Η «κατσούνα» ή βέργα, είναι η προέκταση του δεξιού συνήθως χεριού του κάθε ηλικίας κτηνοτρόφου απανταχού της Ελλάδος. Είναι όμως και κρίσιμο εργαλείο για την τρίτη+ ηλικία ως τρίτο ή εφεδρικό πόδι των γερόντων αλλά και νέων που συναντούν κακοτυχιά στη ζωή τους.
Αλλού την συναντάμε ως γκλίτσα του τσομπάνη με πολλές χαριτωμένες ιστορίες, παροιμίες και χρήσεις πέραν της συνηθισμένης. Τυχαία αναφέρω πόσο πολύτιμη αποδείχτηκε για το τσομπανόπουλο, που δάμαδε την αντίσταση της τσομπανοπούλας με το πέρασμα της γκλίτσας στα μανίκια της κάπας της, αχρηστεύοντας τα στιβαρά της χέρια στη προσπάθεια του να ικανοποιήσει του ερωτικό πάθος του…
Αμέτρητες ιστορίες έχουν επίκεντρο το διαχρονικά πολύτιμο «βγόδωμα» του ανθρώπου κυρίως ως μέσο πειθαναγκασμού. Από αυτό δεν γλύτωσαν ούτε οι εικόνες των Αγίων…
Παραθέτω μια εκδοχή της γνωστής παροιμίας «φοβέρα θέλουνε και οι αγίοι…», με πολλά πεδία εφαρμογής στις μέρες μας…
– Στην αναζήτηση κάποιων «φουριάρικων» στα νότια της Κρήτης ένας βοσκός αλλοτινών εποχών, πέρασε απόξω από ένα ερημοκλήσι, εκεί που κατοικούν γνήσιοι Ερημίτες Άγιοι. Προσπέρασε ντουχιουντισμένος το εκκλησάκι μα λίγο πιο κάτω το μετασκέφτηκε…
– Μωρέ ας γιαγύρω να μπω να προσκυνήσω, να κάνω το σταυρό μου, ν’ ανάψω και το καντήλι του Αγίου μπας και με ξεστραβώσει να ξετρυπώσω από τα γκρεμνά κιαμιά φουριάρικη αίγα, να λιγδώσω τ’ άντερό μου και νάχω κι ένα μεζέ στη μάντρα ανέ φανεί κιανείς περασάρης μεθαύριο από το πανηγύρι του Αη-Νικήτα, εσυλογίστηκε.
Έλυσε το κεφαλομάντηλο ντου από σεβασμό, άνοιξε το ξεκλείδωτο χαμηλό πορτάκι και μπήκε στο εκκλησάκι. Έκανε το χρέος του κατά που συλλογίστηκε κι ύστερα στάθηκε ικανοποιημένος μπροστά στην εικόνα του Αγίου, έδεσε πάλι το μαντήλι στη κεφαλή ντου, έκανε σιωπηρά το τάξιμό ντου στον Άγιο να βρει κιανένα φουριάρικο, βέβαιος ότι ο Άγιος δεν άκουσε τον ψίθυρο ντου να του γυρεύει μερίδιο μετά, έβαλε κατά το συνήθειό ντου τη κατσούνα στους ώμους, άπλωσε πάνω τις χερούκλες του και έσκυψε να διαβεί το μικρό πορτάκι τσ’ εκκλησάς.
Μα πώς να περάσει που η απλωμένη στους ώμους του κατσούνα τον έκανε τριπλάσιο από το φάρδος τση πόρτας!
Κάνει οπίσω δυό ζάλα και ξαναπροσπαθεί να βγει όξω.
Πάλι κουτούλησε η κατσούνα και πάλι τόνε κόλωσε πίσω.
Ξανοίγει ζερβά ντου την εικόνα του Αγίου και σαν να του φάνηκε πως τούβγαλε όξω τη γλώσσα για κοροϊδία.
Αφήνει ένα μακρόσυρτο ρουθουνάτο «χμμμ» και ξανακάνει προσπάθεια να βγει, αλλά και πάλι το ίδιο εμπόδιο…
Παίρνει στροφές ανάποδες ο νους του και ξαναγυρίζει προς το τέμπλο με τις εικόνες. Ξανοίγει τσοι αγριεμένος μια-μια και βάνει τσοι φωνές:
-Γιάντα δε μ’ αφήνετε να φύγω, εε;
Και κατεβάζει τη κατσούνα με μανία όπου εύρισκε, εικόνες καντήλια, παγκάρι. Μέχρι και το θυμιατό ελίχνισε στη μέση της εκκλησιάς.
Ύστερα δίδει μια δρασκελιά περνά το κατώφλι και βγαίνει όξω με τη κατσούνα κρεμασμένη στο χέρι αυτή τη φορά.
Κάνει δυο ζάλα παρακάτω, γυρίζει “από απόσταση ασφαλείας” προς το εκκλησάκι, στρουφίζει το μουστάκι του και μονολογεί σφυριχτά ανάμεσα σε χείλη και μουστάκια:
-Ετσά σαν να μου φαίνεται πως θέλουνε φοβέρα και οι Άγιοι για να θαυματουργούνε… και παίρνει κάτω να εξευρευνήσει τα γκρεμνά για φουριάρικα…