Της Ελένης Μπετεινάκη*

Eίναι από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης. Είναι η καρδιά του Μεγάλου Κάστρου…

Περπατάμε όλοι μας καθημερινά πάνω σε γη πλακοστρωμένη πια, όμως λίγοι γνωρίζουμε τι ακριβώς υπήρχε σ’αυτό το μέρος, κάποτε. Τι ήταν τα χρόνια τα παλιά τούτη η πλατεία, τούτα τα δρομάκια, τούτα τα κτίρια που σε κάποια σημεία υπάρχουν μόνο κάποια ίχνη τους. Κάθε μέρα, άνθρωποι βιαστικοί, παιδιά, τουρίστες, κόσμος πάει κι έρχεται. Άλλοι χαζεύουν, άλλοι φωτογραφίζουν, άλλοι απλά προσπερνούν ακόμα και το πιο γνωστό, παγκόσμια, σύμβολο της πόλης μας, τα Λιοντάρια, χωρίς καν να το κοιτάξουν.

Σταμάτησα το ποδήλατο τούτη τη φορά εκεί που δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από όλα εκείνα που ήθελα να…θυμηθώ! Έγιναν οι απαραίτητες χαιρετούρες, τα χαμόγελα, όμως το δικό μου βλέμμα ήταν στραμμένο ψηλά, στα σκοτεινά παράθυρα του πρώτου ορόφου των περισσότερων εγκαταλελειμμένων κτιρίων και στα μικρά ισόγεια μαγαζιά που πια υπάρχουν … Πάλι οι θύμησες ήρθανε… Εικόνες άλλης εποχής, άνθρωποι κι εκείνοι βιαστικοί, μικροπωλητάδες και έμποροι, νοικοκυρές που έψαχναν για τα καλύτερα προϊόντα της ημέρας…

Στην πλατεία των Λιονταριών εκείνη του Μεγάλου Σαντριβανιού, τη λεγόμενη σήμερα πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, μαζεύονταν τον καιρό της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας αργότερα, οι πραματευτάδες, οι μικροέμποροι και όσοι πουλούσαν χόρτα για να διαλαλήσουν και να δώσουν την πραμάτεια τους. Την αποκαλούσαν και πλατεία των δημητριακών κι εκεί απέναντι από το δούκικο ανάκτορο βρίσκονταν οι σιταποθήκες του δημοσίου.

Στην περίοδο της Ενετοκρατίας ονομαζόταν Fondaco ή Φούντικος, ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο που κτίστηκε το 1591 και που μέσα του ήταν «εικοσιοκτώ υπόγεια εν είδει πηγαδίων, πλατέα όμως έως επτά βήματα έκαστον και κυκλοφερή, τα οποία εισί πλήρη σίτου, ανακαινιζομένου εκάστω έτει, εις καιρόν πείνας, ή πολιορκίας. Εν εκάστω υπογείω εισχωρούσιν επέκεινα των χιλίων κοιλών σίτος. (Το κοιλόν του τόπου είναι 18 οκάδες ζυγιασμένον με κεχρί) η δε μεγάλη σιταποθήκη, ο λεγόμενος Φούντικος, είναι μία λιθόκτιστος, και σίτος εισχωρεί εις αυτήν 60 – 70,000 κιλά, των οποίων οι καρποί ανακαινίζονται συνεχώς όσον είναι δυνατόν…”. Σε μια μικρογραφία του Γεωργίου Κλώντζα του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα που σώζεται, φαίνεται η διαμόρφωση της πλατείας και μέρος του δούκικου ανακτόρου και των σιταποθηκών.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας πάλι, ονομαζόταν Αμπάρ και η περιοχή γύρω του Αμπάρ Αλτί γιατί ήταν όλα γύρω ή κάτω από το αμπάρι, την αποθήκη. Το κτίριο αυτό ξεκινούσε περίπου από την πύλη Voltone και έφθανε περίπου μέχρι το ύψος της οδού Χάνδακος εκεί όπου βρίσκεται το κτίριο που στέγαζε την εφημερίδα «Μεσόγειος». Το ανατολικό τμήμα του κτιρίου χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή και το νότιο τμήμα του στα νεότερα χρόνια σαν δικηγορικά γραφεία και αστυνομικό τμήμα. Εικοσιοκτώ κατά τον Πρακτικίδη ή τριάντα δύο, σύμφωνα με άλλους ιστορικούς, λένε πως ήταν τα δωμάτια του ισογείου που ήταν σαν θόλοι. Μάλιστα είχαν παράθυρα που έβλεπαν στην τάφρο του παλιού αραβικού τείχους. Με την πάροδο των χρόνων και ύστερα από τους φοβερούς σεισμούς που έπληξαν την πόλη του Ηρακλείου, μέρος του κτιρίου, κυρίως ο τρίτος όροφος, καταστράφηκε και πολύ αργότερα, όταν η Κρήτη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς όλο το κτίριο υπέ,στη σοβαρές ζημιές, ενώ κατά τον βομβαρδισμό καταστράφηκε ό,τι είχε απομείνει από τους ορόφους.

