Πρόβλημα μεγάλο στην γλώσσα μας  παρουσιάζουν τα δύο ρήματα τίθεμαι και ίσταμαι (=στέκομαι). Είναι η μέση φωνή των  αρχαίων ρημάτων: τίθημι (=θέτω) και ίστημι (=στήνω). Στην νεοελληνική παρουσιάζονται στην μέση φωνή και ιδίως σύνθετα με προθέσεις. Τα πιο συνηθισμένα από αυτά είναι: τίθεμαι, συγκατατίθεμαι, μετατίθεμαι, επιτίθεμαι, αντιτίθεμαι, εκτίθεμαι, αποσυντίθεμαι, προστίθεμαι… ίσταμαι, εγκαθίσταμαι, αποκαθίσταμαι, εξανίσταμαι, ενίσταμαι, συνίσταμαι, προΐσταμαι, συμπαρίσταμαι, υφίσταμαι…

Έχω γράψει και παλαιότερα γι’ αυτά. Η κλίση τους έχει προβλήματα. Παρουσιάζω παραδείγματα. Ενεστώτας στην καθαρεύουσα. Επιτίθεμαι –εσαι –εται, επιτιθέμεθα, επιτίθεσθε, επιτίθενται. Εγκαθίσταμαι-ασαι-αται, εγκαθιστάμεθα, εγκαθίστασθε, εγκαθίστανται. Παρατατικός στην καθαρεύουσα. Επετιθέμην, επετίθεσο, επετίθετο, επετιθέμεθα, επετίθεσθε, επετίθεντο. Εγκαθιστάμην, εγκαθίστασο, εγκαθίστατο, εγκαθιστάμεθα, εγκαθίστασθε, εγκαθίσταντο.

Πρόβλημα κλίσεως στην καθαρεύουσα δεν παρουσιάζεται, αλλά απαιτείται γνώση της αρχαίας ελληνικής για να τα πεις σωστά. Έτσι μπορεί να μιλήσει ένας επιστήμονας, με γνώσεις αρχαίας ελληνικής, π.χ. ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας ηλικιωμένος πολιτικός… Η κλίση τους όμως σε γλώσσα νεοελληνική (δημοτική) είναι αμφίβολη. Ενεστώτας: επιτίθομαι (;), επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθόμαστε (;), επιτίθεστε, επιτίθονται (;).

Παρατατικός: επιτιθόμουν, επιτιθόσουν, επιτιθόταν, επιτιθόμασταν, επιτιθόσασταν, επιτίθονταν. Όλοι αυτοί οι τύποι, εκτός από εκείνους που συμπίπτουν με τύπους της καθαρεύουσας, είναι αδόκιμοι και ακούγονται παράξενα στο αυτί. Έτσι θα το έκλινε ένας, ας πούμε, νεαρός, που θα μιλούσε στην παρέα του.

Ας σημειωθεί ότι το αρχαίο προστίθημι και μερικά άλλα προσαρμόστηκαν στην νεοελληνική και κλίνονται ομαλά: προσθέτω- προσθέτομαι, μεταθέτω –ομαι, εκθέτω-ομαι… Μερικά, με την μετατροπή αυτή, έχουν αλλάξει κάπως σημασία, π.χ. εκτίθεμαι- εκθέτομαι. Ρήματα του τύπου του εγκαθίσταμαι είναι αδύνατο να προσαρμοστούν σε κλίση της νεοελληνικής (δημοτικής). Και φυσικά ούτε ενεστώτα ούτε παρατατικό μπορούν να σχηματίσουν στην δημοτική: εγκαθιστόμουν(;)

Πάντως τελευταία ακούω και μορφωμένους και ακόμη και δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν προφορικώς, ή ακόμη και να γράφουν στις εφημερίδες, τύπους της δημοτικής των ρημάτων της κατηγορίας του επιτίθεμαι.

Ο αόριστος μερικών από αυτά δεν παρουσιάζει πρόβλημα: επιτέθηκα, εκτέθηκα εγκαταστάθηκα… Μερικά όμως δεν σχηματίζουν αόριστο, π. χ. αντιτίθεμαι, προΐσταμαι, υφίσταμαι…

Καλό είναι τέτοια άβολα ρήματα να αποφεύγονται και αντί γι’ αυτά να χρησιμοποιούνται περιφράσεις ή λέξεις απλούστερες, λαϊκότερες: σκοπεύω ή έχω πρόθεση αντί προτίθεμαι, είμαι προϊστάμενος αντί προΐσταμαι, συμπαραστέκομαι αντί συμπαρίσταμαι, αποτελούμαι αντί συνίσταμαι, παθαίνω αποσύνθεση αντί αποσυντίθεμαι, παίρνω μετάθεση αντί μετατίθεμαι… Όσο βέβαια αυτό είναι δυνατό και εφόσον ταιριάζει. Το «κάνω επίθεση» π.χ. δεν αποδίδει πάντοτε ό,τι ακριβώς σημαίνει το «επιτίθεμαι».

Π.χ. το «Πάντοτε μου επετίθετο» δεν μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια περιφραστικώς. Ενώ στην φράση «Ο Θεόδωρος προΐστατο των ενεργειών αυτών» το «προΐστατο» σημαίνει «είχε την πρωτοβουλία».