαι λοιπόν αμήχανα:
Στση θύμησής μου τη δοχή, στα σύνορα τση σκέψης,
παλιό, σβησμένο μου όνειρο, ίντα ‘ρθες να γυρέψεις.
Κάποιες φορές καμαρώνεις με τη δροσεράδα που σκορπούν σε χορταριασμένους δρόμους του νου, νιώθεις τη γεύση μιας γλυκειάς αυγής κάποιου Απρίλη, κι εκείνο τον πονηρούλη ερωτικό άνεμο να χαϊδεύει ανελέητα τις ξεραμένες ερωντικές μνήμες. Αν μη τι άλλο, σου γεννούν υπέροχες εικόνες ενός ξεχασμένου ποιμενικού παραδείσου…
Οι θύμησές σου στου μυαλού την στράτα οντε θα μπούνε,
σειραδιαστές ωσάν τ’ αρνιά, χορένε και πηδούνε
Όταν βέβαια είναι ιδιαίτερα ευχάριστη η θύμηση που φτερουγίζει στους ουρανούς της σκέψης, ανοίγουν μπροστά σου ολάνθιστοι κήποι και μυρισμένα ερωντικά περβόλια. Παραδεισένιες εικόνες συμπλέκονται με ξεθωριασμένες μνήμες, κι οι δροσοσταλιές των παλιών ονείρων σε λούγουν λυτρωτικά σαν μια άδολη ερωτική ελεημοσύνη…
Ήρθες κι απόψε γελαστή στ’ ονείρου τη βεγγέρα,
μ’ ένα ματσάκι γιασεμιά, ολόδροσα στη χέρα.
Ανυπάκουες και ανεξέλεγκτες μνήμες, που φτερουγίζετε ελεύθερες κι ανεμπόδιστες στα σοκάκια του μυαλού, σας ευχαριστούμε όλοι όσοι νοσταλγούμε τους παλιούς καιρούς, όσοι έχομε ευχάριστες αναμνήσεις, κι όσοι δεν ξεχνούμε πως κάποτε υπήρξαμε κι εμείς νέοι… Μα προ πάντων όσοι επιμένομε να νιώθομε ακόμη νέοι.
Κάθε παλιά μου ανάμνηση που’ ρχεται στο μυαλό μου,
γίνεται σιδερή θελιά και σφίγγει το λαιμό μου.
Τι νόημα άραγε θα είχε η ζωή, αν έπαυαν ξαφνικά να υπάρχουν αναμνήσεις, αν οι μνήμες πέθαιναν, κι αν ο καθημερινός βίος γινόταν ένας μονόδρομος του παρόντος. Χωρίς επιστροφή στα χρόνια τα παλιά, χωρίς κέρασμα από τον κόσμο της νιότης. Ευτυχώς που δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Οντε θα ρθείς στην σκέψη μου, γαρεφαλιές αθούνε
μα σα θα φύγεις γίνουνται βάτοι και με τζιμπούνε
Φαίνεται πως οι αναμνήσεις είναι αδέρφια με τα όνειρα, γιατί κι αυτά έρχονται ακάλεστα, κι αυτά χαρίζουν αγαλλίαση, κι αυτά σημαίνουν κάτι που πέρασε. Αδέρφια που το ένα κυριαρχεί στον ύπνο σου, και το άλλο στο ξύπνιο σου.
Μια κλέφτρα μπαίνει καθ’ αργά και τη θωρώ και κάνει,
στ’ ονείρου μου τσ’ αποστροφές πεισματικά σεριάνι.
Αλλά φτάνει ως εδώ. Πήραμε κι από τις αναμνήσεις κι από τα όνειρα όμορφες και τρυφερές στιγμές. Δροσίστηκε η διψασμένη μας ψυχή κι αναγάλλιασαν τα φύλλα της καρδιάς μας. Φτάνει γιατί το περίσσο χαλά το ίσο.
Την πόρτα των ονείρω μου μην τη ξαναπεράσεις
γιατί τα ήσυχα νερά τση σκέψης μου ταράσσεις.