Σύμφωνα πάλι με την περιγραφή του Μανόλη Δερμιτζάκη, από το 1890 μέχρι και το 1920 περίπου οι έξι θολωτοί χώροι που σώζονταν στην αρχή της Χάνδακος χρησιμοποιούνταν την περίοδο της Τουρκοκρατίας και λίγο μετά σαν χοιροκασαπιά, επειδή η σφαγή και η πώληση των χοίρων απαγορευόταν να γίνεται φανερά για θρησκευτικούς λόγους των Τούρκων κι έτσι κρυφά σφάζονταν και πουλόνταν εκεί το χοιρινό κρέας των Χριστιανών και όχι στο Αγά Τσαρσί μαζί με όλα τα άλλα εμπορεύματα.

Αργότερα πολύ ένα κομμάτι του κτιρίου κόπηκε για να ανοίξει η οδός Ταγματάρχου Τζουλάκη. Σήμερα μπορεί να δει κανείς μόνο κάποιους από τους θόλους σε μικρά καταστήματα της οδού Χάνδακος που ήταν από τα ισόγεια δωμάτια των σιταποθηκών. Κατεδαφίστηκε ό,τι σχεδόν υπήρχε από εκείνα τα πολύ παλιά χρόνια οριστικά στα 1961…

Είναι και τούτη η περιοχή κάτι σαν γειτονιά μου, την έχω αγαπήσει πιότερο θαρρώ. Είκοσι χρόνια τη ζω, σπιθαμή προς σπιθαμή, πέτρα την πέτρα. Σταμάτησα στο σταυροδρόμι των οδών Τζουλάκη, Καντανολέων, Χάνδακος, στην πλατεία Λιονταριών… Πόσα πράγματα έχουν συμβεί εδώ, και σήμερα ακόμα. Κοιτούσα δεξιά κι αριστερά, γνώριμα στενά, ωστόσο δεν ήξερα προς τα πού να πάω. Όλα πια τα κτίρια έγιναν μπαρ και καφεδοπωλεία, όπως προτιμώ να λέω τις καφετέριες…

Πήρα τον κατήφορο, την οδό Χάνδακος. Είναι πιο ξεκούραστος ο δρόμος, σαν έχεις μόνιμο σύντροφό σου στις γειτονιές του Μεγαλόκαστρου ένα ποδήλατο. Ήθελα να κατεβώ γρήγορα προς τη θάλασσα, να μυρίσω εκείνο το ιώδιο, την αλμύρα, να ξεθολώσει το μυαλό από τις θύμησες. Σταμάτησα στο κτίριο της εφημερίδας ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ. Κούνησα για μια ακόμα φορά το κεφάλι μου. Πόσο διαφορετικά είναι όλα πια… Πόσο γρήγορα αλλάζει και ξεχνιέται ο τόπος, η ιστορία, οι άνθρωποι…

Ίσαμε την άλλη φορά πάλι… Στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου!

ΠΗΓΕΣ:

Χωρογραφία της Κρήτης, νέα έκδοση του ΤΕΕ/ΤΑΚ, 1983

Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000

zhtunteanagnostes.blogspot.gr

Υπήρχε μια πόλη το Μεγάλο Κάστρο, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. ΙΤΑΝΟΣ, 2013

Από όσα θυμούμαι το Μεγάλο Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης.2008

Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου

Ηράκλειο – Χάνδαξ, Στέφανου Ξανθουδίδου, 1964

Εφημ. Πατρίς

*Με το ποδήλατό μου…Στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη…

*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι εκπαιδευτικός