Για το θέμα αυτό έχω ξαναγράψει. Επειδή όμως βλέπω να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στον προφορικό, αλλά ακόμη και στον γραπτό λόγο που οπωσδήποτε πάντοτε είναι πιο προσεγμένος, αποφάσισα να θίξω ξανά το θέμα. Σ’ αυτό το άρθρο θα ασχοληθώ ιδιαίτερα με τα σύνθετα των ρημάτων άγω και έχω, και με τα ρήματα σε –ώμαι.

Το άγω μόνο του, χωρίς σύνθεση, σπάνια λέγεται σήμερα: «Άγει το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του». Συνήθως λέγεται σε σύνθεση. Και τα σύνθετά του είναι πολλά: απάγω, παράγω, προάγω, εξάγω, ενάγω, εισάγω, ανάγω, συνάγω, μετάγω, προσάγω… Οι αρχαίοι χρόνοι του ρήματος είναι: ενεστ. άγω, παρατατ. ήγον, αόρ. ήγαγον. Τους λοιπούς χρόνους ας τους αφήσομε. Κατά συνέπεια λέμε κανονικά «Κάθε χρόνο ως τώρα παρήγαμε (παρατατ.) τόσους τόνους σιτάρι». «Φέτος  όμως παραγάγαμε (αόρ.) πολύ λιγότερο» (Και σε α΄ πρόσωπο «Εγώ παρήγαγα…») «Και αναγκαστήκαμε να εισαγάγομε (αόρ.) μεγάλες ποσότητες από το εξωτερικό».

Αυτοί είναι οι ορθοί τύποι. Κάποιοι τύποι, που μερικές φορές ακούγονται, όπως «Θα προσπαθήσομε να παράξουμε…» ή «Οι αγρότες μας δεν παρήξαν τις προσδοκώμενες ποσότητες» είναι λανθασμένες. Διότι απλώς αόριστος «παρήξα» δεν υπάρχει. Να θυμόμαστε ότι ο αόριστος του άγω  – πάντοτε σε σύνθεση σήμερα – είναι  «-ήγαγα», όχι «- ήξα».

Παρόμοια και στα άλλα σύνθετά του. «Τον κρατούμενο τον μετήγαγαν». «Φέτος εξαγάγαμε τόσους τόνους ντομάτας». Ή να χρησιμοποιούμε περίφραση: κάναμε εισαγωγή, κάναμε εξαγωγή… Το παράξενο εξάλλου είναι ότι κάποιοι, παρασυρμένοι από το ουσιαστικό «απαγωγή» και τον αόριστο «να απαγάγω», σχηματίζουν εσφαλμένως ενεστώτα «απαγάγω» αντί «απάγω». Το ορθό είναι «Έχουν την συνήθεια να απάγουν (όχι: να απαγάγουν) γυναίκες για ομαδικούς γάμους». Με παρατατικό «Πάντοτε απήγαν  γυναίκες για να τις κάνουν συζύγους τους». Και αόριστο «Και πέρσι απήγαγαν κάπου εκατό κοπέλες». Οι παθητικοί τύποι του ρήματος σε σύνθεση δεν παρουσιάζουν πρόβλημα: εισάγομαι, εισαγόμουν, εισάχθηκα.

Το ρήμα «έχω» στην νεοελληνική έχει μόνο δύο χρονικούς τύπους: έχω, είχα (αρχαία: έχω, είχον, έσχον). Ο τύπος «είχα» χρησιμοποιείται σήμερα ως παρατατικός και ως αόριστος. Σε σύνθεση όμως, που το ρήμα παίρνει κάπως αρχαιοπρεπή μορφή: κατέχω, μετέχω, εξέχω, προσέχω, αντέχω, απέχω, περιέχω, παρέχω…  παρουσιάζονται δυσκολίες στον σχηματισμό των άλλων χρόνων.

Π.χ. το «μετείχα» είναι και παρατατικός και αόριστος: «Πάντοτε μετείχα» (= έπαιρνα μέρος), «Και πέρσι μετείχα» (=πήρα μέρος, καθαρεύουσα: «μετέσχον»). Πάντως σε δύο περιπτώσεις –  στα ρήματα προσέχω και αντέχω –  για τον παρατατικό και τον αόριστο αναπτύχθηκαν ιδιαίτεροι τύποι: προσέχω, παρατ. πρόσεχα, αόρ. πρόσεξα – αντέχω, άντεχα, άντεξα. (Το κατέχω- κάτεχα είναι ιδιωματικός τύπος της Κρήτης).   Και κάτι επίσης παράξενο.

Από τον τύπο «να κατασχέσει» και με επίδραση και του ουσιαστικού «κατάσχεση» (σύνθετη λέξη από την πρόθεση «κατά» και το ουσιαστικό «σχέση» που βγαίνει από το ρήμα έχω) σχηματίστηκε το ρήμα «κατάσχω» (παθ. κατάσχομαι) με αόριστο «κατάσχεσα», παθ. κατασχέθηκα. (Κάτι παρόμοιο, όπως είπαμε, πάει να γίνει και με το: «απαγωγή», από το οποίο πάει να βγει ρήμα χρόνου ενεστώτος με μορφή «απαγάγω»)  Π.χ. «του κατασχέσανε το σπίτι». Για παρατατικό του κατάσχω μπορούμε να χρησιμοποιήσομε περίφραση π.χ. «έκαναν κατασχέσεις». Οι παθητικοί τύποι δεν παρουσιάζουν πρόβλημα:  κατάσχομαι, κατασχόμουν, κατασχέθηκα.

Πρόβλημα βέβαια στην νεοελληνική αποτελούν και τα ρήματα σε –ώμαι: απατώμαι, διερωτώμαι, αναρριχώμαι, ακροώμαι… Γιατροί και δικηγόροι βρίσκονται σε δυσκολία και ο λόγος τους σκοντάφτει, όταν βρίσκονται στην ανάγκη να τα χρησιμοποιήσουν, ιδίως σε χρόνο παρατατικό: απατόμουν (;) απατόσουν(;) απατόταν (;) απατιόταν (;) απατούνταν(;) Ή να καταφύγεις σε αρχαία κλίση: ηπατάτο(;)  Το «εγγυώμαι» μάλλον συνηθίστηκε και λέγεται «εγγυόταν» ή «εγγυούνταν». Πάντως και αυτοί οι τύποι θεωρούνται αδόκιμοι.

Καλό είναι τέτοια ρήματα να αποφεύγονται. Να αναζητούμε σύγχρονες λέξεις: (ξε)γελιέμαι αντί απατώμαι, αναρωτιέμαι (παρατ. αναρωτιόμουν) αντί διερωτώμαι, καυχιέμαι αντί καυχώμαι κτλ. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντοτε εφικτό. Εξάλλου με τις εκατόν σαράντα τέσσερις (144) μορφές που μπορεί να πάρει ένα ρήμα κλινόμενο στην γλώσσα μας (οι ξένοι θαυμάζουν και απορούν, όταν το ακούνε) φυσικό είναι να προκύπτουν ενίοτε κάποιες δυσκολίες, όταν χρειάζεται ρήματα αρχαιοπρεπή να τα προσαρμόσομε στο κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής.